Πέμπτη 30 Μαρτίου 2023

Η σονάτα του Κρόιτσερ


Όταν ο έρωτας είναι η άλλη όψη του θανάτου (μια ιστορία που θα μπορούσε να είναι αληθινή)...

Γράφει: Κώστας Παπαχρήστου

Ο ιδιοκτήτης της βάρκας δεν πίστευε στα μάτια του. Τόσα λεφτά για ένα σχεδόν σάπιο σκαρί που καιρό τώρα έψαχνε τρόπο να ξεφορτωθεί! Ο αγοραστής δεν ήταν από εκείνους που λένε πολλές κουβέντες. Πλήρωσε χωρίς παζάρια και διαμαρτυρίες το ποσό που του είχε ζητηθεί, χαιρέτησε βιαστικά και μπήκε αμέσως στη βάρκα.

Καθώς ξανοιγόταν στο πέλαγος, «έπαιξε» για μία ακόμα φορά την ταινία της ζωής του τα τελευταία δύο χρόνια. Για μουσική υπόκρουση υπήρχε πάντα ο ήχος από τα κύματα. Και ό,τι έλειπε θα το συμπλήρωνε ο ίδιος – ήταν, εξ άλλου, μουσικός. Έπιασε το έργο από τους τίτλους της αρχής. Κι εκεί το όνομα του σκηνοθέτη δεν ήταν το δικό του. Ήταν αυτό της μοίρας. Με τη μορφή της γυναίκας...

Την είχε πρωτο-αντικρίσει στο Λυκαβηττό, σε μία από τις κοντινές, μικρές «αποδράσεις» του από το ιδιωτικό του στούντιο. Συνόδευε τους μαθητές κάποιου Λυκείου σε μια ημερήσια εκπαιδευτική εκδρομή. Ήταν καθηγήτρια φιλολογίας. Τον είχε ρωτήσει πώς θα βρουν το δρόμο για ένα πολιτιστικό κέντρο που βρισκόταν κάπου εκεί κοντά. Προσφέρθηκε να τους πάει ο ίδιος ως εκεί – δεν είχε, άλλωστε, πολλή δουλειά εκείνη τη μέρα.

Συζητώντας μαζί της στο δρόμο, έμαθε τα πρώτα πράγματα για κείνη. Αγαπούσε τη μουσική, αν και δεν είχε μουσικές γνώσεις. Και, όπως του εκμυστηρεύτηκε, είχε ένα διαχρονικό απωθημένο: να ακούσει τη «σονάτα του Κρόιτσερ», του Μπετόβεν. Της είχε μιλήσει κάποτε γι’ αυτήν ένας καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο, υπό την επίβλεψη του οποίου έκανε τότε μεταπτυχιακές σπουδές.

Είχε απορήσει κι ο ίδιος με το θάρρος του όταν της πρότεινε να περάσει κάποια μέρα από το στούντιό του εκεί στο Λυκαβηττό, να ακούσει επιτέλους τη φοβερή αυτή σονάτα που είχε στοιχειώσει τον Τολστόι! Κι εκείνη είχε δεχθεί αμέσως, με τον άδολο ενθουσιασμό ενός παιδιού.

Πήγε πολλές φορές στο στούντιο μέσα σ’ αυτά τα δύο χρόνια. Και κάθε συνάντησή τους ξεκινούσε με την ακρόαση της σονάτας του Κρόιτσερ, σαν απαραίτητος πρόλογος σε ένα σχεδόν μεταφυσικό τελετουργικό. Στο τέλος, πάνω στη χαλάρωση, μιλούσε για τον εαυτό της. Κι εκείνος ήταν πάντα πρόθυμος να ακούει...

Του είπε για τα οικογενειακά της προβλήματα και για μια ζωή αφυδατωμένη πια από συναισθήματα και συγκινήσεις. Ο γάμος της υπήρξε ένα είδος φυγής από φαντάσματα που την κυνηγούσαν από παλιά. Το πιο μεγάλο από αυτά, όμως, ήταν η μνήμη του καθηγητή. Ναι, θυμήθηκε την περίπτωση, ήταν πρώτο θέμα για καιρό στις εφημερίδες και την τηλεόραση. Καθηγητής της Φιλοσοφίας που είχε χαθεί με τρόπο μυστηριώδη στη θάλασσα. Είχε μόλις αγοράσει μια βάρκα και κάποιος τον είχε δει να ξανοίγεται στο πέλαγος. Η βάρκα δεν βρέθηκε ποτέ...

Κι έτσι πέρασαν δύο χρόνια γεμάτα μουσική, συγκινήσεις και εξομολογήσεις. Μα, όσο εκείνος δενόταν περισσότερο μαζί της, τόσο εκείνη απομακρυνόταν απ’ αυτόν. Οι επισκέψεις της γίνονταν όλο και πιο αραιές και βιαστικές, ενώ και η συγκίνηση απ’ τη μεριά της ολοένα λιγόστευε. Του μίλησε αόριστα για ένα «φορτωμένο πρόγραμμα» και για έναν νέο κύκλο μεταπτυχιακών σπουδών που είχε αποφασίσει να ξεκινήσει. Ώσπου, ξαφνικά, μια μέρα εκείνος βρήκε ένα γράμμα ριγμένο κάτω από την πόρτα του στούντιο.

Ήταν από εκείνη. Ο γραφικός χαρακτήρας δεν πρόδινε ταραχή, δεν φανέρωνε δισταγμό. Η γραφή ήταν σίγουρη, σαν από άτομο συνειδητοποιημένο, αποφασισμένο και ήρεμο. Σαν από άνθρωπο που δεν θα δίσταζε να πατήσει εν ψυχρώ τη σκανδάλη...

Αφού τον ευχαρίστησε (μάλλον τυπικά, ή έτσι του φάνηκε) για όσα «ωραία» είχαν μοιραστεί τα δύο αυτά χρόνια, του αποκάλυψε τους πραγματικούς λόγους που την είχαν φέρει σ’ εκείνον «κατά πρωτόγνωρη, για εκείνη, παράβαση των αρχών της». Ήταν το συναισθηματικό και υπαρξιακό κενό στο οποίο ζούσε εδώ και πολύ καιρό... Ήταν μια υποσυνείδητη ανάγκη εκδίκησης για κάποιον που χρόνια τώρα την καταπίεζε ενώ παράλληλα την υποτιμούσε σαν γυναίκα... Αλλά, πάνω απ’ όλα, ήταν το πάντα ανοιχτό τραύμα του ανεκπλήρωτου που άφησε πίσω της η σχεδόν μυθική μορφή ενός δασκάλου που εκείνη κάποτε πόθησε πολύ, μα δεν μπόρεσε (ίσως δεν πρόλαβε) να κατακτήσει. Τον κέρδισε, τελικά, η θάλασσα, στην οποία εκείνος αυτοθέλητα παρέδωσε ψυχή και σώμα...

Και η σονάτα του Κρόιτσερ, που άκουγαν μαζί σε κάθε τους συνάντηση στο στούντιο, ήταν μια υπερκόσμια γέφυρα που την πήγαινε σ’ εκείνον που της είχε πρωτομιλήσει κάποτε γι’ αυτό το μουσικό έργο. Μα, για να δώσει στον εαυτό της την ψευδαίσθηση της υλικής υπόστασης και της φυσικής παρουσίας του ανθρώπου που αντιπροσώπευε το ανεκπλήρωτο όνειρό της, είχε ανάγκη από ένα μέσο που θα σωματοποιούσε την ιδεατή μορφή του. Ένα εξ ορισμού και κατ’ ανάγκη υποδεέστερο υποκατάστατο, αφού κανείς δεν θα μπορούσε να συγκριθεί με έναν ημίθεο!

Έμεινε πολλές μέρες να κοιτάζει το γράμμα χωρίς να βρίσκει τη δύναμη να το ξαναδιαβάσει. Δεν είχε καν την αυταπάτη μιας υποτιθέμενης παρανόησης που συχνά συμβαίνει στην πρώτη ανάγνωση. Και δεν είχε την παραμικρή διάθεση να εργαστεί, λες και η έμπνευση τον είχε κι εκείνη εγκαταλείψει. Το καπάκι του πιάνου είχε μείνει ανοιχτό, όπως και η παρτιτούρα με τις σπουδές του Σοπέν πάνω στο αναλόγιο...

Όταν κατάφερε, τελικά, να συνέλθει κάπως, πήρε μία λευκή κόλλα χαρτί από το συρτάρι και κάθισε στο τραπέζι ξεβιδώνοντας την πένα του:

«Δεν πρόκειται να σε κατηγορήσω, είτε για τους λόγους που ήρθες, είτε για εκείνους που έφυγες. Αυτές τις μέρες διάβασα τα βιβλία του και κατάλαβα τι διδάχθηκες από εκείνον. Οφείλω να παραδεχθώ πως έχει δίκιο όταν μιλάει για την απόλυτα αδιαπραγμάτευτη ελευθερία και για τα ‘θέλω’ που παραμερίζουν τα ‘πρέπει’. Η βούληση ενός ανθρώπου δεν είναι ιδιοκτησία κανενός άλλου, και η αυτοδιαχείρισή της είναι αυτονόητο ατομικό δικαίωμα που δεν μπορεί να υπόκειται στον παραμικρό ηθικολογικό περιορισμό!

Κάποια στιγμή ένιωσες πως με χρειαζόσουν. Είτε για να ξεπεράσεις τα προσωπικά σου αδιέξοδα και να γεμίσεις το υπαρξιακό σου κενό, είτε για να ζήσεις την ψευδαίσθηση μιας ανεκπλήρωτης εμπειρίας που η ζωή δεν σε είχε αφήσει να γευτείς. Δεν γνωρίζω αν όλα αυτά δεν τα χρειάζεσαι πια, ή αν βρήκες τώρα κάποιον που σου τα εκπληρώνει περισσότερο. Αυτό δεν θα το μάθω ποτέ... Όμως, δεν έχω το δικαίωμα να σε κρίνω. Η ζωή είναι μία τεράστια αγορά προσφοράς και ζήτησης όπου όλα ανταλλάσσονται ελεύθερα με τους πιο συμφέροντες όρους και στην καλύτερη τιμή. Ακόμα και τα ανθρώπινα συναισθήματα. Αν υποτεθεί ότι το είδος υπάρχει ακόμα...

Σε κάποια παλιά ταινία, όπου ο ήρωας της ιστορίας δίνει άνιση μάχη να κερδίσει τη γυναίκα του με αντίπαλο το φάντασμα ενός – υποτίθεται πεθαμένου – παλιού εραστή, ο σύζυγος ομολογεί με απόγνωση ότι η μάχη αυτή είναι ήδη χαμένη. Γιατί, έναν πραγματικό άνθρωπο τον πολεμάς. Έχει αδυναμίες, έχει κακές πλευρές... Ένα όνειρο, όμως; Ένα φάντασμα πώς θα μπορέσεις να το πολεμήσεις; Είναι πιο ζωντανό απ’ την ίδια τη ζωή!

Εγώ αναμετρήθηκα με ένα όνειρο κι έχασα. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να γίνει αφού δεν ήμουν παρά ένα ασήμαντο υποκατάστατό του; Όμως, ακόμα κι έτσι, ίσως και για να περισώσω ό,τι έχει απομείνει – αν έχει απομείνει κάτι – από τον αυτοσεβασμό μου, ας έχω τουλάχιστον τη γενναιότητα να τραβήξω την αναλογία ως το τέλος της. Ο δρόμος για τη δική μου μηδαμινή αθανασία είναι, λοιπόν, ήδη χαραγμένος. Δεν χρειάζεται καν να τον ψάξω στο χάρτη...

Ξέχασα να σου πω, σκέφτηκα να αγοράσω μια βάρκα. Ο τόπος εδώ στη στεριά δεν με χωράει πια, ακόμα και ο Λυκαβηττός πέφτει πάνω μου και με πλακώνει! Βρήκα μία μεταχειρισμένη σε μάλλον καλή τιμή. Βέβαια, η τιμή δεν έχει, τελικά, και τόση σημασία...»

Ακούμπησε το γράμμα δίπλα στο δικό της κι απομακρύνθηκε απ’ το τραπέζι. Άλλωστε, δεν ήξερε διεύθυνση για να το στείλει. Μα, ακόμα κι αν ήξερε δεν θα ξέπεφτε ποτέ σε μια τέτοια μικροπρέπεια που βαθύτερο στόχο θα είχε να την εκθέσει. Άφησε ξεκλείδωτο το στούντιο φεύγοντας, χωρίς να ρίξει μια ματιά πίσω του...

Καθώς ξανοιγόταν τώρα όλο και πιο βαθιά στο πέλαγος, οι μνήμες ξεθώριαζαν, γίνονταν ένα με τις ακτές που ξεμάκραιναν. Ώσπου βίωσε, τελικά, την τρομαχτική εκείνη ηδονή της υπαρξιακής μοναδικότητας στη μέση του απέραντου...

Κανείς δεν ξανάκουσε γι’ αυτόν, κι ούτε η βάρκα του βρέθηκε ποτέ. Μόνο ο άνεμος είναι φορές που φυσά περίεργα σ’ εκείνα τα απόμακρα θαλασσινά τοπία, σχηματίζοντας ήχους απόκοσμους. Δεν παίρνω όρκο, μα κάποια στιγμή, περνώντας με το καράβι, ένιωσα πως άκουσα το σπαραχτικό θέμα του βιολιού απ' τη σονάτα του Κρόιτσερ του Λουδοβίκου Μπετόβεν...




Τετάρτη 29 Μαρτίου 2023

Το χρονικό μιας μοναχικής μέρας...

Στιγμιότυπα από ένα 24-ωρο ζωής σε μία υποβαθμισμένη γειτονιά της Αθήνας...
Γράφει: Κώστας Παπαχρήστου

Την ξύπνησε η μουσική από την τηλεόραση που έπαιζε ακόμα. Αποκοιμήθηκε και την ξέχασε ανοιχτή όλη νύχτα. Ποια νύχτα, δηλαδή, καλό ξημέρωμα ήταν όταν την πήρε ο ύπνος. Δύσκολη υπόθεση έχει γίνει αυτός ο ύπνος, μαρτύριο σωστό μέχρι να έρθει! Και το παντζούρι της μπαλκονόπορτας που τρίζει δεν βοηθά καθόλου να κλείσεις μάτι. Δεν ξέρεις αν είναι ο αέρας ή ο ληστής – και υπάρχουν πολλοί από δαύτους τα τελευταία χρόνια στη γειτονιά. Και θα ‘σαι και τυχερός αν δε σε βρουν μέσα στο σπίτι...

Νύσταζε ακόμα, αλλά έπρεπε να σηκωθεί να πάρει τα φάρμακά της. Ο γιατρός είπε να τα παίρνει ανελλιπώς κάθε πρωί, πριν ακόμα φάει. Μα εκείνη είναι φορές που τα ξεχνάει – η μνήμη, βλέπεις, έχει πια αδυνατίσει. Στην καρτέλα υπήρχε μόνο ένα χάπι. «Πότε τέλειωσε κιόλας μια ολόκληρη καρτέλα με 30 χάπια;» αναρωτήθηκε. Πόσο γρήγορα περνάνε τώρα οι μήνες, ούτε που προλαβαίνεις να τους μετρήσεις!

Πήρε από το ντουλάπι το ποτήρι και άνοιξε τη βρύση. Αυτή στην κουζίνα ήταν εντάξει, μα η βρύση του μπάνιου έσταζε εδώ και καιρό. Εκείνος ήξερε πάντα να διορθώνει τέτοια πράματα, αλλά... ας όψεται η αρρώστια που τον πήρε πριν τρία χρόνια. Κι ο Γιώργης ο υδραυλικός είναι κι αυτός ακριβοθώρητος. Μεγαλοπιάστηκε τώρα, βλέπεις, και καταπιάνεται με μεγάλες δουλειές, για μια βρύση δεν θα κάνει εύκολα τον κόπο...

Στην τηλεόραση, που έπαιζε ακόμα, η ξανθιά παρουσιάστρια έλεγε «σας αγαπώ όλους» κοιτάζοντας με προσποιητή συγκίνηση το φακό. «Εμένα ποιος με αγαπάει;» ρωτήθηκε εκείνη με ένα παράπονο σχεδόν παιδιάστικο. Είναι αλήθεια πως η ζωή τα έφερε να είναι μόνη. Δε φτάνει που έχασε τον άντρα της, τα παιδιά αναγκάστηκαν κι εκείνα να ξενιτευτούν για να βρουν μια δουλειά της προκοπής. Μα και οι κοντινότεροι συγγενείς, όσοι ζουν ακόμα, βρίσκονται χιλιόμετρα μακριά στην επαρχία.

Από λεφτά δεν έχει παράπονο, υπάρχει η σύνταξη από τον μακαρίτη. Άλλωστε, τι έξοδα έχει; Το φαγητό της λιτό, και για καινούργια ρούχα δε νοιάζεται πια και τόσο. Πού θα πάει για να τα βάλει; Όσο για τα φάρμακα, τα γράφει ο γιατρός στο βιβλιάριο. Τι ευγενικό παιδί αυτός ο γιατρός! Της θυμίζει το γιο της που είναι στην Αμερική. Προχθές το βράδυ την είχε πάρει τηλέφωνο. Εκεί, λέει, είχαν ακόμα μεσημέρι...

Με τις μέρες έχει χάσει πια το λογαριασμό. Κατάντησαν να μη διαφέρουν και πολύ η μία από την άλλη. Ευτυχώς υπάρχει πάντα το ημερολόγιο στον τοίχο της κουζίνας. Κάθε πρωί σκίζει το χαρτάκι της προηγούμενης ημερομηνίας, χωρίς να παραλείπει να διαβάσει το ποιηματάκι που είναι τυπωμένο στην πίσω μεριά. Αλλά, καλά που το πρόσεξε: ήταν η μέρα να πάει στην τράπεζα για τη σύνταξη. (Από κομπιούτερ κι όλα αυτά τα μοντέρνα συστήματα δεν έχει ιδέα, ποιος ήξερε τέτοια περίπλοκα πράγματα στην εποχή της;) Κι εκείνος ο ευλογημένος, τράπεζα που είχε διαλέξει να μπαίνουν τα λεφτά! Χάθηκε η άλλη, λίγα στενά από το σπίτι; Έδινε καλύτερο τόκο, της είχε πει. Ήταν προϊστάμενος εκεί κι ένας μακρινός ανιψιός του...

Δοκιμασία μεγάλη κάθε μήνα αυτό το ταξίδι στην τράπεζα. Όχι μόνο εξαιτίας της απόστασης αλλά και για το φόβο των απρόοπτων. Η Αθήνα δεν είναι πια μέρος να ζεις! Πριν μερικά χρόνια έμενε ένας γεράκος στη διπλανή μονοκατοικία. Ήταν κι αυτός μόνος, είχε χάσει τη γυναίκα του από κάποια αρρώστια. Ο γιος του, που δούλευε στη Θεσσαλονίκη, κάθε μήνα του ‘στελνε λίγα χρήματα, ίσα να συμπληρώνει τη σύνταξη που έφτανε – δεν έφτανε για να ζήσει. Κάποια μέρα τον ακολούθησαν δύο καθώς γύριζε από την τράπεζα. Έξω από την πόρτα του σπιτιού του τον χτύπησαν και του τα πήραν. Ώσπου μια άλλη μέρα, που τον πήραν πάλι ξοπίσω, μπήκαν στο σπίτι του πριν τους πάρει είδηση και προλάβει να κλείσει την πόρτα. Για να μην ακούγονται οι φωνές του, του έκλεισαν το στόμα με μισό ρολό χαρτί από το μπάνιο. Πήραν τα λεφτά που είχε πάνω του μαζί με ό,τι άλλο βρήκαν εκεί, και έφυγαν σαν κύριοι. Ο γιος του, που δεν τον εύρισκε στο τηλέφωνο και ανησύχησε, ζήτησε από έναν ξάδερφο να πάει να ρίξει μια ματιά στο σπίτι του γέρου. Τον βρήκε πεθαμένο, με το χαρτί στο στόμα. Είχε πάθει ασφυξία, είπε ο ιατροδικαστής...

Εκείνους τους δύο ξένους τους είχαν δει, έμεναν στη γειτονιά. Όμως, μετά το φονικό εξαφανίστηκαν. Μα οι κλοπές και οι ληστείες δε σταμάτησαν. Και κάθε έξοδος από το σπίτι έμοιαζε πάντα με ρώσικη ρουλέτα για τους αδύναμους...

«Σε ποιον να πεις καλημέρα;» αναρωτήθηκε εκείνη καθώς έβγαινε στο δρόμο. Οι γνώριμοι γείτονες είναι πια λιγοστοί, οι περισσότεροι απ’ αυτούς μεγάλοι κι ανήμποροι, κλεισμένοι τις πιο πολλές ώρες στο σπίτι. Οι παλιότεροι έχουν πεθάνει, ενώ οι πιο νέοι έριξαν μαύρη πέτρα πίσω τους αφού πούλησαν όσο – όσο τα σπίτια τους κι έφυγαν για πάντα από τη γειτονιά. Τώρα εκεί βασιλεύει η ανασφάλεια και ο τρόμος. Τα βράδια γίνονται ως και μαχαιρώματα, κάνα δυο φορές μάλιστα ακούστηκαν και πυροβολισμοί. Τι να σου κάνει κι η αστυνομία; Εδώ κυριαρχούν άλλοι νόμοι, σκληροί κι απάνθρωποι, φερμένοι από άλλα μέρη, μακρινά. Μα ίσως τελικά έτσι να πρέπει. Δε μπορεί, κάτι παραπάνω θα ξέρει ο πρωθυπουργός και ο αρχηγός της αντιπολίτευσης που είπαν τις προάλλες στη Βουλή ότι «στόχος μας είναι η Ελλάδα να γίνει χώρα πολυπολιτισμική»!

Όμως, δεν είναι όλοι οι ξένοι ίδιοι. Δυο στενά πιο κάτω μένει μια οικογένεια. Ο πατέρας δουλεύει σε ένα ψητοπωλείο, η μητέρα καθαρίζει σπίτια. Τα παιδιά πάνε σχολείο και έχουν μάθει τα ελληνικά πιο καλά κι απ’ τα δικά μας. Ο πατέρας λέει πως, αν είναι να ζήσουν και να προκόψουν σ’ αυτή τη χώρα θα πρέπει να μάθουν καλά τη γλώσσα της και να αφομοιώσουν τον πολιτισμό της. Και, τι καλά παιδιά! Κάθε φορά που τη συναντούν στο δρόμο να γυρνά φορτωμένη με τα ψώνια από το σούπερ μάρκετ ή τη λαϊκή, προθυμοποιούνται να της κουβαλήσουν τις σακούλες ως το σπίτι. Και ποτέ δε δέχθηκαν να πάρουν μια δραχμή για τον κόπο τους.

Είναι ώρα τώρα που έχει βραδιάσει. Στην τηλεόραση παίζει μια ελληνική ταινία, ασπρόμαυρη. Την είχε πρωτοδεί στο σινεμά με τα παιδιά, όταν ήταν μικρά. Χρόνια είχε να τη δει... Μετά το σινεμά τα πήγαινε πάντα για σουβλάκια σε μια ταβέρνα κοντά στο σπίτι. Τι ωραία και νόστιμα που τα έφτιαχναν τότε! Και άσε τους ειδικούς να λένε σήμερα πως ο γύρος ήταν ανθυγιεινός, αφού έβαζαν, λέει, μέσα στον κιμά ό,τι μπορεί να βάλει ο νους του ανθρώπου!

Την πήρε ο ύπνος κι αποκοιμήθηκε στον καναπέ. Όταν ξύπνησε, η τηλεόραση έπαιζε ειδήσεις. Τα ίδια και τα ίδια... Κρίμα, έχασε τη μισή ταινία, και δε θυμόταν και πώς τελειώνει. Άντε να κοιμηθεί ξανά τώρα! Είναι κι αυτό το παντζούρι που τρίζει πάλι απόψε... Θαρρείς και ο αέρας το απολαμβάνει σαδιστικά να την τρομάζει! Κι άμα δεν είναι ο αέρας; Μα, ας μην κάνει τέτοιες σκέψεις νυχτιάτικα...

Αυτά τα χάπια που της έχουν συστήσει για τον ύπνο δεν θέλει να τα παίρνει, το πρωί νιώθει λες και είναι κομμένα τα πόδια της. Ίσως διαβάσει κάτι μέχρι να αρχίσει να νυστάζει. Όλα τα βιβλία στη βιβλιοθήκη τα ‘χει διαβασμένα, μερικά όμως έχει καιρό να τα ανοίξει. Θα αρπάξει ένα, έτσι στην τύχη. Σίγουρα θα παίξει και κάτι καλό αργότερα η τηλεόραση. Βάζουν κάθε μέρα παλιές αμερικάνικες ταινίες.

Θα καθίσει έτσι ως αργά. Όμως, τούτη τη φορά το πήρε απόφαση. Το πρωί θα πάρει τηλέφωνο την ξαδέρφη στην Πάτρα, να τη ρωτήσει πώς στα κομμάτια το έμαθε εκείνο το κομπιούτερ και συνομιλεί με τις ώρες με ένα σωρό κόσμο, ακόμα κι ολόκληρη τη νύχτα. Μετά, ποιος νοιάζεται για αϋπνίες!

Σαν ξημέρωσε, σηκώθηκε να ετοιμάσει το πρωινό της και να πάρει τα χάπια της. Έβγαλε απ’ το κουτί μία καινούργια καρτέλα... Λίγο πριν βγει απ’ την κουζίνα, είδε στον τοίχο το ημερολόγιο. Έκανε να σκίσει το χαρτάκι αλλά σαν να το μετάνιωσε. Σε τι θα διέφερε, άλλωστε, αυτή η μέρα από την προηγούμενη, έξω από μια άλλη ημερομηνία; Κινήθηκε προς το σαλόνι, μα ξάφνου κοντοστάθηκε: «Τι να λέει άραγε σήμερα το ποιηματάκι στην πίσω μεριά;»

Ναι, αυτό ίσως έκανε μια κάποια διαφορά από το χθες! Και, σαν τον άσωτο που ξαναγυρνά στο πατρικό ζητώντας συγχώρεση, κινήθηκε πάλι προς την κουζίνα...

(Στην Ιφιγένεια Χ., όπου κι αν βρίσκεται...)

Σάββατο 25 Μαρτίου 2023

«Βρέχει στη φτωχογειτονιά» | Το φάντασμα της «Ταβέρνας του Βασίλη» στα Πετράλωνα

 Το 1961 προβλήθηκε - βάναυσα λογοκριμένο - το νεορεαλιστικό κινηματογραφικό αριστούργημα του Αλέκου Αλεξανδράκη«Συνοικία το Όνειρο». Μία από τις πιο φημισμένες σκηνές της ταινίας γυρίστηκε σε μία ταβέρνα στην οδό Καλλισθένους, στα Πετράλωνα. Τότε λεγόταν «Ταβέρνα του Βασίλη» και ανήκε στον πρώην ποδοσφαιριστή Βασίλη Δεδιώτη. Στην ταινία μπορεί κάποιος να διακρίνει τους κατοίκους της περιοχής (κυρίως πρόσφυγες από την Αττάλεια) να παρακολουθούν από τη τζαμαρία της ταβέρνας τα γυρίσματα της σκηνής όπου πρωτοακούστηκε το «Βρέχει στη φτωχογειτονιά», των Θεοδωράκη - Λειβαδίτη.

Η ταβέρνα είναι εδώ και χρόνια κλειστή - φάντασμα, σήμερα, του ιστορικού παρελθόντος της - και ο εσωτερικός της χώρος είναι άδειος και παρατημένος. Την ανακάλυψα στο τέλος της οδού Καλλισθένους, στην Πλατεία Μερκούρη στα Άνω Πετράλωνα. Η τζαμαρία στέκει ακόμα στη θέση της. Οι πρόσφυγες και η παραγκούπολη στα Ατταλιώτικα, στους πρόποδες του Φιλοπάππου, έχουν πια φύγει...


Παρασκευή 10 Μαρτίου 2023

Η εθνική τραγωδία του πολιτικού μας συστήματος


Γράφει: Κώστας Παπαχρήστου

Πλάι στους τάφους με τα διαμελισμένα πτώματα των επιβατών του μοιραίου τραίνου, θα πρέπει να τοποθετηθεί ένας ακόμα. Για να θάψουμε οριστικά τα τελευταία ίχνη πίστης που επιμέναμε (όσοι επιμέναμε) να διατηρούμε στο πολιτικό σύστημα της χώρας. Ένα σύστημα που, πέρα από την διαχρονική διαχειριστική του ανεπάρκεια, ανέδειξε για μία ακόμα φορά τον αμοραλιστικό κυνισμό που το διαπερνά από το ένα άκρο του ως το άλλο.

Πριν καλά - καλά συνειδητοποιήσουν οι τραγικοί γονείς ότι, μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, η μοίρα είχε αποφασίσει πως δεν θα ξανάβλεπαν ζωντανά τα παιδιά τους, οι κομματικές αποφύσεις του συστήματος έσπευσαν να αποποιηθούν την ευθύνη για την εθνική τραγωδία, ρίχνοντάς την βολικά στους άλλους:

- Είστε κυβέρνηση δολοφόνων!

- Δεν κοιτάτε καλύτερα τι κάνατε εσείς όταν κυβερνήσατε;

- Όταν είχαμε εμείς κάποτε την εξουσία, όλα λειτουργούσαν στην εντέλεια!

Κανείς τους δεν βρήκε το θάρρος να υπερβεί την κομματική του μυωπία ώστε να αντικρίσει κατάματα το αυταπόδεικτο: ότι, χρόνια τώρα το ελληνικό κράτος είναι σοβαρά άρρωστο (είναι μάλλον περιττό να το αναλύσω αυτό) και λειτουργεί περίπου στον "αυτόματο". Δηλαδή, χάρις και μόνο στο αίσθημα καθήκοντος και πατριωτισμού μερικών φιλότιμων ανθρώπων που τιμούν το λειτούργημα που τους ανατέθηκε.

Από την άλλη, νόμοι και κανονισμοί υπάρχουν στα χαρτιά αλλά εφαρμόζονται στην πράξη κατά το δοκούν (αφού ο κρατικός έλεγχος συχνά απουσιάζει), ενώ η αυθαιρεσία τείνει να γίνει συνώνυμη της "κανονικότητας" στη χώρα. Από απλά καθημερινά φαινόμενα όπως η "υποχρέωση" χρήσης μάσκας στα δημόσια μέσα μεταφοράς, που ουδείς ελέγχει αν τηρείται, ως πιο σοβαρά ζητήματα, όπως η απρόσκοπτη παραβίαση του κώδικα οδικής κυκλοφορίας στους δρόμους (τι απέγινε, άραγε, η Τροχαία; μας έχει λείψει τόσο!) και η ανομία στα πανεπιστήμια που, σε πείσμα των ψηφισμένων νόμων του κράτους, καλά κρατεί (αφού το "πανεπιστημιακό άσυλο" ουδέποτε καταργήθηκε στην πράξη).

Για να φτάσουμε, τελικά, στις εγκληματικές "αμέλειες" που οδήγησαν στο πρόσφατο σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη. Ένα τρομακτικό γεγονός που ταρακούνησε τις συνειδήσεις όλων, πλην των κομμάτων εξουσίας (πρώην και νυν). Τα οποία, με πολιτικό κυνισμό και κομματική φιλαυτία, μετρούν πιθανά πολιτικά κόστη και οφέλη...

Αυτό που απαιτείται τώρα είναι να καθίσουν κάτω όλες οι πολιτικές δυνάμεις που φέρουν, αντικειμενικά, την ευθύνη της διακυβέρνησης του τόπου, να εξετάσουν τις χρόνιες δομικές παθογένειες του κράτους ως τις ρίζες τους, και να πάρουν δύσκολες αποφάσεις σε πνεύμα συνεργασίας κι αφήνοντας πίσω τις ανούσιες κομματικές αντιπαραθέσεις. Αν δεν το πράξουν, το αποτέλεσμα θα είναι να απαξιωθεί το πολιτικό σύστημα στο σύνολό του, από τον ίδιο τον λαό που το ανέδειξε. Προς όφελος "αντισυστημικών" κύκλων της ανωμαλίας, που πάντα καραδοκούν...