Τρίτη 29 Μαρτίου 2011

Τέλος εποχής...

Η Ελίζα Μπενβενίστε αποχαιρετά μελαγχολικά μια "χαρισάμενη εποχή" (για να θυμηθούμε τον Τάσο Αθανασιάδη) και μας εισάγει στις σκληρές πραγματικότητες μιας άλλης...

Ήταν να τη λυπάσαι

Της Ελίζας Μπενβενίστε

Στα ταμεία των σούπερ μάρκετ οφείλουμε να είμαστε υπομονετικοί. Με τις γλυκιές ηλικιωμένες κυρίες, που δεν μπορούν να τοποθετήσουν γρήγορα τα πράγματά τους στις σακούλες. Με τους άνδρες, που δεν έχουν ανακαλύψει ακόμα τον περίπλοκο κωδικό που ξεκολλάει τις πλαστικές σακούλες και ιδρώνουν πάνω από την ταμία με την αγωνία ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους. Με τις αγχωμένες μαμάδες, που με το ένα χέρι προσπαθούν να βάλουν τα πράγματα στο καρότσι, την ίδια στιγμή που το άλλο επανατοποθετεί στα ράφια καραμέλες και τσίχλες που έχει αρπάξει το παιδί τους. Με τη συγκεκριμένη κυρία, όμως, είχαμε αρχίσει όλοι να χάνουμε την υπομονή μας.

Ήταν ντυμένη στην τρίχα, με καλοραμμένο ταγιέρ και επώνυμες ψηλοτάκουνες γόβες. Τα μαλλιά της ήταν χτενισμένα σε ένα αριστοκρατικό και ανεπιτήδευτο σινιόν από εκείνα που μπορούν να πετύχουν μόνο οι καλά εκπαιδευμένες κομμώτριες των βορείων προαστίων. Φορούσε σετ χρυσών, εντυπωσιακών κοσμημάτων (σκουλαρίκια, κολιέ, βραχιόλι και δαχτυλίδι) που κάποτε θα φιγουράριζαν στη βιτρίνα γνωστού κοσμηματοπωλείου στο Σύνταγμα. Η μύτη της ήταν πολύ γαλλική για να είναι αληθινή και τα ψηλά ζυγωματικά της πρόδιδαν τις πολλές και ακριβές ώρες χειρουργείου που είχε υποστεί σε κάποια κλινική της Ελβετίας(;). Ήταν όμορφη, κομψή, χαριτωμένη και απελπιστικά εκτός τόπου και χρόνου!

Από τις κινήσεις της ήταν σαφές ή ότι το σούπερ μάρκετ ήταν μια καινούργια εμπειρία για εκείνη ή ότι ήταν θαμμένο σε μια μακρινή ανάμνηση της νεότητάς της. Έβγαζε τα πράγματα από το καρότσι με ρυθμό που θα έκανε και μια χελώνα να αγανακτήσει, τα ακουμπούσε στο ταμείο ζητώντας από την ταμία να της πει πόσο κάνουν και στη συνέχεια αποφάσιζε αν θα τα αγοράσει ή όχι. Ύφος δεν είχε. Μόνο μια τεράστια αμηχανία που όσο περνούσε η ώρα μετατρεπόταν σε αγωνία. Τα –όχι και τόσο διακριτικά σχόλια- των πελατών που περίμεναν στην τεράστια ουρά που είχε δημιουργήσει πίσω της, έδειχναν να της προκαλούν έναν ολοένα αυξανόμενο πανικό. Μα τι συνέβαινε; Τι δουλειά είχε σε ένα σούπερ μάρκετ κάποια που το μοναδικό αντικείμενο με ροδάκια που είχε σπρώξει στη ζωή της ήταν το (θρυλικό-κυρίως για την τιμή του) παιδικό καρότσι Bugaboo;

Μια πιο προσεκτική ματιά αποκάλυπτε αυτά που ήθελε να κρύψει η πρώτη εντύπωση: Τα παπούτσια δεν ήταν φετινής σεζόν, ούτε καν της περσινής. Αυτό θα μπορούσε να είναι και στιλ αν τα τακούνια δεν ήταν αδικαιόλογητα φθαρμένα σε μια πόλη που τα «Τακούνι Express» είναι τα νέα περίπτερα (ένα σε κάθε γωνιά). Στην ίδια περίπου κατάσταση ήταν και η τσάντα της, ενώ το πορτοφόλι της το οποίο κρατούσε ανοιχτό, αποκάλυπτε ένα μάλλον φτωχό περιεχόμενο, αναντίστοιχο της εικόνας που ήθελε να περάσει: μία μόνο πιστωτική κάρτα –κανονική, ούτε χρυσή ούτε platinum- και μερικά χαρτονομίσματα, τα οποία φυλλομετρούσε διαρκώς κάνοντας υπολογισμούς με το μυαλό της. Και τέλος, το πιο βασικό: δύο έντονες ρυτίδες ξεχώριζαν στο μεσόφρυδό της, πράγμα που σημαίνει ότι δεν υπήρχε ευρώ ούτε για δείγμα για μπότοξ και μεσοθεραπείες.

Ήταν πλέον κατανοητό, ότι η αγγαρεία του σούπερ μάρκετ ήταν προορισμένη για κάποια φιλιππινέζα που απολύθηκε ή παραιτήθηκε, ελλείψει ρευστού. Πιθανότατα στο σπίτι θα την περίμεναν δύο πλυντήρια άπλυτα και άλλα δύο για σιδέρωμα, τη στιγμή που δεν γνώριζε καλά καλά ούτε τα προγράμματα πλύσης του πλυντηρίου. Πιθανότατα, δεν ήταν καν σίγουρη αν είχαν νερό στο σπίτι, γιατί ο λογαριασμός της ΕΥΔΑΠ είχε να πληρωθεί από τον περασμένο Οκτώβριο –τότε που γέμισαν για τελευταία φορά την εσωτερική πισίνα. Πιθανότατα, τα τηλέφωνα θα χτυπούσαν όλη μέρα είτε από τις τράπεζες «για εκείνα τα υπόλοιπα των καταναλωτικών δανείων» είτε από τα ιδιωτικά σχολεία των παιδιών για τα ανεξόφλητα δίδακτρα, είτε από μεσίτες που προσπαθούσαν να πουλήσουν το υποθηκευμένο σπίτι της, για να της πουν ότι πρώτον οι πισίνες είναι πλέον ανεπιθύμητες και δεύτερον ότι κανείς δεν ενδιαφέρεται να το αγοράσει στην αρχική του τιμή. Αλίμονο! Το ήξερε ότι από την «εποχή του χρυσού» έχει περάσει στην «εποχή του νεκρού»: για να πουλήσει οτιδήποτε έπρεπε να το «σκοτώσει». Το ίδιο έκανε και πριν ένα μήνα με το 3λιτρο SUV της. Τώρα πια οδηγούσε το Daihatsu Cuore που είχαν παραχωρήσει στην παραιτηθείσα φιλιππινέζα.

Η γυναίκα αυτή αποτύπωνε με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο την πτώση μιας ολόκληρης οικονομικής τάξης που αναδείχθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’90, επιβίωσε με διάφορους τρόπους του κατακρημνισμού του χρηματιστηρίου, επένδυσε ξανά –ίσως στην οικοδομή- και ξέχασε προτού ανοιχτεί κι άλλο, να κλείσει τους παλιούς της λογαριασμούς. Νόμιζε ότι το χρήμα, άυλο όπως το αντιλαμβανόταν, θα έρεε άφθονο. Από επιχορηγήσεις, δουλειές με το δημόσιο, κοινοτικά προγράμματα, φοροδιαφυγές κλπ. Και μετά ήρθε η κρίση και αναγκάστηκε να δει και αυτή το άγριο πρόσωπο της ελεύθερης αγοράς, στην οποία τόσο πίστεψε τα προηγούμενα χρόνια.

Περιμέναμε ήδη μισή ώρα στην ουρά, όταν την είδαμε με έκπληξη να ζητάει από την ταμία να αφαιρέσει από το σύνολο τα κρέατα που είχε αφήσει τελευταία. Τι κρέατα δηλαδή; Λίγο κιμά και κάτι φιλέτα κοτόπουλου. Πλήρωσε το λογαριασμό και με τα μετρητά και με την κάρτα, πήρε το καρότσι της και προχώρησε προς το Cuore. Ο πακιστανός που τη στήνει έξω από το σούπερ μάρκετ για να μαζεύει τα ψιλά από τα καρότσια, προσφέρθηκε να τη βοηθήσει. Του χαμογέλασε ανακουφισμένη. Με το που στρίμωξαν τα ψώνια στο μικροσκοπικό πορτ μπαγκάζ, της άρπαξε το καρότσι για να το επιστρέψει στη θέση του και να τσεπώσει το νόμισμα. Εκείνη δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Κοιτούσε σαν χαμένη. Νόμιζε ότι ο πακιστανός ήταν απλώς ευγενικός. Μάλλον σκέφτηκε τα δύο ευρώ που έχασε από άγνοια. Μάλλον αναρωτήθηκε πώς έφτασε στο σημείο να νοιάζεται για δύο ευρώ.

Ε, ήταν να τη λυπάσαι. Αλλά για κάποιο λόγο (αίσθημα δικαίου ανάμεικτου με χαιρεκακία;) ο οίκτος μας είχε στεγνώσει.

(Πηγή: aixmi.gr)

Δευτέρα 28 Μαρτίου 2011

Η αήττητη ηλιθιότητα του νεοπλουτισμού μας!

Edito 278

Του Φώτη Γεωργελέ

Μεσημέρι, Κολωνάκι, καφέ στην πλατεία. Είναι αποκλεισμένο περιμετρικά, μπράβοι σε σχήμα Π, περαστικοί κοιτάζουν περίεργοι το θέαμα. Στη μέση αυτός, μαύρο κοστούμι, μαύρο πουκάμισο, όρθιος μιλάει στο κινητό. Πίσω του άλλος μπράβος, κρατάει στα χέρια ευλαβικά το πούρο. Γυρνάει, τραβάει μια ρουφηξιά, συνεχίζει, ο κολαούζος το κρατάει, περιμένει την επόμενη ρουφηξιά. Μπράβος πούρου, επαγγέλματα του μέλλοντος. Φθινοπωρινό μεσημέρι στο κέντρο της πόλης, η δημόσια επίδειξη της αήττητης ηλιθιότητας.

Είναι πλούσιος. Έχει πολλά λεφτά, από πού, απροσδιόριστο. Οι πλούσιοι αυτής της χώρας δεν κάνουν, έχουν. Κάτι γενικώς, καράβια, προμήθειες, λαθρεμπόριο πετρελαίου, πλαστά τιμολόγια, ποδοσφαιρικές ομάδες-πλυντήρια, αγοραπωλησίες παικτών, εικονικά συμβόλαια, πουλάει φάρμακα στα νοσοκομεία στην τριπλάσια τιμή, εισαγωγή από την Κύπρο, εκμεταλλεύεται εμπορικά ακίνητα της εκκλησίας, καταπατάει δημόσιες εκτάσεις, χτίζει στη Μύκονο συγκρότημα κατοικιών με συνέταιρο γνωστό πολιτικό, αλλαγές συντελεστή δόμησης μόνο για την περίπτωσή του, έχει αναλάβει τη διαφημιστική καμπάνια υπουργείων, διαχειρίζεται τα λεφτά των ασφαλιστικών ταμείων, πουλάει τηλεοπτικά κανάλια που του χαρίζει το κράτος, αύξηση κεφαλαίου, τραπεζική εγγύηση, δάνεια, offshore εταιρείες, κωδικοί, μπράβοι. Πούρα. Χοντρός σβέρκος.

Οι περαστικοί απολαμβάνουν το θέαμα. Κουνάνε το κεφάλι ειρωνικά. Με λίγη ζήλια. Το θέμα είναι τα λεφτά, αυτό μου είπε κι ο μπαμπάς, Τζούλια. Μια χώρα που δεν παράγει τίποτα και έχει τόσους πολλούς πλούσιους. Δεν δημιουργούν αλλά έχουν διασυνδέσεις. Σωστοί άνθρωποι στις σωστές θέσεις. Βιτρίνες. Ταμίες. Μεταφορά χρήματος, όχι δημιουργία πλούτου. Δεν βγάζουν χρήματα, υπεξαιρούν.

Οι πλούσιοι ξέρουν πολύ καλά από πού προέρχονται τα χρήματά τους. Τα αντιμετωπίζουν και οι ίδιοι ως προϊόν εγκλήματος. Τα τρώνε γρήγορα και επιδεικτικά. Όπως οι γκάνγκστερ. Σε ολόκληρο τον κόσμο μόνο δύο άρχουσες τάξεις έχουν υιοθετήσει ως τρόπο ζωής το lifestyle της κολομβιάνικης μαφίας. Οι Ρώσοι ολιγάρχες και οι Έλληνες πλούσιοι. Θηριώδη τζιπ στα στενά δρομάκια, παρκαρισμένες πόρσε στα κλαμπ, αστυνομική προστασία, γουόκι τόκι, μπράβοι, ημίγυμνες ξανθιές, χοντροί σβέρκοι. ΚΔΟΑ. Κτηνώδης δύναμη ογκώδης άγνοια. Στον υπόλοιπο κόσμο οι πραγματικοί πλούσιοι μοιάζουν με φοιτητές στα Εξάρχεια. Σνίκερς, φούτερ και κουκούλες. Ανακάλυψαν ένα τσιπάκι, έστησαν τη Microsoft, την Apple, έφτιαξαν ένα πρόγραμμα, φαντάστηκαν μια κοινότητα, το FaceBook, βάζουν την εταιρεία τους στο χρηματιστήριο έναντι 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων φορώντας τζιν, στο υπόγειο γκαράζ παίζουν ακόμα Nirvana με τις φοιτητικές τους κιθάρες.

Εδώ δεν υπάρχουν κιθάρες. Ούτε πανεπιστήμια. Ελληνικός ληστρικός μικροκαπιταλισμός, κλοπιμαία. Ξαπλώστρες 3.000 ευρώ στην παραλία, ο ένας δίπλα στον άλλον. Πάνω στον άλλον. Όλοι μαζί. Δεν θέλουν να κρυφτούν, θέλουν να φανούν. Ποιος έχει το πιο μεγάλο, σπίτι, το πιο μεγάλο, κότερο. Αγωνιούν για μια φωτογραφία τους σε φτηνές κίτρινες φυλλάδες που λερώνεσαι άμα τις ξεφυλλίσεις. Αγοράζουν παρέα, δημοσιότητα, σεξ. Σταρ, μις, θεές, απόλυτες, υπέρλαμπρες, δίμετρες. Ξανθιές με μαύρη ρίζα. Από τη μαζική παραγωγή των καλλιστείων. Μια δυο γυμνές φωτογραφίες και μετά στον αγώνα. Στο ανελέητο κυνήγι στη σκληρή ζούγκλα της ζωής. Η ανεργία στις νεαρές γυναίκες μέχρι τα 30 φτάνει στο 40%. Πιράνχας, κόβουν βόλτες από φωτογράφιση σε κότερα, από πασαρέλα σε επισκέψεις κατ’ οίκον. Το ίδιο παμπάλαιο συγκινητικό όνειρο. Μια μέρα ο πελάτης θα ερωτευτεί και θα την κάνει κυρία. Ένας γάμος, τώρα πριν να ’ναι αργά, τα χρόνια περνάνε γρήγορα, νέο εμπόρευμα βγαίνει στην αγορά κάθε σεζόν.Τα πούρα διαλέγουν. Επιλέγουν την επόμενη trophy wife. Επιλέγουν και επιλέγονται. Ε9 κυκλοφορούν σε φωτοτυπίες, αγοραπωλησίες, ντιλ κλείνονται. Τα κοσμικά περιοδικά γράφουν για πανέμορφα μοντέλα που φωτογραφίζονται σε ακριβά μαγαζιά με νεαρούς ζεν πρεμιέ της αθηναϊκής νύχτας. Εννοούν escort συναντάνε γιους πλουσίων με την ελπίδα να «κατακτηθούν». Νέες ιδιότητες της κοσμικής ζωής. Κληρονόμοι. Γιοι εισηγμένων. Πολύφερνοι γαμπροί με πολλές κατακτήσεις. Οι βίζιτες της πρώτης σελίδας.

Ο πλανήτης μπαίνει στον τρίτο χρόνο της οικονομικής κρίσης. Ο δύσκολος χειμώνας. Οι ελληνικές πολιτικές εφημερίδες, αυτιστικές πάντα, στο πιο βαθύ τούνελ της κρίσης, εισάγουν στην ύλη τους κοσμικά ένθετα. Χρώματα πολύχρωμα, γυαλιστερές φωτογραφίες. Δες το 16χρονο ζάπλουτο ξέκωλο πώς διασκεδάζει στα μπουζούκια. Ζηλεύεις; Δες το νεαρό πάμπλουτο κληρονόμο αγκαλιά με τη θεά, την προκλητική miss young. Θα κάνουν προγαμιαίο συμβόλαιο; Η Ελένη ρίχνει με νάζι το τιραντάκι να φανεί η ρόγα, πέφτει η τηλεθέαση. 5.000 άτομα στο γάμο, τραγούδησε ο Ρέμος, εσύ δεν ήσουν εκεί; Εσένα ο μπαμπάς σου δεν έκανε λαθρεμπόριο πετρελαίου; Η μαμά σου δεν ήταν συμβολαιογράφος στα μεγάλα ντιλ ακίνητης περιουσίας; Δεν ξέρεις ούτε ένα γενικό γραμματέα υπουργείου, έναν ταμία κόμματος έστω; Τι άτυχος που ήσουν. Όλα διορθώνονται όμως, άρχισε τώρα, κάνε κοιλιακούς, κάνε προσθετικές στήθους, κάνε κάτι. Αν δεν είσαι αγοραστής, γίνε τουλάχιστον εμπόρευμα.

Η Ελλάδα, αδιόριστη πτυχιούχος, κλείνει τα μάτια, πέφτει στο κρεβάτι για μια μονιμοποίηση στο δημόσιο, υπέρβαρη πηδάει απ’ το μπαλκόνι. Γυρνάει το ρολόι μια ώρα πίσω μεσάνυχτα Κυριακής, ετοιμάζεται για τον πιο βαρύ χειμώνα. Μπερδεμένη, πεινασμένη, εν πλήρει συγχύσει, δηλώνει αθώα. Ήταν ωραίο το έργο, εύκολο, χωρίς κόπο, θεαματικό σαν μεταμεσονύχτια κολομβιάνικη σαπουνόπερα του Άλφα με βαρόνους κοκαΐνης, μπράβους και μικρά κοριτσάκια που πάνε στον πλαστικό χειρούργο με παιδιάστικη αφέλεια για να πιάσουν την καλή, να τις διαλέξει ο αρχηγός της συμμορίας. Κρατάει 45 λεπτά. Μετά ακολουθεί τελεμάρκετινγκ. Κατσαρόλες, στρώματα και όργανα γυμναστικής, 29,99 ευρώ σε 6 δόσεις.

(Πηγή: ATHENS Voice - Τεύχος 278 - 04/11/2009)

Πέμπτη 24 Μαρτίου 2011

Μνήμες μέσ' απ' τα χαλάσματα του καιρού...

Ο Dante έγραψε πως δεν υπάρχει μεγαλύτερος πόνος από τις μνήμες ευτυχισμένων καιρών σε στιγμές δυστυχίας. Η δυστυχία, βέβαια, δεν φέρει απαραίτητα τη σφραγίδα του τραγικού: ακόμα και η προσαρμογή σε μια διαβρωτική καθημερινότητα, ή η νηφάλια συνθηκολόγηση με το τέλος της προσδοκίας, μορφές δυστυχίας είναι...


Εις μνήμην...
(Σ’ αυτούς που συνήθισαν...)

Βυθίζεσαι και πάλι
στο πέλαγος της θύμησης...
Γοργά που τρέχει η σκέψη!
Σαν ξωτικά γυρνούν οι εικόνες
μες στο νου, σε βασανίζουνε
με χρώματα, με μυρουδιές, μ’ ακούσματα
και γεύσεις ασυνταίριαστες...

Και πάλι τι γοργά
- θαρρείς και ήταν φαντασία -
που χάνεται η θύμηση!
Μα πίσω θα ξανάρθει
δυο κύματα μικρά να ξεσηκώσει
στο τέλμα τούτο της προσαρμογής,
εκεί που ζεις...


Νεκρή πολιτεία
(Σε όλ’ αυτά που αφήσαμε...)

Του σούρουπου τ’ αγέρι
γλυκά που χάιδεψε
της λίμνης τις κορφές!
Κι ο ήλιος που απόμεικε
εσβήστηκε κι αυτός
κάτω απ’ το πρώτο κύμα.
Πέρα μακριά, δειλά
τα φώτ’ ανάψανε
στην πολιτεία...

Ήταν σιωπή,
ως και του λόφου η πνοή εσίγασε.
Μόνο δυο νυχτοπούλια
απομείναν να θρηνούν
ανάμεσα στις φυλλωσιές,
κι αυτά βουβά θαρρείς...

Μια τέτοια νύχτα,
αποδιωγμένη από καιρό
εκεί ταξίδεψε ξανά η σκέψη.
Κι όλο το βράδυ
σε μονοπάτια γνώριμα
φαντάσματα εγύρεψε παλιά.
Μα αυτά
χαμένα τώρα βρίσκονταν
στης πολιτείας τα στοιχειωμένα
μέσα τα χαλάσματα...

Κι η νύχτα πέρασε γοργά,
κι η μνήμη με τις πρέπουσες
δεν πρόκαμε τιμές
να θάψει τους νεκρούς της...

(Ντίνος Πυργιώτης, ΑΠ' ΤΟ ΝΗΣΙ ΤΟΥ ΝΑΥΑΓΟΥ )

Σάββατο 19 Μαρτίου 2011

Οι αποστάσεις που φέρνουν κοντά μες στο χειμώνα...

Περασμένα μεσάνυχτα, όπως και χθες. Ακούγεται πάλι τη γνώριμη ώρα ο ήχος του τηλεφώνου: "Θα έρθεις κι απόψε;" "Ετοιμάζομαι και φεύγω αμέσως. Άσε μισάνοιχτη την πόρτα." Και αρχίζει ένα καινούργιο ταξίδι... στο όνειρο. Αφού οι αποστάσεις, σε όρους γεωγραφίας, είναι μεγάλες, πολύ μεγάλες...

Η παραπάνω ιστορία είναι, ίσως, προϊόν διδακτικής επινόησης. Αυτό που της προσδίδει ένα κάποιο ενδιαφέρον είναι το τέλος της, τη στιγμή που η γεωγραφία προσφέρεται γενναιόδωρα να μηδενίσει, τελικά, το κοντέρ των αποστάσεων. Για να σβηστούν μονομιάς μες στην αμηχανία των αναστολών όλα αυτά που ειπώθηκαν. Αλλά, όπως γράψαμε κι αλλού, τα μεγαλύτερα πάθη είναι εκείνα που δεν βρήκαν ποτέ διέξοδο...

Χειμώνας

(Σ’ αυτούς που μάταια ονειρεύτηκαν...)

Γρήγορα ο ήχος σβήστηκε 
των τραγουδιών που μου ‘στελνες 
από τα κύματα, 
μικρά, φθαρμένα σημειώματα 
που πια δεν τα ‘χω... 

Γρήγορα γύρισ’ ο καιρός... 
Οι ανέμοι κόπασαν, και ο χειμώνας 
- κείνα τα εμπνευσμένα λόγια 
που σε μάγευε να πεις - 
δεν είναι πια εδώ... 
Οι λέξεις χάθηκαν στης πόλης τη βουή, 
γίναν κουβέντες καθημερινές 
με δίχως νόημα, δεν τις ακούω... 

Τους δρόμους τους παλιούς της θάλασσας 
άσκοπα ψάχνω 
να στέλνω αγκαλιές στο προσκεφάλι σου, 
δε βρίσκει γέφυρες με τα νησιά 
τα βράδια ο ίσκιος μου 
για να σε συναντήσει. 
Τις νύχτες μάταια 
κάποιο κουδούνισμα γνωστό 
να με ξυπνήσει περιμένω... 

Ίσως και να ‘ταν λάθος 
που ξαναβρεθήκαμε! 
Μου έλειψ’ η απόσταση 
που κάποτε κοντά μάς έφερνε, 
μου έλειψαν οι μέρες 
που τη μορφή σου τόσο ωραία και μακρινή 
ζωγράφιζε ο άνεμος, 
μου έλειψ’ η φωνή σου 
τη νύχτα να ζητάει να μείνω 
κι ας μην είμ’ εκεί... 

Μου έλειψ’ ο χειμώνας που 
για λίγο κάποτε μας ζέστανε...

(Ντίνος Πυργιώτης, ΑΠ' ΤΟ ΝΗΣΙ ΤΟΥ ΝΑΥΑΓΟΥ )

Τρίτη 15 Μαρτίου 2011

Δρόμοι στα νοτιοδυτικά του πόνου...



Στα νότια της πόλης
(Σ’ αυτούς που ένιωσαν την απώλεια...)

Το βουητό του τραίνου από μακριά
νωρίς με ξύπνησε.
Και σα να κοιμηθώ ξανά δε μπόρεσα,
τους δρόμους πάλι πήρα
στα νότια που οδηγούν της πόλης.

Κάποια στιγμή, απρόσκλητο
του πρωινού τ’ αγιάζι
εικόνες ξεχασμένες πίσω έφερε.
Μορφές χαμένες
που ξάφνου αναστήθηκαν
έστεκαν μπρος μου,
μαζί μου να τις πάρω με ικέτευαν
με λόγια πλάνα,
με δόλιες υποσχέσεις...

Έκαμα να ενδώσω, μα δεν πρόλαβα...
Το βουητό του τραίνου εκεί κοντά
τις ψευδαισθήσεις διάλυσε.

(Ντίνος Πυργιώτης, ΑΠ' ΤΟ ΝΗΣΙ ΤΟΥ ΝΑΥΑΓΟΥ )

Τρίτη 8 Μαρτίου 2011

Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας

Διαφωνώ απόλυτα με την επετειακή απόδοση τιμών σε ο,τιδήποτε είναι άξιο να τιμάται. Είναι σαν να λέμε, "μπορώ να σε αγνοώ 364 μέρες το χρόνο, αλλά για μία και μόνη μέρα θα θυμάμαι την ύπαρξή σου!". Δεν περιμένουμε την "Ημέρα της Μητέρας" για να δείξουμε σ' εκείνη την αγάπη μας... Δεν θυμόμαστε μόνο την "Ημέρα των Ζώων" πως κι αυτά έχουν ψυχή... Δεν περιμένουμε την ημέρα του "Αγίου Βαλεντίνου" για να εκφράσουμε τα συναισθήματά μας στο πιο κοντινό μας πρόσωπο...

Σήμερα, λέει, είναι η "Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας". Αν οι ίδιες οι γυναίκες επέλεξαν να καθιερώσουν μια τέτοια γιορτή, τότε μάλλον υποτιμούν βάναυσα τον εαυτό τους! Περνούν ένα πολύ επικίνδυνο, γι' αυτές, μήνυμα διαφορετικότητας που υπονομεύει το δικαίωμα στην ισότητα που χρόνια τώρα διεκδικούν. Αν πάλι η επέτειος είναι ανδρικής έμπνευσης, τότε πρόκειται για κυνική έκφραση φαλλοκρατισμού: "Σε τιμώ, κυρά μου, όπως τιμώ το σκύλο μου... Άντε, και τη φουκαριάρα τη μάνα μου!"

Ακολουθώντας κι εγώ το ρεύμα, συμμετέχω στον εορτασμό, δίνοντας (αυτονόητα) προτεραιότητα στις γυναίκες που διακρίθηκαν στις επιστήμες, ιδιαίτερα μάλιστα σε εποχές όπου οι ανδροκρατούμενες κοινωνίες δύσκολα επέτρεπαν στη γυναίκα τέτοιους "φιλόδοξους" προσανατολισμούς. Αποφεύοντας το άχαρο "copy-and-paste" από άλλα sites, σας δίνω απευθείας τα σχετικά links για να διαβάσετε για κάποιες γυναίκες που προσωπικά θαυμάζω και τιμώ και τις 365 μέρες του χρόνου (366 στα δίσεχτα)!

ΥΠΑΤΙΑ η Αλεξανδρινή (370 - 415 μ.Χ)

Γυναίκες στις Επιστήμες των Μαθηματικών

Από το χώρο της Μουσικής, θα προτείνω την εκπληκτική, και τραγικά πρόωρα χαμένη, μουσικοσυνθέτη Lili Boulanger.

Καλή ανάγνωση!

Παρασκευή 4 Μαρτίου 2011

Αυτά που δεν μπορούν ποτέ να μας πληγώσουν...

Η Cookie πίσω απ' τα κάγκελα... του εξοχικού!
Όσοι δεν έτυχε ποτέ να έχουν ζώο στο σπίτι (αληθινό, όχι απ' αυτά που συχνάζουν στο ιστορικό κτίριο της Πλατείας Συντάγματος!) δεν θα γνωρίζουν πως ο πόνος της απώλειάς του είναι απόλυτα συγκρίσιμος με τον πόνο για το χαμό αγαπημένου προσώπου... Ήταν πριν λίγες μέρες που είχα χάσει ξαφνικά το σκύλο μου. Σε μια ξένη χώρα, σε μια δύσκολη στιγμή εν όψει κρίσιμων εξετάσεων στο μεταπτυχιακό πρόγραμμά μου, για μέρες αξύριστος και χωρίς την παραμικρή διάθεση για φαγητό, έψαχνα τρόπους να ξαναρχίσω να ζω...

Στην αρχή το έριξα στη φιλοσοφία, προσπαθώντας να κατανοήσω (έτσι ώστε να αποδεχθώ, και τελικά να ξεπεράσω) αυτό τον μεγάλο πόνο: πώς μπορεί να τον προκαλεί "μόνο και μόνο" η απώλεια ενός ζώου; Μια φίλη, που έσπευσε να βοηθήσει, έδωσε την εξήγηση: "Μας πονάει ο χαμός τους γιατί αυτά δεν μπορούν ποτέ να μας πληγώσουν. Το μόνο που κάνουν είναι να μας αγαπούν!"

Καλή η φιλοσοφία, αλλά η ανακούφιση που προσφέρει είναι προσωρινή... Τότε, ένας καθηγητής μου μού πέταξε την ιδέα: "Όταν χάσουμε κάτι που αγαπάμε, βρίσκουμε κάτι άλλο ν' αγαπήσουμε!" Ένας άλλος σκύλος επειγόντως, λοιπόν! Μετά από σειρά ανεπιτυχών αναζητήσεων σε σπίτια της πόλης, επόμενος σταθμός το "Animal Shelter" της περιοχής. Ένα τεράστιο, καταθλιπτικό κτίριο που πρόσφερε προσωρινή φιλοξενία σε ζώα που στη χώρα μας απλά θα κυκλοφορούσαν αδέσποτα. Αν κάποιο ζώο αποδείχνονταν άρρωστο, ή αν δεν βρισκόταν κανείς να το πάρει, θα έπρεπε να αδειάσει το κελί του ώστε να δοκιμάσει την τύχη του κάποιο άλλο. Και η "τύχη" του ζώου αυτού ήταν στη συνέχεια απόλυτα προδιαγεγραμμένη ("put to sleep" είναι η κομψή έκφραση που χρησιμοποιούσαν οι Αμερικάνοι...).

Αν δεν έτυχε να βρεθείτε ποτέ σε animal shelter, δεν γνωρίζετε μια πολύ διαπεραστική έκφανση της έννοιας της τραγικότητας. Η ξαφνική παρουσία σου στο διάδρομο ανάβει στα ζώα μια σπίθα ελπίδας για τη σωτηρία τους. Κρεμιούνται στα κάγκελα και, με έκφραση έκδηλης αγωνίας, κυριολεκτικά σε εκλιπαρούν να τα ελευθερώσεις απ' το κελί τους, γλιτώνοντάς τα απ' το σκοτεινό πεπρωμένο τους το οποίο προαισθάνονται... Τραγική ειρωνεία η απαλή, ευχάριστη μουσική που ακούγεται απ' τα μεγάφωνα. "Για να ηρεμούν τα ζώα", μου εξήγησε ο φύλακας...

Σε ένα κελί, μια μεγαλόσωμη σκυλίτσα με τα νεογέννητα κουτάβια της. Το βλέμμα της ξεψυχισμένο, μίζερο, σαν ήδη να δήλωνε παραίτηση και συνθηκολόγηση με τη μοίρα... Σε ένα άλλο κελί, ένα μαλλιαρό άσπρο θηλυκό κανίς. "Μάλλον άρρωστη", είπε μελαγχολικά ο φύλακας καθώς άνοιγε το κελί να βάλει νερό. Και σε μια στιγμή, σαν τους απελπισμένους του Άουσβιτς που καβαλούσαν τα ηλεκτροφόρα συρματοπλέγματα για να "γλιτώσουν" απ' τους θαλάμους αερίων, μαζεύοντας όση δύναμη της είχε απομείνει, η σκυλίτσα πετάχτηκε έξω απ' το κελί της τρέχοντας άναρχα στους υποφωτισμένους διαδρόμους του άσυλου. Χρειάστηκαν οι συντονισμένες προσπάθειες δύο-τριών φυλάκων για να επαναφέρουν στο κελί της μια μελλοθάνατη που το μόνο γνωστό "έγκλημά" της ήταν ότι υπήρξε...

ΥΓ: Τελικά πήρα ένα κουταβάκι Cocker Spaniel (Αμερικανικού τύπου) από ένα καλό σπίτι της πόλης. Δεν το μετάνιωσα ποτέ!


Άσυλο
(Σ’ αυτούς που τ’ αγαπούν...)

Σε θυμάμαι πίσω απ’ τα κάγκελα
μικρούλα μου,
μέσ’ στο μοναχικό κελί σου.
Με μάτια λυπημένα
μαζί μου να σε πάρω με ικέτευες,
μα δίχως να μιλάς.
Ήσουν αφρόντιστη, ίσως και άρρωστη.
Μα πιο πολύ, ήσουνα φοβισμένη
λες και τη μοίρα σου προαισθανόσουνα...
Τριγύρω σου μια μουσική απαλή,
χαρούμενη ακουγότανε
σαν ειρωνεία θανάτου,
σαν πένθιμο εμβατήριο...

Κι ήτανε γκρίζο, σκοτεινό
το άσυλο των ζώων,
σαν την ψυχή του ανθρώπου...

(Ντίνος Πυργιώτης, ΑΠ' ΤΟ ΝΗΣΙ ΤΟΥ ΝΑΥΑΓΟΥ )