Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 2025

Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης: Η Ιθάκη βυθίστηκε πριν φτάσουμε


Απόσπασμα από εξαιρετικό βιβλιοκριτικό κείμενο του συγγραφέα Ξενοφώντα Α. Μπρουντζάκη:

Από τότε που ο Όμηρος ύψωσε την Ιθάκη σε ιδέα, ο κόσμος ψάχνει να τη βρει. Δεν είναι πια ένα νησί στο Ιόνιο αλλά ένας προορισμός της ψυχής, ένας τρόπος να αντέξεις τη διαδρομή. Ο Οδυσσέας αν και γυρίζει επί τέλους στο σπίτι του, στην ουσία επιστρέφει στον εαυτό του, κουβαλώντας τις μνήμες, τα λάθη, τους έρωτες και τα τέρατα που συνάντησε. Η Ιθάκη γίνεται έτσι το σύμβολο της συνειδητοποίησης, της κάθαρσης μέσα από το ταξίδι, το σημείο όπου καταλαβαίνεις πως η περιπέτεια άξιζε περισσότερο από τον προορισμό.

Η Ιθάκη του Καβάφη δεν είναι τόπος να τον κατακτήσεις, αλλά τρόπος να υπάρξεις. Δεν την πλησιάζεις με πλοίο, μα με την αργή ωρίμανση της εμπειρίας. Κάθε στάση του ταξιδιού χαράζει επάνω σου το αποτύπωμά της, κι όταν φτάσεις, αν φτάσεις, δεν θα σε περιμένει καμιά ανταμοιβή, κανένα τρόπαιο ή θρόνος. Μονάχα η ήσυχη γνώση όσων είδες και άντεξες, η καθαρότητα που γεννιέται αφού περάσεις μέσα από τις αυταπάτες σου. Η Ιθάκη δεν είναι η επιστροφή, είναι το ξύπνημα.

Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο στο the books' journal

Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2025

Πεθαίνει ο έρωτας μέσα στον γάμο; Ή μήπως αυτοκτονεί;


Πεθαίνει από φυσικά αίτια ο έρωτας μέσα στον γάμο; Ή μήπως αυτοκτονεί λόγω συνειδητής αμέλειας; (Μια αντισυμβατική ανάλυση.)

Γράφει ο Κώστας Παπαχρήστου

Ακούμε συχνά να λέγεται πως «ο γάμος σκοτώνει τον έρωτα». Προσωπικά, βρίσκω τη φράση το ίδιο παράλογη με εκείνη που λέει πως «το αλκοόλ σκοτώνει»! Το αλκοόλ δεν είναι αφ’ εαυτού του ένα κακό πράγμα: το χρησιμοποιούμε για αντισηψία στις πληγές, ενώ ένα-δύο ποτηράκια κρασί με το φαγητό λέγεται πως κάνουν καλό στην υγεία. Από την άλλη, η οδήγηση υπό την επήρεια της ουσίας μπορεί να αποβεί μοιραία. Το αν το οινόπνευμα είναι «καλό» ή «κακό» εξαρτάται από το πώς το χρησιμοποιούμε.

Με την ίδια ακριβώς λογική, πριν σπεύσουμε να ενοχοποιήσουμε τον γάμο ως «φονέα» του έρωτα, θα πρέπει να εξετάσουμε τον τρόπο διαχείρισης του θεσμού από τα ίδια τα συμβαλλόμενα μέρη. Ίσως τότε διαπιστώσουμε ότι η πραγματική παθογένεια του γάμου κρύβεται κάτω από μία θετική του πλευρά, της οποίας όμως γίνεται κακή χρήση: το αίσθημα της σιγουριάς.

Δεν υπάρχει μεγαλύτερος εχθρός του έρωτα από την ψευδαίσθηση του δεδομένου ως αυτονόητου. Την αντίληψη, δηλαδή, πως μόλις η πρώτη σπίθα γίνει φωτιά, όλα παίρνουν νομοτελειακά τον δρόμο τους και, με κάποιον μαγικό τρόπο, η σχέση  αυτοσυντηρείται χωρίς να απαιτεί να «ρίχνουμε ξύλα στο τζάκι». Έτσι, θεωρώντας καθένας εκ των δύο εραστών τον άλλον ως «αυτονόητα» δεδομένο, παύει να αποδύεται στον καθημερινό αγώνα να κατακτήσει εξαρχής τον ερωτικό του σύντροφο επιστρατεύοντας τον καλύτερο εαυτό του. Και είναι αυτή η από μέρα σε μέρα ανανέωση του ερωτικού αισθήματος που αναζωογονεί τη σχέση και την καθιστά βιώσιμη στον χρόνο!

Η μεγαλύτερη παγίδα στον γάμο, σε ό,τι αφορά την συναισθηματική του συνέχεια, είναι η σταδιακή μετάλλαξη του «θέλω» σε «πρέπει». Ακούμε συχνά τη φράση – δηλητήριο: «Ο γάμος έχει υποχρεώσεις!» Κι ο ίδιος ο έρωτας, μάλιστα, προβάλλει ως «υποχρέωση» (αναφέρομαι, φυσικά, στη γελοία αντίληψη περί «συζυγικών καθηκόντων»). Έτσι, το αίσθημα της ελεύθερης επιλογής καταπνίγεται προς όφελος του αισθήματος του χρέους. Κι ο έρωτας, ως γνωστόν, δεν ανθεί ποτέ αν του στερήσεις την πιο βασική τροφή του: την ελευθερία!

Ένα από τα πιο αντιερωτικά «πρέπει» είναι εκείνο που αντιλαμβάνεται τον θεσμό ως κοινωνική βιτρίνα που επιβάλλει κοινωνική συμμετοχή:

– Οφείλεις να με ακολουθείς στις κοινωνικές / συγγενικές μου υποχρεώσεις, έστω και αν δεν αισθάνεσαι βολικά. Τι θα πουν αν με δουν να εμφανίζομαι μόνος / μόνη μου;

Όμως, χάριν του γάμου «πρέπει» να θυσιάζονται και μερικά από εκείνα που κάποτε έδιναν στο άτομο ψυχικές ανάσες:

– Καλά είναι τα χόμπι κι ο ελεύθερος χρόνος, όταν δεν έχεις υποχρεώσεις. Τώρα υπάρχουν άλλες προτεραιότητες!

Ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα «πρέπει», σε ό,τι αφορά την βιωσιμότητα του ερωτικού αισθήματος, είναι η αντίληψη της αναγκαιότητας του «αυτοκόλλητου». Η άποψη, δηλαδή, ότι, σε έναν υγιή γάμο οι δύο εταίροι πρέπει να μοιράζονται την κάθε στιγμή. Θα σταθώ ιδιαίτερα σε ένα ζήτημα που θεωρώ σημαντικό, κι ας μην του έχει δοθεί η πρέπουσα σημασία: Ακούμε συχνά πως μία ασφαλής ένδειξη δυσλειτουργικότητας σε έναν γάμο είναι οι χωριστές κρεβατοκάμαρες. Αν το δεχθούμε ως δόγμα, τότε παραβλέπουμε κάποιες πολύ βασικές παραμέτρους στον ερωτικό μηχανισμό.

Ας σκεφτούμε απλά: Γιατί μία ερωτική σχέση στις αρχικές φάσεις της είναι έντονη και κατορθώνει να κρατά τους εραστές σε εγρήγορση; Διότι η προσβασιμότητα του ενός στον άλλο δεν είναι δεδομένη κι αυτονόητη αλλά αποτελεί προνόμιο που πρέπει διαρκώς να ανανεώνεται. Αυτή η μαγεία της ανανέωσης, όμως, εξανεμίζεται κάτω από μονίμως κοινά κλινοσκεπάσματα. Όπως χαρακτηριστικά άκουσα κάπου να λέγεται, μετά από μερικά χρόνια αγγίζεις ένα παραπλεύρως κείμενο σώμα και δεν διαφέρει πολύ από το ν’ αγγίζεις το δικό σου! Έτσι, η εξ ορισμού κοινή κρεβατοκάμαρα στερεί από τους εραστές την συγκίνηση που προσφέρει η προοπτική του μηδενισμού των αποστάσεων, και την γοητεία της προσπάθειας για συνεχή «κατάκτηση» του ερωτικού συντρόφου.

Μία από τις πλέον νοσηρές παρενέργειες του αισθήματος του δεδομένου στον γάμο είναι το «δικαίωμα» στον αλληλοεξευτελισμό. Δεν βλέπω πια τηλεόραση, αλλά μου μετέφεραν το περιστατικό: Σε talk show ιδιωτικού καναλιού, πριν πολύ καιρό, μία φιλοξενούμενη ακούστηκε να περιγράφει - υπό τα ενθουσιώδη χειροκροτήματα σημαντικού μέρους του γυναικείου ακροατηρίου - την χλευαστική απάντηση που είχε δώσει στον σύζυγό της όταν εκείνος «τόλμησε» να ζητήσει λίγο χρόνο για τον εαυτό του, έξω από τις υποχρεώσεις του σπιτιού. Ομοίως ήρθε εις γνώση μου, παλιότερα, μία σκηνή σε εστιατόριο ξενοδοχείου, όταν ο σύζυγος παρακάλεσε την σύντροφό του να του γεμίσει το πιάτο από τον μπουφέ:

– Πήγαινε φτιάξ' το μόνος σου! Κουλός είσαι;

Δεν λείπουν, βέβαια, και οι συνήθεις χαρακτηρισμοί «άχρηστε», «ανίκανε», «ανώριμε», κλπ., συνοδευόμενοι συχνά από συγκριτικές αναφορές σε άλλα, «αξιότερα» αρσενικά.

Οι άντρες, από τη μεριά τους, έχουν κι εκείνοι τους δικούς τους τρόπους να υποβαθμίζουν τις γυναίκες τους. Για παράδειγμα, δεν παραλείπουν να εκφράσουν ανοιχτά τον θαυμασμό τους για άλλες γυναίκες που, υποτίθεται, πληρούν περισσότερο τα αισθητικά τους κριτήρια, ενώ παράλληλα αποδύονται σε έναν αγώνα διαρκούς επιβεβαίωσης ενός ανδρισμού που μονίμως αναζητά έξωθεν χορηγούμενα «πιστοποιητικά»...

Ατέρμων ο κατάλογος των λαθών που σκοτώνουν το ερωτικό αίσθημα στο πλαίσιο του γάμου. Κορυφαίο όλων, η αντίληψη πως μέσα στον θεσμό ο άλλος αυτοδίκαια γίνεται κτήμα μας. Έτσι, το θεωρούμε φυσικό να απαιτήσουμε να υποκαταστήσει την βούλησή του/της με την δική μας. Ξεχνούμε, εν τούτοις, ότι ο έρωτας απαιτεί δύο ανεξάρτητες, ελεύθερες βουλήσεις για να αναπτυχθεί, ενώ η ύπαρξη μίας μοναδικής βούλησης δεν αντιστοιχεί σε ερωτική σχέση αλλά μάλλον σε αυτοπάθεια.

Τελικά, λοιπόν, αληθεύει ότι ο γάμος σκοτώνει τον έρωτα; Η άποψή μου είναι πως αυτός τούτος ο θεσμός στερείται… δολοφονικών διαθέσεων και μεθοδεύσεων. Είναι η κακοδιαχείριση των ιδιαιτεροτήτων του θεσμού αυτού από τα συμβαλλόμενα μέρη που ευθύνεται για την σταδιακή άμβλυνση, έως και την ολοκληρωτική εξανέμιση, του ερωτικού αισθήματος. Εις επίρρωση των λεγομένων, θα επικαλεστώ προσωπική μαρτυρία. Έζησα για πολλά χρόνια στην Αμερική κοντά στους Μορμόνους, μία ιδιαίτερα συντηρητική κοινότητα. Οικογένειες με τέσσερα, πέντε ή έξι παιδιά δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο. Εν τούτοις, όσο κι αν ακούγεται απίστευτο, είδα ζευγάρια σε τέτοιες οικογένειες να παραμένουν ερωτευμένα ως τα βαθιά τους γεράματα! Βασικά συστατικά της κοινής ζωής τους, ο αλληλοσεβασμός και η διαρκής ανανέωση της σχέσης με κάθε δημιουργικό τρόπο.

Ο γάμος, λοιπόν, δεν σκοτώνει τον έρωτα αλλά, απλά, ευνοεί συνθήκες αυτοχειρίας του ερωτικού αισθήματος με ευθύνη των ίδιων των εραστών. Και, θα το διατυπώσω σε ωμή αλλά ρεαλιστική γλώσσα: Ένας νεκρός από συναισθήματα γάμος δεν έχει λόγους ύπαρξης. Ένας έντιμος και αξιοπρεπής διαχωρισμός είναι σαφώς προτιμότερος και λιγότερο φθοροποιός από έναν διαρκή αλληλοεξευτελισμό και μία ατέρμονη ηθική αλληλοεξόντωση!

(Δημοσιεύθηκε το 2022 στο KLIK)

Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2025

Είναι ατομική υπόθεση η ευτυχία;


Υπάρχει, τελικά, η αγάπη, ή είναι μόνο στο μυαλό μας; Είμαστε μηχανές παραγωγής ευτυχίας; Δύσκολα ερωτήματα...

Γράφει ο Κώστας Παπαχρήστου

Αρκετοί σύγχρονοι ειδικοί ψυχικής υγείας πιστεύουν ότι αιτία πολλών ψυχικών δυσλειτουργιών είναι η τάση του ατόμου να εξαρτάται από πρόσωπα ή καταστάσεις έξω από τον εαυτό του. Συχνά, μάλιστα, οι συμβουλευτικές προσεγγίσεις κωδικοποιούνται με φράσεις όπως «να αγαπάς πάνω απ’ όλα τον εαυτό σου», ή, «η ευτυχία υπάρχει μόνο μέσα σου». Πόσο διασφαλίζουν την ψυχική υγεία τα δόγματα της «αυτοπαθούς αγάπης» και της «αυτογενούς ευτυχίας»;

    Αρκεί μόνο να αγαπάμε τον εαυτό μας;

Στο «Βιβλίο της Ανησυχίας», ο Φερνάντο Πεσσόα (Fernando Pessoa) βάζει νάρκη στα θεμέλια κάθε βεβαιότητας για την ύπαρξη της αγάπης ως αντικειμενικής αξίας:

«Ποτέ δεν αγαπάμε κανέναν. Αγαπάμε αποκλειστικά την εικόνα που διαμορφώνουμε για κάποιον. Αυτό που αγαπάμε είναι μια δική μας κατασκευή, στην ουσία δεν αγαπάμε παρά τον εαυτό μας.»

Μία πικρή κωμωδία του 1964 επιχειρεί να επιβεβαιώσει, θαρρείς, τον ιδιόρρυθμο δημιουργό του «Αναρχικού Τραπεζίτη»:

Είναι παντρεμένοι ένα χρόνο. Αυτός αγαπάει κρυφά μια άλλη... Αυτή αγαπάει κρυφά έναν άλλο... Δεν υποπτεύονται καν ότι ο «άλλος» και η «άλλη» δεν είναι παρά αυτοί οι ίδιοι! Μόνο που τους είναι αδύνατο να αναγνωριστούν μεταξύ τους δίχως τις αποκριάτικες μεταμφιέσεις τους, έξω από τα κοστούμια που φορούσαν εκείνη τη «μαγική» νύχτα του καρναβαλιού που είχαν γνωριστεί – και που έμελλε να είναι η μοναδική... Στο φινάλε της ταινίας ακούγεται μία από τις κορυφαίες ατάκες του ελληνικού κινηματογράφου, αληθινή αποθέωση του παράλογου:

«Κτήνος! Ένα χρόνο παντρεμένοι, και μου το ‘κρυβες πως ήσουνα εσύ εκείνος που αγαπούσα!»

Από τις πιο φιλοσοφημένες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, ο «Γάμος αλά Ελληνικά» του Βασίλη Γεωργιάδη είναι ένα ειρωνικό σχόλιο πάνω στην υποκειμενικότητα του έρωτα. Ή μήπως πάνω στην αυτοπάθεια της αγάπης – σύμφωνα με τον Πεσσόα – όπου πομπός και αποδέκτης του συναισθήματος κατ’ ουσίαν ταυτίζονται;

Είναι λογικό να τίθεται ένα τέτοιο ερώτημα, όταν ακούμε κάποιους σύγχρονους ψυχοθεραπευτές να δηλώνουν, περίπου, ότι αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία για την ψυχική υγεία είναι να αγαπά κάποιος τον εαυτό του, παρά να αγαπά οποιονδήποτε άλλον. Η αιτιολόγηση είναι απλή: Η αγάπη γεννά εξάρτηση από το αντικείμενό της. Και, το μόνο αντικείμενο από το οποίο μπορούμε να εξαρτόμαστε με απόλυτη ασφάλεια είναι ο ίδιος μας ο εαυτός. Οποιαδήποτε άλλη εξάρτηση είναι δυνητική πηγή φοβιών και νευρώσεων.

Αν προεκτείνουμε αυτή τη λογική ως τα άκρα, μία ψυχικά «υγιής» κοινωνία δεν θα είναι παρά ένα σύνολο περιχαρακωμένων και εγωκεντρικών μονάδων που αδυνατούν να βιώσουν και να ανταλλάξουν ανθρώπινα συναισθήματα. Έτσι, το άτομο μοιραία θα καταφύγει στον διχασμό προσωπικότητας – στην κατασκευή, δηλαδή, ενός άλλου, εικονικού εαυτού – προκειμένου να διοχετεύσει ένα ψυχικό δυναμικό που αλλιώς θα λιμνάσει μέσα του και, τελικά, θα νεκρωθεί. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε μία κοινωνία σχιζοφρενών!

Αν θέλαμε να προτείνουμε μία διαφορετική και πιο ορθολογική θεώρηση, θα λέγαμε απλά ότι η αγάπη προς τον άλλον έχει αληθινή αξία όταν συνοδεύεται από αισθήματα αυτοεκτίμησης και αυτοσεβασμού εκείνου που την προσφέρει. Γιατί, πόση αξία μπορεί να έχει η αγάπη που παίρνουμε από κάποιον που περιφρονεί τον εαυτό του; Είναι σαν να μας δίνεται ένα δώρο που είναι εξαρχής υποτιμημένο από τον ίδιο τον δωρητή!

Τούτο σημαίνει, ειδικά, ότι είναι αδύνατο να υπάρξει αληθινή αγάπη σε μία σχέση εξουσίας και υποταγής. Τόσο – προφανώς – από την πλευρά εκείνου που ασκεί την εξουσία, όσο και από την πλευρά αυτού που υποτάσσεται...

    Είμαστε βιοτεχνίες παραγωγής ευτυχίας;

Παρακολούθησα, πριν χρόνια, μερικά επεισόδια δημοφιλούς τηλεοπτικής σειράς της εποχής. Σε ένα από αυτά άκουσα το κεντρικό, υποτίθεται, μήνυμα του αφηγήματος:

«Μην ψάχνεις την ευτυχία, είναι πάντα μέσα σου!»

Σαν να λέμε, η αναζήτηση της ευτυχίας έξω από τον εαυτό μας είναι ουτοπική επιδίωξη, αφού η ευτυχία έχει αυτογενή υπόσταση. Την παράγει το ίδιο το άτομο, ανεξάρτητα από πρόσωπα ή καταστάσεις που το περιβάλλουν. Περίπου όπως ο οργανισμός παράγει ορμόνες!

Δεν έχουν, λοιπόν, σημασία οι ανθρώπινες σχέσεις, ούτε τα ανθρώπινα επιτεύγματα. Δεν έχουν σημασία οι καλές ή οι άθλιες συνθήκες ζωής. Δεν έχει σημασία αν είναι καλά ή αρρωσταίνουν, αν ζουν ή πεθαίνουν, εκείνοι που αγαπούμε (άλλωστε, πολλοί μας προτρέπουν να μην αγαπούμε τίποτα όσο τον εαυτό μας). Όλα αυτά είναι άσχετα με την ανθρώπινη ευτυχία, που είναι προϊόν αυτο-παραγόμενο. Αρκεί να κάνουμε τον κόπο να σκάψουμε λίγο μέσα μας, και θα τη βρούμε να μας περιμένει χαμογελώντας!

Ας φανταστούμε τώρα ένα πείραμα. Ας τοποθετήσουμε έναν άνθρωπο μέσα σε ένα δωμάτιο χωρίς παράθυρα, δίνοντάς του μόνο τις απαραίτητες ποσότητες τροφής και νερού. Δεν θα υπάρχουν βιβλία, ραδιοτηλεοπτικά μέσα, σταθερά ή κινητά τηλέφωνα, υπολογιστές, και ό,τι άλλο θα μπορούσε να συνδέσει τον έγκλειστο με τον έξω κόσμο. Το ζητούμενο του πειράματος είναι απλό: καταμέτρηση του χρόνου που θα χρειαστεί το άτομο για να ανακαλύψει μέσα του την κρυμμένη ευτυχία. Ή μάλλον, για να ζητήσει ουρλιάζοντας να του ανοίξουμε την πόρτα!

Όμως, και η περίπτωση αυτή επιδέχεται ορθολογικότερη θεώρηση: Αυτό που βρίσκεται μέσα μας δεν είναι η ίδια η ευτυχία αλλά η προδιαγραφή, η ικανότητα να νιώθουμε ευτυχισμένοι όταν, αντικειμενικά, μας προσφέρονται οι λόγοι για κάτι τέτοιο. Και, ναι, ο άξιος να νιώσει την ευτυχία είναι εκείνος που μπορεί να βιώνει ένα αίσθημα ευγνωμοσύνης ακόμα και γι’ αυτά που οι άλλοι θεωρούν μικρά κι ασήμαντα. Επειδή είδε ξανά το φως της μέρας... Επειδή έχει πάντα ένα ταβάνι πάνω απ’ το κεφάλι του, και η βρύση τρέχει πάντα νερό... Επειδή αυτοί που αγαπά είναι καλά και σήμερα... Επειδή εκείνος ο πόνος πέρασε... Επειδή βρήκε το βιβλίο που το έψαχνε καιρό... Επειδή ο γείτονας είπε «καλημέρα» καθώς έβγαζε βόλτα τον σκύλο του... Επειδή ελπίζει πως αύριο θα ξημερώσει μια καλύτερη μέρα...

Για να συνοψίσουμε: Η ευτυχία δεν είναι αυτο-παραγόμενο συναίσθημα, ούτε όμως και αποκλειστική υπόθεση εξωτερικών καταστάσεων. Πριν απ’ όλα, είναι ζήτημα εσωτερικής προδιαγραφής που επιτρέπει ακόμα και στις παραμικρότερες καταστάσεις να μετασχηματίζονται σε θετικά ψυχικά βιώματα.

Όπως θα λέγαμε συμβολικά, για να φτάσει κάποιος στην ευτυχία δεν αρκεί να κατέχει το όχημα. Χρειάζεται να υπάρχει και ο δρόμος. Και αντίστροφα...

(Αναθεωρημένη εκδοχή κειμένου που δημοσιεύθηκε το 2023 στο KLIK)

Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2025

Το σκοτάδι που φωτίζει την Αλήθεια: Ο συμβολικός κόσμος του «Τριστάνου»


Οι ειδικοί της ψυχικής υγείας μάς προτρέπουν - και σωστά - να ακολουθούμε πάντα τον εαυτό μας. Πόσο όμως είμαστε πρόθυμοι να πληρώσουμε το τίμημα της αυτο-συνέπειας; Μια μουσικο-φιλοσοφική ανάλυση στο κορυφαίο και πιο σύνθετο μουσικό δράμα του Ρίχαρντ Βάγκνερ.

Γράφει ο Κώστας Παπαχρήστου

    Η γυναίκα στην κουπαστή

Το αεράκι που φυσούσε στο κατάστρωμα μετρίαζε κάπως την αυγουστιάτικη ζέστη. Την πρόσεξα καθώς ήταν ακουμπισμένη στην κουπαστή, κοιτώντας μάλλον αφηρημένα προς το πέλαγος. Ήταν ωραία γυναίκα, ίσως η ωραιότερη που είχα δει. Κάποιος τη φώναξε, κι έτσι έμαθα τ’ όνομά της. Είχε κάτι από θάλασσα...

Από δύο ηλικιωμένες κυρίες που «κουτσομπόλευαν» μεγαλόφωνα στον απέναντι πάγκο, έμαθα την ιστορία της: 

– Αυτή που βλέπεις, Μαρία μου, την πάντρεψαν μικρή με έναν πολύ πλούσιο. Δεν ήξερε τι είχε, σου λέω! Και κάποιο καλοκαίρι γνώρισε εκεί στο νησί έναν μουζικάντη. Μπατίρης, δηλαδή. Εκείνη όμως ξετρελάθηκε. Πήγε η άμυαλη στον άντρα της ευθύς και του ζήτησε διαζύγιο. Εκείνος την έδιωξε, κρατώντας το παιδί. Δεν το ξανάδε από τότε... Όσο για τον προκομμένο, τη βαρέθηκε και μετά από δυο χρόνια γνώρισε μια αρτίστα και την παράτησε. Λένε πως έχασε τα λογικά της, η δόλια, και πηγαινοέρχεται μόνη της χειμώνα – καλοκαίρι από την πόλη στο νησί...

Η τραγική εικόνα της ωραίας γυναίκας που ταξίδευε σαν χαμένη στις θάλασσες, πληρώνοντας το τίμημα του έρωτα, μου έφερε τότε αυτόματα στο νου το καλλιτεχνικό δημιούργημα που κήρυξε επανάσταση στη Δυτική μουσική, χαράζοντας αποφασιστικά όλη τη μετέπειτα πορεία της – από τα λυρικά θέατρα και τις αίθουσες συναυλιών, ως τους κινηματογράφους και τις οθόνες της τηλεόρασης...

    Μια επανάσταση στη μουσική

Αλλόκοτο πλάσμα ο άνθρωπος. Το πιο αλλόκοτο της Φύσης. Το μόνο που μπορεί να μετατρέψει τα αυτονόητα σε υψηλούς υπαρξιακούς στόχους. Τίποτα δεν φανερώνει τούτη την αλήθεια όσο η φράση – κλισέ, «ακολούθησε τον εαυτό σου»! Ναι, όσο κι αν ακούγεται οξύμωρο, δεν συμβαίνει συχνά να ακολουθούμε τον εαυτό μας. Είτε γιατί δεν τον γνωρίζουμε, είτε γιατί θυσιάζουμε συνειδητά την ελευθερία μας στο βωμό συμβάσεων που μας καθιστούν αποδεκτούς ως μέλη μιας κοινωνίας. Η απόδραση από τον ψεύτικο κόσμο των συμβάσεων στον αληθινό της ελευθερίας που βιώνεται μέσω του έρωτα, είναι το κεντρικό θέμα της πιο σύνθετης – μουσικά και φιλοσοφικά – όπερας του Ρίχαρντ Βάγκνερ.

Ίσως η σπουδαιότερη μουσική που γράφτηκε ποτέ, το μουσικό δράμα «Τριστάνος και Ιζόλδη» (Tristan und Isolde) είναι ένα έργο τόσο περίπλοκο που δύσκολα θα μπορούσε να χωρέσει σε μία σύντομη ανάλυση. Το ορχηστρικό πρελούδιο της πρώτης πράξης θεωρείται επανάσταση που γκρέμισε τα στεγανά της κλασικής μουσικής αρμονίας – αν και δεν θα πρέπει να αγνοούμε τα προφητικά κουαρτέτα του Μότσαρτ τα αφιερωμένα στον Χάυδν (όπου, μάλιστα, σε ένα από αυτά, K.428, ακούγεται το ίδιο το θέμα του «Τριστάνου»!), όπως και τα πιανιστικά πρελούδια του Σοπέν με τις αρμονικές τολμηρότητές τους.

Το πρελούδιο του «Τριστάνου» αφήνει άφωνο τον ακροατή και με την δεξιότητα της αντιστικτικής γραφής του Βάγκνερ που, όπως γράφει σε μία ανάλυσή του ο Λέοναρντ Μπερνστάιν, «κάνει τις τρίχες του κεφαλιού να σηκωθούν»! Στην κορύφωση της δραματικής έντασης της μουσικής, χτίζεται ένα απίστευτα περίπλοκο αρμονικό οικοδόμημα με μουσικά θέματα που εισάγονται διαδοχικά, με τρόπο ώστε κάθε νέα «φωνή» να εμπλουτίζει αντί να υπονομεύει τις ευαίσθητες αρμονικές ισορροπίες των υπολοίπων. Και η έκφραση του Μπερνστάιν κάθε άλλο παρά σχήμα λόγου αποδεικνύεται!

    Τα σύμβολα πίσω από το δράμα

Η όπερα του Βάγκνερ, όμως, δεν εξαντλεί τη μεγαλοσύνη της στην ωραιότητα της μουσικής. Ο «Τριστάνος» είναι και ποίηση και – κυρίως – φιλοσοφία. Περιγράφει μία διαλεκτική σύγκρουση ανάμεσα στα σύμβολα της μέρας και της νύχτας, του φωτός και του σκότους. Και, για τους μυημένους, το φως εδώ δεν είναι το «καλό», ούτε το σκοτάδι το «κακό». Ίσως ακριβώς το αντίθετο. «Αυτό το φως... πάρτε αυτό το φως!», φωνάζει ο Τριστάνος καθώς αργοπεθαίνει...

Το δίπολο μέρας – νύχτας συμβολίζει την αντίθεση ανάμεσα στην επίφαση και την ουσία, την εικόνα και την αλήθεια, τη λογική και το συναίσθημα, το «πρέπει» και το «θέλω», τις συμβάσεις και την ελευθερία, την τιμή και τον έρωτα. Έναν έρωτα που στην κορύφωσή του καταργεί κάθε έννοια ατομικότητας.

Ο Τριστάνος και η Ιζόλδη τη μέρα ζουν στον ψεύτικο και υποκριτικό κόσμο των συμβάσεων, όπου η «τιμή» είναι η ανταμοιβή για την τυφλή υποταγή στους κανόνες. Εκείνη πρέπει να δείχνει σαν πιστή σύζυγος του περίλαμπρου βασιλιά Μάρκε… Εκείνος, σαν πιστός υπερασπιστής της τιμής του μονάρχη και θείου του… Το σκοτάδι της νύχτας, όμως, φέρνει στην επιφάνεια τους αληθινούς εαυτούς των δύο εραστών. Υπάρχει μόνο ο Τριστάνος και η Ιζόλδη, και τίποτ’ άλλο στον κόσμο. Κι όταν ακόμα η συμβατική τιμή του Τριστάνου χαθεί για πάντα, εκείνη θα διαλέξει και πάλι να τον ακολουθήσει στον δικό του, αιώνια σκοτεινό κόσμο, ίσαμε τον θάνατο…

Το δίπολο «έρωτας – θάνατος» κυριαρχεί σε ολόκληρη την όπερα. Τούτη τη φορά οι έννοιες βρίσκονται σε σύζευξη, σε αντίθεση με το απόλυτα διαζευκτικό «φως – σκοτάδι». Ο έρωτας και ο θάνατος σύντροφοι αχώριστοι, έτσι που ο δεύτερος να αποτελεί ηθικό προαπαιτούμενο για τον πρώτο. Μία ιδέα που καλλιέργησε επίμονα στα συγγράμματα και τις διαλέξεις του και ο Δ. Λιαντίνης – κι ας του ασκήσαμε κάποτε έντονη κριτική για τούτο...

    Πόσος Σοπενχάουερ υπάρχει στον «Τριστάνο»;

Ο έρωτας, αυτή η υπέρτατη βίωση της ευτυχίας, είναι λοιπόν η άλλη όψη του θανάτου; Για κάποιους φιλοσόφους, τούτο αποτελεί ιερή κι αιώνια αλήθεια. Αυτή την αλήθεια εκφράζει με το μουσικό του δράμα ο Βάγκνερ. Που, κάτω από την επιφανειακά αλαζονική φύση του έκρυβε πάντα τον υπαρξιακό πόνο ενός βαθύ γνώστη του στοχασμού του Σοπενχάουερ.

Η επίδραση του Σοπενχάουερ στη φιλοσοφική σύλληψη του «Τριστάνου» έχει συζητηθεί ευρύτατα (δείτε, π.χ., το εξαίρετο βιβλίο του Γ. Μανιάτη [1]). Θα πρέπει, εν τούτοις, να προσεγγίζουμε το ζήτημα με έναν βαθμό σκεπτικισμού. Κατά τον Σοπενχάουερ, ο θάνατος λυτρώνει τον κόσμο από τα δεινά του έρωτα. Στον «Τριστάνο» συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: ο θάνατος λυτρώνει τον έρωτα από τα δεινά του κόσμου!

Στην πρώτη περίπτωση ο έρωτας είναι ο θύτης. Ωθώντας τον άνθρωπο σε μία ατέρμονη διαδικασία αναπαραγωγής, ευθύνεται για την διαιώνιση του πόνου και της αθλιότητας της ζωής. Έτσι, η μόνη λύτρωση του ανθρώπου από τα επίγεια βάσανα είναι ο θάνατος.

Στη δεύτερη περίπτωση ο έρωτας είναι θύμα των ανθρώπινων συμβάσεων, ειδικά εκείνων που σχετίζονται με το αίσθημα της τιμής και των κοινωνικών κωδίκων που απορρέουν από αυτό. Ο θάνατος λειτουργεί εδώ σαν όχημα απόδρασης από τον επιφατικό κόσμο των συμβάσεων σε έναν κόσμο ελευθερίας, μέσα στον οποίο οι δύο εραστές αποκτούν τη δυνατότητα να βιώσουν τη δική τους, μοναδική αλήθεια. Το δηλητήριο που μεταστοιχειώνεται σε ερωτικό φίλτρο συμβολίζει ακριβώς τη λύτρωση του ερωτικού πάθους μέσω του θανάτου, αφού μόνο με τον θάνατο μπορεί το πάθος να αποκτήσει αιώνια ζωή.

    Το δώρο...

Το πλοίο έφτανε ήδη στην ακτή. Θυμήθηκα το καράβι που πήγαινε την Ιζόλδη νύφη νεκροζώντανη στην Κορνουάλη, στην πρώτη πράξη της όπερας. Μια «Ιζόλδη» που έβλεπα τώρα μπροστά μου τρισδιάστατη, ακουμπισμένη στην κουπαστή. Χαμένη κάπου στο χθες, αιώνια θλιμμένη.

Γιατί, ο έρωτας δεν είναι δώρο που μας δίνεται. Εμείς είμαστε δώρα που δίνονται στον έρωτα. Έστω κι αν γνωρίζουμε καλά πόσο η προσφορά αυτή κοστίζει...

[1] Γ. Μανιάτης, Ρίχαρντ Βάγκνερ: Το «Καθαρά Ανθρώπινο» (Πολύτροπον, 2004).

Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2025

Τα όρια της πολιτικής εκμετάλλευσης...


Γράφει ο Κώστας Παπαχρήστου

Μερικές επίκαιρες σκέψεις:

1. Τα μνημεία των νεκρών των πολέμων τιμούν τη μνήμη ανθρώπων που πρόσφεραν οικεία τη βουλήσει τις ζωές τους για την προάσπιση της ελευθερίας της πατρίδας τους. Δεν προορίζονται να τιμούν τη μνήμη ατυχών θυμάτων τραγικών συγκυριών, ακόμα και αν αυτές ήταν αποτέλεσμα εγκληματικών παραλείψεων εκ μέρους της Πολιτείας.

Ειδικά στην περίπτωση πολύνεκρων δυστυχημάτων, ο φυσικός χώρος για την έκφραση οδύνης και σεβασμού στη μνήμη των θυμάτων είναι ο ίδιος ο τόπος της τραγωδίας. Η αναγραφή ονομάτων έξω από το Κοινοβούλιο είναι πράξη πολιτικής υστεροβουλίας, όχι απόδοση τιμών σε νεκρούς, οι οποίοι με τον τρόπο αυτό καθίστανται ερήμην τους αντικείμενα ανίερης πολιτικής εκμετάλλευσης!

Αν, εν τούτοις, ανοίξουμε τον ασκό του Αιόλου αποδεχόμενοι τη μετατροπή μιας τραγωδίας σε πολιτική ευκαιρία, τι θα εμποδίσει τους οικείους θυμάτων άλλων πολύνεκρων τραγωδιών που συνέβησαν με κρατική ευθύνη, να διεκδικήσουν το ίδιο προνόμιο αναγραφής των ονομάτων των αγαπημένων τους στον χώρο ενός εθνικού μνημείου; Πόσα ονόματα νεκρών χωράει μία πλατεία;

2. Όπως ορθά επισημαίνεται από (ελάχιστα δημοφιλείς) δημοσιογραφικές πηγές, μία μαζική συγκέντρωση κοινωνικής διαμαρτυρίας που λαμβάνει χώρα μέσα σε πεπερασμένο χρονικό διάστημα και με σεβασμό στον περιβάλλοντα χώρο, είναι διαφορετική περίπτωση από μια αυθαίρετη κατάληψη δημόσιου χώρου, ειδικά μάλιστα αν αυτός φέρει ιδιαίτερο ηθικό και συμβολικό βάρος μη-επιδεχόμενο οποιαδήποτε νοθεία. Ακόμα περισσότερο, αν η κατάληψη οδηγεί σε προφανή αισθητικό ευτελισμό που προσβάλλει την ίδια την εικόνα της χώρας.

3. Λέγεται ότι θα απαγορευθούν δια νόμου οι αυθαίρετες καταλήψεις χώρων που ανήκουν σε εθνικά μνημεία, καθώς και οι συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας στους χώρους αυτούς. Με το πρώτο συμφωνώ απόλυτα (όπως μάλιστα ακούω, συμφωνεί και η συντριπτική πλειοψηφία των ερωτηθέντων σε πρόσφατη δημοσκοπική έρευνα). Με το δεύτερο, εν τούτοις, διαφωνώ κάθετα! Δεν θα μπορούσα να κάνω αλλιώς, αν ήθελα να μείνω συνεπής με τον ίδιο μου τον εαυτό: Το καλοκαίρι του 2015 ήμουν κι εγώ ένας από τους χλευαζόμενους και κατασυκοφαντούμενους «μενουμευρώπηδες» κι «ευρωλιγούρηδες» που ένωναν τις αγωνίες τους για την τύχη της χώρας σε μαζικές συγκεντρώσεις στον «Άγνωστο Στρατιώτη».

Δεν ξέρω αν, τελικά, η χώρα σώθηκε, ή θα έρθουν τώρα να την «σώσουν» κάποιοι που εξακολουθούν να την ονειρεύονται να πέφτει στον γκρεμό. Και ιδιαίτερα κάποιες, παλιές και νεότερες...

Παρασκευή 10 Οκτωβρίου 2025

Αντιμετωπίζοντας την απόρριψη


Θα πρέπει να αποφύγουμε την παγίδα της αυτοαξιολόγησης με κριτήριο την αποδοχή ή την απόρριψη από τους άλλους. Κάτι που μπορεί να συμβεί σε κάθε είδους επαφή, από τα social media ως τις ερωτικές σχέσεις...

Γράφει ο Κώστας Παπαχρήστου

Το πρωί, από συνήθεια ή από ένστικτο, ρίχνουμε μια ματιά στον καθρέφτη. Ίσως ελπίζοντας ότι θα αρέσουμε στον εαυτό μας λίγο περισσότερο από ό,τι την προηγούμενη μέρα, ή ίσως από φόβο ότι θα του αρέσουμε λιγότερο. Σε κάθε περίπτωση - και με την προϋπόθεση ότι ο καθρέφτης δεν είναι παραμορφωτικός - το γεωμετρικό είδωλο του εαυτού μας που βλέπουμε, αρεστό ή όχι, αντανακλά πιστά μια πραγματικότητα. Είναι μία εικόνα που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί.

Κι εδώ εξαντλείται ο κατάλογος των αντικειμενικών κατόπτρων της καθημερινότητάς μας. Γιατί, όλοι οι υπόλοιποι "καθρέφτες" της ζωής μας είναι παραμορφωτικοί. Αφού, το είδωλο του εαυτού μας που μας επιστρέφουν περνά μέσα από υποκειμενικά ανθρώπινα φίλτρα. Είτε πρόκειται για τους λίγους ανθρώπους που έχουμε επιλέξει να βρίσκονται κοντά μας, είτε, ευρύτερα, για το υποσύνολο της κοινωνίας με το οποίο συσχετιζόμαστε.

Είχαμε γράψει παλιότερα [1] για τον κίνδυνο ψυχολογικής εξάρτησης από τις "επιδοκιμασίες" (τα περίφημα "Like") στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης:

Το σύστημα των "επιδοκιμασιών" στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην ανθρώπινη ψυχολογία, αν κάποιος κάνει το λάθος να συνδέσει το αίσθημα της αυταξίας με τις ανταποκρίσεις των χρηστών στις αναρτήσεις του. Πολλοί χρήστες του Facebook βιώνουν αισθήματα αυτοαμφισβήτησης ή και απόρριψης από τον διαδικτυακό κοινωνικό τους χώρο, όταν μειώνεται (για τους όποιους λόγους) η συχνότητα των εισπραττόμενων τεκμηρίων επιδοκιμασίας. Συχνά, μάλιστα, διαδικτυακές "φιλίες" χαλούν εξαιτίας της συστηματικής αμέλειας στην παροχή των απεγνωσμένα επιζητούμενων ψυχολογικών επιβεβαιώσεων μέσω του παντοδύναμου κουμπιού! Ο μηχανισμός των “Like” μπορεί να οδηγήσει στην ανάπτυξη αρνητικής ψυχολογίας σε περίπτωση εθισμού και, τελικά, αποστέρησης της επιδοκιμασίας. Ας αποφύγουμε την παγίδα να διαμορφώσουμε αίσθημα αυταξίας με βάση τον αριθμό των επιδοκιμασιών που εισπράττουμε στα social media. Η αξία των λόγων και των σκέψεών μας δεν κρίνεται από τη δημοφιλία τους σε κάποιο υποσύνολο της κοινωνίας, αλλά από το βάθος της συνειδητότητας που αντιπροσωπεύουν και το μέγεθος της αλήθειας που εκφράζουν...

Οι προσωπικές σχέσεις αποτελούν ξεχωριστή και πολύ περισσότερο ευαίσθητη περίπτωση. Γιατί, αν ένα ηλεκτρονικό προφίλ μπορούμε εύκολα να το διαγράψουμε από τη λίστα των διαδικτυακών "φίλων", δεν είναι το ίδιο εύκολο να διαγράψουμε από τη συνείδησή μας πρόσωπα στα οποία έχουμε καταθέσει ένα (συχνά μεγάλο) μέρος από το συναισθηματικό δυναμικό μας. Κι αυτό ισχύει ιδιαίτερα στις ερωτικές σχέσεις.

Κάποια στιγμή, η άλλη πλευρά αποφασίζει - για τους δικούς της λόγους - να φύγει από τη σχέση. Κι αυτό είναι δυνατό να το εισπράξουμε ως απόρριψη ή ως προδοσία, πράγμα που μπορεί να οδηγήσει σε δυσάρεστες ψυχικές καταστάσεις που κυμαίνονται από αυτο-αμφισβήτηση και αυτο-οίκτο μέχρι έντονο αίσθημα θυμού, ακόμα και μίσους. Το διακύβευμα είναι διπλό: εκτός από το ότι χάνουμε μία ερωτική σχέση, κινδυνεύουμε να χάσουμε και τον ίδιο τον εαυτό μας!

Το αίσθημα της απόρριψης μπορεί να μας παρασύρει σε λανθασμένες θεωρήσεις, τόσο για τον εαυτό μας όσο και για τον άλλον:

1. Συναρτούμε το αίσθημα της αυταξίας μας με τις διακυμάνσεις της βούλησης ενός άλλου ανθρώπου. Έτσι, βιώνουμε αισθήματα αυτοεκτίμησης ή αυτοαπόρριψης, ανάλογα με το αν αυτός ο άλλος επιθυμεί να βρίσκεται με εμάς ή χωρίς εμάς. Με τον τρόπο αυτό γινόμαστε έρμαια των επιλογών ενός ξένου παράγοντα και, κυριολεκτικά, παύουμε να ανήκουμε στον εαυτό μας!

2. Στο αντίθετο άκρο, μετρούμε την αξία κάποιου με κριτήριο το αν μας επιθυμεί ή μας απορρίπτει: "Αφού έφυγε, αποδείχθηκε ότι δεν άξιζε να βρίσκεται στη ζωή μου!" Η θεώρηση αυτή κατά βάση ανάγει την άσκηση ελεύθερης βούλησης σε ηθικό ζήτημα, ενώ αξιολογεί τη φυγή ως παράπτωμα: "Οφείλεις να συνεχίσεις να θέλεις να βρίσκεσαι μαζί μου, αλλιώς είσαι ηθικά κατώτερος από εμένα που εξακολουθώ να σε θέλω!"

Όμως, τι αξία έχει να παραμένει κοντά μας, επειδή "έτσι πρέπει", κάποιος που δεν θα ήθελε να βρίσκεται εκεί; Μία έντιμη φυγή δεν είναι, άραγε, πιο αξιοπρεπής στάση απέναντί μας, σε σύγκριση με μία συμβατική και υποκριτική παραμονή;

Κλείνουμε το σημείωμα με ένα κριτικό (και, κατά μία έννοια, αναθεωρητικό) σχόλιο που αφορά τις λέξεις που χρησιμοποιούμε στην καθημερινή μας επικοινωνία, οι οποίες, αν επιλεγούν με λάθος τρόπο, είναι δυνατό να δημιουργήσουν ή να ενισχύσουν αρνητικά συναισθήματα. Επανεξετάζοντας τις λέξεις που έχουμε ήδη χρησιμοποιήσει σε αυτό το κείμενο, διαπιστώνουμε ότι κάποια από αυτές θα μπορούσε να έχει αυτό ακριβώς το μη-επιθυμητό αποτέλεσμα...

Ερώτηση: Θα πρέπει να μιλάμε για "απόρριψη" όταν αναφερόμαστε σε πρόσωπα και όχι σε αντικείμενα ή ιδέες;

Καταρχάς, απορρίπτουμε (δηλαδή, πετάμε) ένα αντικείμενο όταν δεν το χρειαζόμαστε άλλο. Επίσης, απορρίπτουμε μία ιδέα με την οποία διαφωνούμε, ή μια πρόταση που μας γίνεται αλλά δεν μας ικανοποιεί.

Στην περίπτωση προσώπου, όμως, η χρήση της λέξης "απόρριψη" αντικειμενοποιεί το άτομο με τρόπο υποτιμητικό. Όταν ισχυριζόμαστε ότι κάποιος μας "απορρίπτει", είναι σαν να του αναγνωρίζουμε το δικαίωμα ή το προνόμιο να μας υποβιβάζει στην κατηγορία ενός αχρείαστου πράγματος. Και είμαστε εμείς οι ίδιοι, τελικά, που αδικούμε τον εαυτό μας περισσότερο απ' όσο μας "αδίκησε" κάποιος άλλος με τη φυγή του! (Βέβαια, πραγματική αδικία δεν υφίσταται εκ μέρους του, αφού αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμα κάθε ανθρώπου η επιλογή προσανατολισμού της βούλησής του.)

Εν κατακλείδι, κανείς δεν απορρίπτει κανέναν σε μία ερωτική σχέση. Οι άνθρωποι κυβερνώνται από τις βουλήσεις τους, κι αυτές είναι δυνατό να τους πηγαίνουν σε άλλες κατευθύνσεις όταν αλλάζει η φορά του ανέμου των επιθυμιών τους. Όταν, δηλαδή, ο ερωτικός προσανατολισμός έχει κάνει πια τον κύκλο του και, ενδεχομένως, ζητά να επενδύσει σε νέες εμπειρίες. Είναι (δυστυχώς, αν θέλετε) κανόνας της ζωής που θα πρέπει να τον αποδεχθούμε με πραγματισμό και δίχως αισθήματα θυμού, ηττοπάθειας ή αυτο-οίκτου.

Γιατί - κι αυτό είναι το μήνυμα που θέλουμε να περάσουμε - η φυγή ενός ερωτικού εταίρου αφορά τον ίδιο και μόνο, χωρίς να λέει κάτι για τη δική μας αξία. Και, αν το καλοεξετάσουμε, ούτε για τη δική του!