Απ’ την τζαμόπορτα της παλιάς ταβέρνας στου Κουκάκη (με ήτα!) μπορούσα να βλέπω τα δύο τραπέζια στον πεζόδρομο. Στο ένα καθόταν ένα νέο ζευγάρι – ίσως φοιτητές, ή λίγο μεγαλύτεροι. Ο τύπος ήταν απ’ αυτούς που αντλούν τον αυτοπροσδιορισμό τους από την προσοχή των άλλων. Πριν καθίσουν, είχε μπει στην ταβέρνα με ύφος υπερχειλίζουσας μαγκιάς που κάνει τη γη να τρίζει κάτω απ’ τα πόδια της, επιθεώρησε σχολαστικά τα φαγητά, και έδωσε την παραγγελιά του με σίγουρη και βροντερή φωνή, όπως ταιριάζει σε πραγματικούς επιβήτορες! Τη φωνή της «κότας» που τον συνόδευε, για να είμαι ειλικρινής, δεν την άκουσα ποτέ, φαινόταν όμως να απολαμβάνει την προστατευτική παρουσία του «μάτσο» ιδιοκτήτη της! Δεν αποτέλεσε έκπληξη για μένα το γεγονός ότι, όση ώρα εκών-άκων τους έβλεπα μέσα απ’ την τζαμόπορτα, δεν διέκρινα ούτε υποψία τρυφερότητας ανάμεσα στο αυτάρεσκο θεριό και το καθυποταγμένο φτερωτό του: Εκείνος απλά απολάμβανε το γεύμα του μ’ εκείνο το βαρβαρικό στυλ πρώην πρωθυπουργού στου Μπαϊρακτάρη, ενώ εκείνη κατέβαλλε κάθε δυνατή προσπάθεια να μην τον ενοχλεί!
Στο άλλο τραπέζι το σκηνικό ήταν πολύ διαφορετικό. Ένα ηλικιωμένο ζευγάρι έτρωγε αθόρυβα, φροντίζοντας να κάνουν την παρουσία τους όσο γινόταν πιο διακριτική. Κάθε τόσο, η γυναίκα έσκυβε προς το μέρος του συμπαθέστατου ανθρώπου που καθόταν δίπλα της και τον χάιδευε στοργικά στο κεφάλι και την πλάτη. Εκείνος τότε έγερνε απαλά στον ώμο της και δεχόταν με ευγνωμοσύνη ακόμα μια δόση απ’ τη στοργή της. Ήταν φανερό πως ο άνθρωπος υπέφερε από κάποιο πρόβλημα υγείας που τον καθιστούσε ευάλωτο. Και ήταν εξίσου φανερό πως η γυναίκα του τού πρόσφερε το καλύτερο γιατρικό που υπάρχει στον κόσμο: την αγάπη της!
Δεν ξέρω για ποιο πράγμα ένιωσα περισσότερη θλίψη... Για το ζευγάρι των απόμαχων της ζωής, που έμειναν μόνοι να στηρίζουν ο ένας τον άλλο μπροστά στο τρομαχτικό φάσμα μιας αβέβαιης επόμενης μέρας που κάθε της στιγμή φαντάζει σαν απειλή για το πολύτιμο «μαζί»; Για τον υπερφίαλο νεαρό που νομίζει πως θα βιώνει αιώνια την αυτάρεσκη αίσθηση της δύναμής του, αγνοώντας αφελώς τις σκληρές πραγματικότητες που αποκαλύπτει η ζωή στο διάβα της;
Καθώς έπαιρνα το δρόμο για το σπίτι, δεν απέφυγα τους συμβολικούς συνειρμούς με μια χώρα που, πάνω στην αλαζονική αφέλεια της αυτάρεσκης εθνικής «εφηβείας» της, μεθυσμένη από τη μαγική αυτοεικόνα της «οικονομικής υπερδύναμης των Βαλκανίων», βάδισε με σίγουρα βήματα ως το χείλος της καταστροφής της! Και τώρα, στην όψιμη, καταναγκαστική, αιφνίδια ενηλικίωσή της, θα πρέπει ν’ ανακαλύψει τις άγνωστες γι’ αυτήν αρετές της αυτοσυγκράτησης και της κοινωνικής αλληλεγγύης, σαν μόνους δρόμους για τη σωτηρία...
Και ξάφνου, ήρθαν στο νου μου τα «Αθέατα Σύννεφα», ποιητικό παραλήρημα ενός άγνωστου, «οιονεί ποιητή»:
Τρελοί κι ανυποψίαστοι
διαβήκαμε τους δρόμους του καιρού
έφιπποι στης αθανασίας τ’ αλαζονικό μας
το αυτονόητο,
με έπαρση πολλή κατάματα
τον ήλιο ατενίζοντας
μες στο γαλάζιο, άνεφο ουρανό...
Πώς δεν τα είδαμε που έρχονταν τα σύννεφα;
Πώς δεν ακούσαμε τον κεραυνό από μακριά;
Πώς δε μυρίσαμε στο χώμα τη βροχή;
Τώρα μένω πια μάταια ν’ αναζητώ
τ’ αυτάρεσκα χαμόγελα
της σίγουρής μου αυθάδειας,
τον κόσμο εκείνο το «μηδαμινό»
που έλεγαν μου ανήκε,
την πόρτα πάντα πρόθυμα
χωρίς να με ρωτά
ν’ ανοίγει σαν γυρνώ,
τις μυρωδιές απ’ το φαΐ
ποτέ που δεν ετοίμασα...
Όμως, σα δείτε τα παιδιά
μην τους χαλάτε τ’ όνειρο,
της αυταπάτης το άλογο
μην τ’ αγριεύετε
τόσο ωραίο που μοιάζει το ταξίδι!
Τρελά κι ανυποψίαστα
αφήστε να διαβαίνουνε
τους δρόμους του καιρού
μες στα δικά τους τ’ αλαζονικά
τα «αυτονόητα».
Ώσπου να δουν τα σύννεφα,
ν’ ακούσουν τη βροντή,
την πρώτη να μυρίσουν τη βροχή
κάποια στιγμή στο χώμα...
(Ντίνος Πυργιώτης, ΜΕΤΑ ΤΑ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑ...)
Aixmi.gr