Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2019
Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2019
Μουσική κρυπτογραφία και μινιμαλισμός στην «Πέμπτη Συμφωνία»
Λίγες σκέψεις για ένα μουσικό έργο που περιέχει πολύ περισσότερα από ένα δημοφιλές μουσικό μοτίβο...
Έτος Μπετόβεν το 2020, με την συμπλήρωση 250 χρόνων από την γέννηση του μεγάλου μουσικού. Έτσι, ένα μικρό μουσικολογικό αφιέρωμα είναι ένας ελάχιστος φόρος τιμής σε αυτόν...
Ο Τιτάνας έγραψε εννέα συμφωνίες. Πολλοί θεωρούν, ίσως όχι άδικα, ως κορυφαία την τελευταία του, την Ένατη. Ήταν αυτή, άλλωστε, που άνοιξε το δρόμο στον Σούμπερτ, τον Μπραμς, τον Μπρούκνερ, τον Βάγκνερ, τον Μάλερ, ακόμα και τον Σοστακόβιτς.
Κάποια άλλη συμφωνία του, η Πέμπτη, είναι ιδιαίτερα δημοφιλής λόγω του χαρακτηριστικού εναρκτήριου θέματός της. Ένα θέμα κατά βάση ρυθμικό (όχι μελωδικό) που θα το κωδικοποιούσαμε με την έκφραση «3-1». Δηλαδή, ένα γκρουπ από τρεις νότες (ή, αν προτιμάτε, τρία χτυπήματα) ακολουθούμενο από μία τέταρτη (ίδιας ή μεγαλύτερης διάρκειας) η οποία τονίζεται κάπως, έτσι ώστε να ξεχωρίζει από τις άλλες τρεις:
«παμ-παμ-παμ-ΠΟΜ» ή «παμ-παμ-παμ-ΠΟΟΟΜ»
Αυτό που είναι δύσκολο να συνειδητοποιήσει κάποιος σε πρώτο άκουσμα είναι ότι η Πέμπτη Συμφωνία του Μπετόβεν είναι ένα αριστούργημα μινιμαλιστικής κυκλικής γραφής! Θα τολμούσα να πω, μία σχεδόν μονοθεματική συμφωνία όπου το θέμα, δίκην έμμονης ιδέας (για να θυμηθούμε τον Μπερλιόζ) επαναλαμβάνεται σε όλη την έκταση του έργου. «Μα, όχι», ίσως πει ο αναγνώστης, «το θέμα ακούγεται μόνο στο πρώτο μέρος και – κάπως παραλλαγμένο – στο σκέρτσο, πριν το φινάλε!»
Απαιτούνται πολλές, πάρα πολλές ακροάσεις της «Πέμπτης» για να εντοπίσει κανείς όλες τις παρουσίες αυτού του δαιμονικού «3-1» θέματος, που εμφανίζεται με όλες τις δυνατές του μεταμφιέσεις σε κάθε μέρος, σε κάθε απόσπασμα της φοβερής συμφωνίας. Ακόμα κι εκεί, όμως, που δεν ακούγεται στην κυριολεξία, ο ακροατής το «ακούει» ως αφαίρεση, προβάλλοντάς το ο ίδιος, σχεδόν ασυνείδητα, μέσα από το περιρρέον ορχηστρικό περιβάλλον.
Πολλοί μουσικολόγοι έχουν αμφισβητήσει αυτή την σχεδόν μεταφυσική διάσταση της Πέμπτης Συμφωνίας του Μπετόβεν, με τον ισχυρισμό ότι το βασικό ρυθμικό θέμα της είναι μάλλον κοινότοπο και ακούγεται σε πολλά μουσικά έργα (αναφέρω, ενδεικτικά, το γνωστό γαμήλιο εμβατήριο του Μέντελσον, την Τέταρτη Συμφωνία του Τσαϊκόφσκι, καθώς και την Πέμπτη Συμφωνία του Μάλερ). Προσωπικά πιστεύω ότι οι αναλυτές διστάζουν κατά βάθος να αναγνωρίσουν μία πολύ ιδιαίτερη αρετή σε κάποιο έργο του Μπετόβεν, η οποία θα έδινε στο έργο αυτό ένα μοναδικό συγκριτικό πλεονέκτημα σε σχέση με την ιερή Ένατη Συμφωνία!
Με την μινιμαλιστική γραφή του στην Πέμπτη Συμφωνία, ο Μπετόβεν διδάσκει την τέχνη της μουσικής κρυπτογραφίας. Άνοιξε έτσι τον δρόμο για τις θεματικές μεταμορφώσεις του Λιστ, του Βάγκνερ (τα περίφημα Leitmotiv), του Φρανκ, του Τσαϊκόφσκι, του Στράους (του Ρίχαρντ, φυσικά), ακόμα και του Ραχμάνινοφ.
Η περίπτωση του Τσαϊκόφσκι αξίζει ιδιαίτερη προσοχή. Χτίζει την όπερα «Ντάμα Πίκα» πάνω σε τρία μόλις βασικά θέματα (Leitmotiv), τα οποία όμως μετασχηματίζονται κατά τρόπο ιδιοφυή κατά τη διάρκεια του έργου, σε αντιστοιχία με τον μετασχηματισμό των χαρακτήρων του δράματος (το φινάλε της δεύτερης πράξης είναι ένας μουσικός χαρακτηρισμός της διχασμένης προσωπικότητας). Από μία διαφορετική άποψη, η μουσική κρυπτογραφία ήταν υπαρξιακή ανάγκη για τον Τσαϊκόφσκι, αφού μόνο μέσω των κωδικοποιημένων μηνυμάτων που πρόσφερε μπορούσε ο συνθέτης να εκφράσει ελεύθερα πτυχές της προσωπικότητάς του με τις οποίες δεν ήταν συμφιλιωμένος (και, κατά μία εκδοχή, οδήγησαν στην αυτοκτονία του).
Σημειώνουμε, τέλος, ότι ο μινιμαλισμός του Μπετόβεν στην «Πέμπτη» βασίζεται σε συνεχή μετασχηματισμό μίας πολύ απλής θεμελιώδους ιδέας, και κατά τούτο διαφέρει από τον επαναληπτικό μινιμαλισμό που αναπτύχθηκε κατά τον εικοστό αιώνα (βλ., π.χ., https://www.academia.edu/3490009/REPETITIVE_MINIMALISM_A_HISTORICAL_STYLE_OR_A_PERSPECTIVE_IN_MUSIC). Είναι, θα λέγαμε, μία εμμονική αναζήτηση ψυχικής λύτρωσης που δεν βρίσκει δικαίωση παρά μόνο στις τελευταίες νότες του θριαμβευτικού φινάλε της συμφωνίας.
Χωρίς, λοιπόν, να αμφισβητούμε κατ' ελάχιστον την σημασία της Ένατης Συμφωνίας του Μπετόβεν για την μετέπειτα εξέλιξη της Μουσικής, πιστεύουμε ότι η Πέμπτη Συμφωνία αξίζει να εκτιμηθεί περισσότερο για την επαναστατική πρωτοτυπία της και λιγότερο για την αναμφισβήτητη δημοφιλία της. Ή, τουλάχιστον, όχι απλά και μόνο γι' αυτήν...
Aixmi.gr - ΤΟ ΒΗΜΑ
Έτος Μπετόβεν το 2020, με την συμπλήρωση 250 χρόνων από την γέννηση του μεγάλου μουσικού. Έτσι, ένα μικρό μουσικολογικό αφιέρωμα είναι ένας ελάχιστος φόρος τιμής σε αυτόν...
Ο Τιτάνας έγραψε εννέα συμφωνίες. Πολλοί θεωρούν, ίσως όχι άδικα, ως κορυφαία την τελευταία του, την Ένατη. Ήταν αυτή, άλλωστε, που άνοιξε το δρόμο στον Σούμπερτ, τον Μπραμς, τον Μπρούκνερ, τον Βάγκνερ, τον Μάλερ, ακόμα και τον Σοστακόβιτς.
Κάποια άλλη συμφωνία του, η Πέμπτη, είναι ιδιαίτερα δημοφιλής λόγω του χαρακτηριστικού εναρκτήριου θέματός της. Ένα θέμα κατά βάση ρυθμικό (όχι μελωδικό) που θα το κωδικοποιούσαμε με την έκφραση «3-1». Δηλαδή, ένα γκρουπ από τρεις νότες (ή, αν προτιμάτε, τρία χτυπήματα) ακολουθούμενο από μία τέταρτη (ίδιας ή μεγαλύτερης διάρκειας) η οποία τονίζεται κάπως, έτσι ώστε να ξεχωρίζει από τις άλλες τρεις:
«παμ-παμ-παμ-ΠΟΜ» ή «παμ-παμ-παμ-ΠΟΟΟΜ»
Αυτό που είναι δύσκολο να συνειδητοποιήσει κάποιος σε πρώτο άκουσμα είναι ότι η Πέμπτη Συμφωνία του Μπετόβεν είναι ένα αριστούργημα μινιμαλιστικής κυκλικής γραφής! Θα τολμούσα να πω, μία σχεδόν μονοθεματική συμφωνία όπου το θέμα, δίκην έμμονης ιδέας (για να θυμηθούμε τον Μπερλιόζ) επαναλαμβάνεται σε όλη την έκταση του έργου. «Μα, όχι», ίσως πει ο αναγνώστης, «το θέμα ακούγεται μόνο στο πρώτο μέρος και – κάπως παραλλαγμένο – στο σκέρτσο, πριν το φινάλε!»
Απαιτούνται πολλές, πάρα πολλές ακροάσεις της «Πέμπτης» για να εντοπίσει κανείς όλες τις παρουσίες αυτού του δαιμονικού «3-1» θέματος, που εμφανίζεται με όλες τις δυνατές του μεταμφιέσεις σε κάθε μέρος, σε κάθε απόσπασμα της φοβερής συμφωνίας. Ακόμα κι εκεί, όμως, που δεν ακούγεται στην κυριολεξία, ο ακροατής το «ακούει» ως αφαίρεση, προβάλλοντάς το ο ίδιος, σχεδόν ασυνείδητα, μέσα από το περιρρέον ορχηστρικό περιβάλλον.
Πολλοί μουσικολόγοι έχουν αμφισβητήσει αυτή την σχεδόν μεταφυσική διάσταση της Πέμπτης Συμφωνίας του Μπετόβεν, με τον ισχυρισμό ότι το βασικό ρυθμικό θέμα της είναι μάλλον κοινότοπο και ακούγεται σε πολλά μουσικά έργα (αναφέρω, ενδεικτικά, το γνωστό γαμήλιο εμβατήριο του Μέντελσον, την Τέταρτη Συμφωνία του Τσαϊκόφσκι, καθώς και την Πέμπτη Συμφωνία του Μάλερ). Προσωπικά πιστεύω ότι οι αναλυτές διστάζουν κατά βάθος να αναγνωρίσουν μία πολύ ιδιαίτερη αρετή σε κάποιο έργο του Μπετόβεν, η οποία θα έδινε στο έργο αυτό ένα μοναδικό συγκριτικό πλεονέκτημα σε σχέση με την ιερή Ένατη Συμφωνία!
Με την μινιμαλιστική γραφή του στην Πέμπτη Συμφωνία, ο Μπετόβεν διδάσκει την τέχνη της μουσικής κρυπτογραφίας. Άνοιξε έτσι τον δρόμο για τις θεματικές μεταμορφώσεις του Λιστ, του Βάγκνερ (τα περίφημα Leitmotiv), του Φρανκ, του Τσαϊκόφσκι, του Στράους (του Ρίχαρντ, φυσικά), ακόμα και του Ραχμάνινοφ.
Η περίπτωση του Τσαϊκόφσκι αξίζει ιδιαίτερη προσοχή. Χτίζει την όπερα «Ντάμα Πίκα» πάνω σε τρία μόλις βασικά θέματα (Leitmotiv), τα οποία όμως μετασχηματίζονται κατά τρόπο ιδιοφυή κατά τη διάρκεια του έργου, σε αντιστοιχία με τον μετασχηματισμό των χαρακτήρων του δράματος (το φινάλε της δεύτερης πράξης είναι ένας μουσικός χαρακτηρισμός της διχασμένης προσωπικότητας). Από μία διαφορετική άποψη, η μουσική κρυπτογραφία ήταν υπαρξιακή ανάγκη για τον Τσαϊκόφσκι, αφού μόνο μέσω των κωδικοποιημένων μηνυμάτων που πρόσφερε μπορούσε ο συνθέτης να εκφράσει ελεύθερα πτυχές της προσωπικότητάς του με τις οποίες δεν ήταν συμφιλιωμένος (και, κατά μία εκδοχή, οδήγησαν στην αυτοκτονία του).
Σημειώνουμε, τέλος, ότι ο μινιμαλισμός του Μπετόβεν στην «Πέμπτη» βασίζεται σε συνεχή μετασχηματισμό μίας πολύ απλής θεμελιώδους ιδέας, και κατά τούτο διαφέρει από τον επαναληπτικό μινιμαλισμό που αναπτύχθηκε κατά τον εικοστό αιώνα (βλ., π.χ., https://www.academia.edu/3490009/REPETITIVE_MINIMALISM_A_HISTORICAL_STYLE_OR_A_PERSPECTIVE_IN_MUSIC). Είναι, θα λέγαμε, μία εμμονική αναζήτηση ψυχικής λύτρωσης που δεν βρίσκει δικαίωση παρά μόνο στις τελευταίες νότες του θριαμβευτικού φινάλε της συμφωνίας.
Χωρίς, λοιπόν, να αμφισβητούμε κατ' ελάχιστον την σημασία της Ένατης Συμφωνίας του Μπετόβεν για την μετέπειτα εξέλιξη της Μουσικής, πιστεύουμε ότι η Πέμπτη Συμφωνία αξίζει να εκτιμηθεί περισσότερο για την επαναστατική πρωτοτυπία της και λιγότερο για την αναμφισβήτητη δημοφιλία της. Ή, τουλάχιστον, όχι απλά και μόνο γι' αυτήν...
Aixmi.gr - ΤΟ ΒΗΜΑ
Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2019
Ο ρατσισμός της εικόνας (και ο ρόλος της τηλεόρασης)
Υπάρχει μία μορφή ρατσισμού την οποία είτε δεν μπορούμε, είτε δεν θέλουμε να αντιληφθούμε όταν δεν μας στοχεύει. Από άτομα που εκπροσωπούν την "κουλτούρα" του διαπράχθηκε πρόσφατα μία μέγιστη απρέπεια στα media...
Υπάρχει μία μορφή ρατσισμού που την βιώνουμε ολόγυρά μας καθημερινά, προσπερνώντας την αδιάφορα όταν δεν μας στοχεύει. Αυτοί που τον υφίστανται δεν είναι καν απαραίτητο να έχουν φτάσει στη χώρα διαβαίνοντας τα σύνορά της, πράγμα που ίσως εξηγεί γιατί το μαρτύριό τους ελάχιστα συγκινεί και διεγείρει τα ανθρωπιστικά ανακλαστικά της πλειοψηφίας των κατά δήλωση αντιρατσιστών…
Η σκηνή στην κεντρική πλατεία μεγάλου δήμου της Αττικής. Μία γυναίκα τρέχει να προλάβει στη στάση το ακριβοθώρητο λεωφορείο της περιοχής. Στο παγκάκι της στάσης κάθεται μια παρέα νεαρών, πάνω-κάτω σε ηλικία τρίτης λυκείου. Ξάφνου, ένα πόδι απλώνεται από το παγκάκι. Η γυναίκα σκοντάφτει πάνω του και πέφτει, ενώ την ίδια στιγμή η παρέα ξεσπά σε γέλια και επευφημίες γι’ αυτόν που είχε την φαεινή ιδέα. Η γυναίκα σηκώνεται, μαζεύει ντροπιασμένη τα κομμάτια της και μπαίνει αμίλητη στο λεωφορείο, δευτερόλεπτα πριν κλείσει η πόρτα. Είναι φανερό ότι έχει προ πολλού συμβιβαστεί με την ιδέα πως ανήκει σε κατώτερη «ράτσα». Και δέχεται τις τρικλοποδιές με την ίδια στωικότητα που οι Εβραίοι δέχονταν κάποτε το αστέρι στο πανωφόρι τους…
Λεπτομέρεια: Η γυναίκα δεν ανήκε στους ευνοημένους της Φύσης, αυτούς που θα χαρακτηρίζονταν «ευειδείς». Ήταν αρκετά ευτραφής και τα χαρακτηριστικά της δεν είχαν, γενικά, τίποτα το «ελκυστικό» με βάση τις επιταγές του σύγχρονου σταρ-σύστεμ. Ήταν πλασμένη, θαρρείς, μόνο και μόνο για να πιστοποιεί τον θρίαμβο των εκλεκτών της Φύσης πάνω στους αδικημένους. Θα έλεγα, ήταν το ιδανικό αντι-κάτοπτρο για τον υπερχειλίζοντα ναρκισσισμό της απάνθρωπης εποχής μας…
Το περιστατικό δεν είναι μεμονωμένο. Ανάλογα συμβαίνουν καθημερινά στην Αθήνα (για να περιοριστώ στην πόλη μου). Και όλα, σχεδόν, έχουν ως αυτουργούς νέους ανθρώπους. Κάποιοι από αυτούς, μάλιστα, ίσως κατεβαίνουν και στους δρόμους συμμετέχοντας σε συλλαλητήρια κατά του ρατσισμού και της ξενοφοβίας, αγνοώντας προφανώς ότι ξένος είναι καθένας που βιώνει την αρνητική διάκριση και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Περάσει ή δεν περάσει τα σύνορα της χρεοκοπημένης χώρας...
Μία νέα γενιά, λοιπόν, αναδύεται φέροντας μέσα της τον σπόρο του φασισμού της εικόνας, έτσι όπως η τελευταία επιβάλλεται από τα κέντρα του διεθνούς image making. Και όσοι δεν είναι προικισμένοι με τις ιδιότητες που απαιτούν τα στερεότυπα, οφείλουν να υποβάλλονται σε πόνους και έξοδα ώστε να υπερνικήσουν, κατά το δυνατόν, την ίδια τη βούληση της Φύσης. Ζωή παρά φύσιν, κατά μία έννοια!
Καμία προοδευτική πολιτική δύναμη, καμία ευαίσθητη ανθρωπιστική οργάνωση, κανένα αντιρατσιστικό κίνημα, δεν ασχολήθηκαν ποτέ με αυτό το είδος κοινωνικού ρατσισμού. Και κανείς από αυτούς δεν ανησύχησε για τις αναδυόμενες νοοτροπίες και συμπεριφορές μίας πολύ σκληρής νέας γενιάς σε ό,τι αφορά την αισθητική διαφορετικότητα ή – ακόμα χειρότερα – την φυσική αδυναμία. Στο Τρίτο Ράιχ, θυμίζουμε, αυτές ήταν ιδιότητες που επέσυραν την ποινή του θανάτου!
Από την παγίδα της εικόνας δεν ξέφυγε ούτε η πολιτική. Βλέπουμε πολιτικά κόμματα και δημοτικές παρατάξεις να εμπιστεύονται θέσεις ευθύνης σε πρόσωπα αμφίβολου πολιτικού και κοινωνικού ήθους, με μοναδικό κριτήριο την δημοφιλία τους στο τηλεοπτικό, κυρίως, κοινό. Το πρόσφατο θλιβερό συμβάν που οδήγησε σε μία ηχηρή παραίτηση στον δήμο της Αθήνας έχει ήδη συζητηθεί τόσο πολύ ώστε είναι περιττό να το σχολιάσουμε περαιτέρω. Θα σταθώ, όμως, σε ένα σημείο της υπόθεσης το οποίο αναδεικνύει a posteriori την λανθασμένη επιλογή που έκανε ένας κατά τα άλλα εξαίρετος και πολλά υποσχόμενος νέος τοπικός άρχοντας.
Το πρόσωπο στο οποίο ανατέθηκε η ευθύνη του πολιτιστικού τομέα του μεγαλύτερου δήμου της χώρας προέρχεται από τον χώρο της τηλεόρασης. Και, δυστυχώς, εκπροσωπεί εμφατικά μία κουλτούρα η οποία ελάχιστη ευαισθησία επιδεικνύει (το λέω αρκούντως κομψά...) για ανθρώπινες αδυναμίες που αφορούν το ευειδές της φυσικής παρουσίας ή τις αντοχές που παίρνει μαζί της η νεότητα που φεύγει.
Θεοποίηση «γραμμωτών» και «κοιλιακών»... Χλευασμός για μαλλιά και πόντους που λείπουν, ή κιλά που περισσεύουν... Περιφρόνηση (έως και γελοιοποίηση) για εκείνους που τους πήραν τα χρόνια και δεν διαθέτουν πια το κουράγιο που απαιτεί μία «ολονυκτία»... Ο άνθρωπος που «φορά τις πυτζάμες στο σπίτι» (sic) στέλνεται στα κρεματόρια της ζωής. Τόπο στους «άριους» εκλεκτούς των media!
Η απρέπεια του τρανταχτού γέλιου και της «πλακίτσας» για έναν κατ' ουσίαν βιασμό είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Κάτω από αυτήν κρύβεται ολόκληρη η φιλοσοφία μιας γενικότερης τάσης ευτελισμού της ανθρώπινης αδυναμίας στον χώρο της σημερινής τηλεόρασης. Και θα πρέπει να εξετάσουμε προσεκτικά κατά πόσον σε εκείνους που έχουν συμβάλει στην διαμόρφωση και τη συντήρηση αυτής της τάσης αναλογούν δημόσια αξιώματα που αφορούν τον ίδιο τον πολιτισμό!
Ο ρατσισμός έχει πολλά πρόσωπα. Κάποια, όμως, είναι περισσότερο προβεβλημένα από άλλα. Γι' αυτά τα άλλα, λιγότερο αναγνωρίσιμα πρόσωπα του ρατσισμού θα πρέπει κάποτε να μιλήσουμε ανοιχτά, να ανιχνεύσουμε τα αίτια και τις πηγές τους και να εντοπίσουμε τους κοινωνικούς παράγοντες που, συνειδητά ή όχι, συμβάλλουν στη συντήρηση και τη διάδοσή τους.
Κυρίως, θα πρέπει να πάψουμε να είμαστε επιλεκτικά ευαίσθητοι απέναντι στην υποτίμηση του διαφορετικού, παραβλέποντας διαφορετικότητες που ορίζονται ως τέτοιες όχι σύμφωνα με ανθρώπινες αξίες αλλά με βάση τα προστάγματα ιδιοτελών κατασκευαστών ειδώλων. Αλλιώς, το να δηλώνουμε γενικώς «αντιρατσιστές» συνιστά εμπαιγμό προς την ίδια την έννοια που επικαλούμαστε...
Aixmi.gr
Υπάρχει μία μορφή ρατσισμού που την βιώνουμε ολόγυρά μας καθημερινά, προσπερνώντας την αδιάφορα όταν δεν μας στοχεύει. Αυτοί που τον υφίστανται δεν είναι καν απαραίτητο να έχουν φτάσει στη χώρα διαβαίνοντας τα σύνορά της, πράγμα που ίσως εξηγεί γιατί το μαρτύριό τους ελάχιστα συγκινεί και διεγείρει τα ανθρωπιστικά ανακλαστικά της πλειοψηφίας των κατά δήλωση αντιρατσιστών…
Η σκηνή στην κεντρική πλατεία μεγάλου δήμου της Αττικής. Μία γυναίκα τρέχει να προλάβει στη στάση το ακριβοθώρητο λεωφορείο της περιοχής. Στο παγκάκι της στάσης κάθεται μια παρέα νεαρών, πάνω-κάτω σε ηλικία τρίτης λυκείου. Ξάφνου, ένα πόδι απλώνεται από το παγκάκι. Η γυναίκα σκοντάφτει πάνω του και πέφτει, ενώ την ίδια στιγμή η παρέα ξεσπά σε γέλια και επευφημίες γι’ αυτόν που είχε την φαεινή ιδέα. Η γυναίκα σηκώνεται, μαζεύει ντροπιασμένη τα κομμάτια της και μπαίνει αμίλητη στο λεωφορείο, δευτερόλεπτα πριν κλείσει η πόρτα. Είναι φανερό ότι έχει προ πολλού συμβιβαστεί με την ιδέα πως ανήκει σε κατώτερη «ράτσα». Και δέχεται τις τρικλοποδιές με την ίδια στωικότητα που οι Εβραίοι δέχονταν κάποτε το αστέρι στο πανωφόρι τους…
Λεπτομέρεια: Η γυναίκα δεν ανήκε στους ευνοημένους της Φύσης, αυτούς που θα χαρακτηρίζονταν «ευειδείς». Ήταν αρκετά ευτραφής και τα χαρακτηριστικά της δεν είχαν, γενικά, τίποτα το «ελκυστικό» με βάση τις επιταγές του σύγχρονου σταρ-σύστεμ. Ήταν πλασμένη, θαρρείς, μόνο και μόνο για να πιστοποιεί τον θρίαμβο των εκλεκτών της Φύσης πάνω στους αδικημένους. Θα έλεγα, ήταν το ιδανικό αντι-κάτοπτρο για τον υπερχειλίζοντα ναρκισσισμό της απάνθρωπης εποχής μας…
Το περιστατικό δεν είναι μεμονωμένο. Ανάλογα συμβαίνουν καθημερινά στην Αθήνα (για να περιοριστώ στην πόλη μου). Και όλα, σχεδόν, έχουν ως αυτουργούς νέους ανθρώπους. Κάποιοι από αυτούς, μάλιστα, ίσως κατεβαίνουν και στους δρόμους συμμετέχοντας σε συλλαλητήρια κατά του ρατσισμού και της ξενοφοβίας, αγνοώντας προφανώς ότι ξένος είναι καθένας που βιώνει την αρνητική διάκριση και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Περάσει ή δεν περάσει τα σύνορα της χρεοκοπημένης χώρας...
Μία νέα γενιά, λοιπόν, αναδύεται φέροντας μέσα της τον σπόρο του φασισμού της εικόνας, έτσι όπως η τελευταία επιβάλλεται από τα κέντρα του διεθνούς image making. Και όσοι δεν είναι προικισμένοι με τις ιδιότητες που απαιτούν τα στερεότυπα, οφείλουν να υποβάλλονται σε πόνους και έξοδα ώστε να υπερνικήσουν, κατά το δυνατόν, την ίδια τη βούληση της Φύσης. Ζωή παρά φύσιν, κατά μία έννοια!
Καμία προοδευτική πολιτική δύναμη, καμία ευαίσθητη ανθρωπιστική οργάνωση, κανένα αντιρατσιστικό κίνημα, δεν ασχολήθηκαν ποτέ με αυτό το είδος κοινωνικού ρατσισμού. Και κανείς από αυτούς δεν ανησύχησε για τις αναδυόμενες νοοτροπίες και συμπεριφορές μίας πολύ σκληρής νέας γενιάς σε ό,τι αφορά την αισθητική διαφορετικότητα ή – ακόμα χειρότερα – την φυσική αδυναμία. Στο Τρίτο Ράιχ, θυμίζουμε, αυτές ήταν ιδιότητες που επέσυραν την ποινή του θανάτου!
Από την παγίδα της εικόνας δεν ξέφυγε ούτε η πολιτική. Βλέπουμε πολιτικά κόμματα και δημοτικές παρατάξεις να εμπιστεύονται θέσεις ευθύνης σε πρόσωπα αμφίβολου πολιτικού και κοινωνικού ήθους, με μοναδικό κριτήριο την δημοφιλία τους στο τηλεοπτικό, κυρίως, κοινό. Το πρόσφατο θλιβερό συμβάν που οδήγησε σε μία ηχηρή παραίτηση στον δήμο της Αθήνας έχει ήδη συζητηθεί τόσο πολύ ώστε είναι περιττό να το σχολιάσουμε περαιτέρω. Θα σταθώ, όμως, σε ένα σημείο της υπόθεσης το οποίο αναδεικνύει a posteriori την λανθασμένη επιλογή που έκανε ένας κατά τα άλλα εξαίρετος και πολλά υποσχόμενος νέος τοπικός άρχοντας.
Το πρόσωπο στο οποίο ανατέθηκε η ευθύνη του πολιτιστικού τομέα του μεγαλύτερου δήμου της χώρας προέρχεται από τον χώρο της τηλεόρασης. Και, δυστυχώς, εκπροσωπεί εμφατικά μία κουλτούρα η οποία ελάχιστη ευαισθησία επιδεικνύει (το λέω αρκούντως κομψά...) για ανθρώπινες αδυναμίες που αφορούν το ευειδές της φυσικής παρουσίας ή τις αντοχές που παίρνει μαζί της η νεότητα που φεύγει.
Θεοποίηση «γραμμωτών» και «κοιλιακών»... Χλευασμός για μαλλιά και πόντους που λείπουν, ή κιλά που περισσεύουν... Περιφρόνηση (έως και γελοιοποίηση) για εκείνους που τους πήραν τα χρόνια και δεν διαθέτουν πια το κουράγιο που απαιτεί μία «ολονυκτία»... Ο άνθρωπος που «φορά τις πυτζάμες στο σπίτι» (sic) στέλνεται στα κρεματόρια της ζωής. Τόπο στους «άριους» εκλεκτούς των media!
Η απρέπεια του τρανταχτού γέλιου και της «πλακίτσας» για έναν κατ' ουσίαν βιασμό είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Κάτω από αυτήν κρύβεται ολόκληρη η φιλοσοφία μιας γενικότερης τάσης ευτελισμού της ανθρώπινης αδυναμίας στον χώρο της σημερινής τηλεόρασης. Και θα πρέπει να εξετάσουμε προσεκτικά κατά πόσον σε εκείνους που έχουν συμβάλει στην διαμόρφωση και τη συντήρηση αυτής της τάσης αναλογούν δημόσια αξιώματα που αφορούν τον ίδιο τον πολιτισμό!
Ο ρατσισμός έχει πολλά πρόσωπα. Κάποια, όμως, είναι περισσότερο προβεβλημένα από άλλα. Γι' αυτά τα άλλα, λιγότερο αναγνωρίσιμα πρόσωπα του ρατσισμού θα πρέπει κάποτε να μιλήσουμε ανοιχτά, να ανιχνεύσουμε τα αίτια και τις πηγές τους και να εντοπίσουμε τους κοινωνικούς παράγοντες που, συνειδητά ή όχι, συμβάλλουν στη συντήρηση και τη διάδοσή τους.
Κυρίως, θα πρέπει να πάψουμε να είμαστε επιλεκτικά ευαίσθητοι απέναντι στην υποτίμηση του διαφορετικού, παραβλέποντας διαφορετικότητες που ορίζονται ως τέτοιες όχι σύμφωνα με ανθρώπινες αξίες αλλά με βάση τα προστάγματα ιδιοτελών κατασκευαστών ειδώλων. Αλλιώς, το να δηλώνουμε γενικώς «αντιρατσιστές» συνιστά εμπαιγμό προς την ίδια την έννοια που επικαλούμαστε...
Aixmi.gr
Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2019
Η θέση μας για την υπόθεση "Κατερίνα Γκαγκάκη"
Πολλοί αυτόκλητοι συνήγοροι έσπευσαν να υπερασπιστούν την Κατερίνα Γκαγκάκη. Όλοι μιλούν για το "ήθος της" και το "άμεμπτο παρελθόν της" ως τη στιγμή που έκανε κι αυτή, σαν άνθρωπος, το "ένα λαθάκι που δικαιούταν!"
Υπάρχει, όμως, και μία άλλη όψη του ζητήματος, την οποία δεν είναι εύκολο να παραβλέψουμε...
Σ' αυτή τη χώρα αντιλαμβανόμαστε τις έννοιες όπως μας βολεύει. Ας πούμε, "ρατσιστής" είναι μόνο εκείνος που εκφράζει προβληματισμό για την εκρηκτική αύξηση του μεταναστευτικού. Δεν είναι όμως, π.χ., κάποιος ή κάποια που εκπροσωπεί μία κουλτούρα η οποία χλευάζει δημόσια τα φυσικά χαρακτηριστικά των ανθρώπων, όταν αυτά δεν ταιριάζουν στα πρότυπα "Ντάνος" ή "Σπαλιάρας". Ή, ακόμα χειρότερα, μιλά με περιφρόνηση για εκείνους που τους πήραν κάπως τα χρόνια και δεν διαθέτουν πια τα κουράγια και τη ζωντάνια που έχει το ευκαιριακό "τεκνό"...
Η χυδαιότητα του τρανταχτού γέλιου και η αισχρότητα της "πλακίτσας" για έναν κατ' ουσίαν βιασμό είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Πίσω από αυτά κρύβεται ολόκληρη η υποποιότητα της σημερινής ιδιωτικής τηλεόρασης. Και, σε εκείνους που έχουν συμβάλει σε αυτή την υποποιότητα δεν μπορεί και δεν πρέπει να ανατίθενται δημόσια αξιώματα, ιδιαίτερα αν αυτά αφορούν τον ίδιο τον πολιτισμό.
Από αυτή την άποψη, ο Κώστας Μπακογιάννης έκανε μία λανθασμένη επιλογή, ίσως και επηρεασμένος ως ένα βαθμό από το στενό του περιβάλλον. Συνεχίζουμε, εν τούτοις, να τον εκτιμούμε γιατί πιστεύουμε στο ήθος του και την ειλικρίνεια των προθέσεών του.
Όμως, ας γίνει σε όλους μάθημα η θλιβερή αυτή ιστορία...
Διαβάστε σχετικά:
Το ιστορικό της υπόθεσης
Η παραίτηση
Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2019
Η δύση μιας ζωής στο ελληνικό Ναραγιάμα…
Στην υπέροχη ταινία τού Σοχέι Ιμαμούρα, «Η μπαλάντα του Ναραγιάμα» (1983), οι ηλικιωμένοι κάτοικοι ενός φτωχού ιαπωνικού χωριού τον προ-περασμένο αιώνα οδηγούνται κατά παράδοση σε ένα κοντινό βουνό (Ναραγιάμα) για να περάσουν τις τελευταίες μέρες της ζωής τους, έτσι ώστε να μην επιβαρύνουν, λόγω της ανημπόριας τους, τα παιδιά τους που αγωνίζονται να επιβιώσουν.
Η ιδέα ακούγεται τρομαχτική στα αυτιά μίας σύγχρονης πολιτισμένης κοινωνίας. Ακόμα και σε αυτή την «πολιτισμικά καθυστερημένη» Ελλάδα, τέτοιο βουνό σίγουρα δεν υπάρχει – και μακριά από εμάς τέτοιες απάνθρωπες καταστάσεις! Ή μήπως υπάρχει;
Το κείμενο που ακολουθεί μεταφέρει αυτούσια την εμπειρία αναγνώστη, της οποίας εμπειρίας υπήρξα και προσωπικός μάρτυς έτσι ώστε να ομιλώ «μετά λόγου γνώσεως». Δεν επιχειρεί (το κείμενο) ηθική αξιολόγηση της καταφυγής στον «Ναραγιάμα» – ιδιαίτερα αν αυτή είναι η μόνη, δυστυχώς, λύση που απομένει – αλλά ζητά να φέρει στο φως κάποιες όχι και τόσο φανερές πτυχές της λειτουργίας ενός συστήματος που διαφημιστικά προβάλλεται με συγκινητικές εικόνες αγάπης και φροντίδας, συνοδευόμενες από λόγια γεμάτα συμπόνια και ανθρωπιά...
Η μητέρα του αναγνώστη πλησίαζε τα ενενήντα. Ήταν σχετικά καλά στην υγεία της για την ηλικία της, και διατηρούσε απόλυτη πνευματική διαύγεια. Είχε όμως αρχίσει να εμφανίζει σοβαρά κινητικά προβλήματα λόγω μυϊκής αδυναμίας στα κάτω άκρα, σε βαθμό που να μη μπορεί πλέον να περπατά και, γενικά, να αυτο-εξυπηρετείται χωρίς υποβοήθηση.
Αρχικά, ο αναγνώστης κατέφυγε στη λύση αλλοδαπών οικιακών βοηθών. Και, επί τέσσερα χρόνια «παρέλασαν» από το σπίτι της μητέρας του άτομα κάθε είδους και κάθε ηθικού αναστήματος (μεταξύ αυτών, μία εκδιδόμενη που ασκούσε το «επάγγελμα» κατά τις πολύωρες απουσίες της «για τα ψώνια του σπιτιού», ενώ τις νύχτες έμπαζε στο σπίτι τον προαγωγό της!). Μία τελευταία περίπτωση φάνηκε «λαχείο», αφού επρόκειτο για κάποια γυναίκα που έδειχνε ζήλο για τη δουλειά της και φερόταν σχετικά ανθρώπινα στην ηλικιωμένη. Όταν, όμως, συγκέντρωσε το ποσό που της χρειαζόταν, δήλωσε ξαφνικά ότι θα έπρεπε να γυρίσει στην πατρίδα της «για οικογενειακούς λόγους» (η συνήθης δικαιολογία σε αυτές τις περιπτώσεις).
Μη έχοντας πλέον άλλη λύση, και με βαριά καρδιά και αίσθημα υπέρμετρης ενοχής, ο αναγνώστης αποφάσισε να στραφεί στη λύση μίας κοντινής μονάδας φροντίδας ηλικιωμένων (ΜΦΗ, για συντομία). Είχε καλό όνομα στην περιοχή, και κάποιες προγενέστερες εμπειρίες του αναγνώστη συνηγορούσαν σε αυτό. Η μητέρα του – μία αξιοπρεπέστατη αρχοντογυναίκα – συνεργάστηκε απόλυτα καθώς δεν ήθελε να επιβαρύνει άλλο το παιδί της. Εξ άλλου, είχε και μία καλή σύνταξη που θα της επέτρεπε να πληρώνει στο ακέραιο το όχι ευκαταφρόνητο κόστος της διαμονής στη μονάδα.
Στην αρχή όλα φαίνονταν ιδανικά, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την εικόνα: υψηλής αισθητικής χώρος υποδοχής και, γενικά, ευχάριστη διάθεση και φιλικό περιβάλλον στα μάτια του επισκέπτη. Η ηλικιωμένη γυναίκα δεν παραπονιόταν παρά μόνο για την ποιότητα του φαγητού. Σε ερωτήσεις για τη συμπεριφορά του νοσηλευτικού προσωπικού, απαντούσε πως ήταν όλες «πολύ καλές κοπέλες».
Ώσπου ένα απρόσμενο γεγονός ήρθε να ταράξει το αίσθημα σιγουριάς του αναγνώστη και να τον ωθήσει στο να παρακολουθεί στενότερα τα τεκταινόμενα στην ΜΦΗ. Ήταν ο αιφνίδιος θάνατος μίας άλλης ηλικιωμένης που νοσηλευόταν σε γειτονικό θάλαμο. Η γυναίκα αυτή ήταν πρώην γειτόνισσα του αναγνώστη και τον εμπιστευόταν αρκετά ώστε να του μιλά «εκ βαθέων». Του εκμυστηρεύτηκε, λοιπόν, ότι, έχοντας ζήσει μία ολόκληρη ζωή με αξιοπρέπεια στο σπίτι της, είχε τώρα να αντιμετωπίσει την σκαιή συμπεριφορά κάποιων μελών του νοσηλευτικού προσωπικού. Μάλιστα, έκανε την δυσοίωνη πρόβλεψη ότι δεν επρόκειτο να μακροημερεύσει στο μέρος εκείνο. Πρόβλεψη που, δυστυχώς, σύντομα επαληθεύτηκε. Σημειώνω ότι η γυναίκα αυτή δεν υπέφερε από κάποιο σοβαρό πρόβλημα υγείας. «Έσβησε» απλά από ένα αίσθημα βαθιάς θλίψης που της ήταν αδύνατο να αντέξει. Επισήμως, από ανακοπή...
Δεν πήρε καιρό στον αναγνώστη να διαπιστώσει ότι αποδέκτης παρόμοιων συμπεριφορών ήταν και η ίδια η μητέρα του, από ορισμένες νοσηλεύτριες που δεν έμπαιναν καν στον κόπο να τηρήσουν τα προσχήματα ακόμα και υπό την παρουσία του. Αν ήθελα να δώσω μία μεταφορική περιγραφή του φαινομένου, θα έλεγα ότι φέρονταν στη γυναίκα σαν λοχίες απέναντι σε νεοσύλλεκτο φαντάρο!
Όσοι έχουν σκύλο γνωρίζουν ότι πρέπει να τον βγάζουν βόλτα κάποιες φορές την ημέρα για τις «ανάγκες» του. Και ο σκύλος μαθαίνει πρόθυμα να προσαρμόζεται στο πρόγραμμα αυτό που του επιβάλλει το αφεντικό του. Με τον άνθρωπο, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Ή έτσι, τουλάχιστον, πίστευε ο αναγνώστης ως τη στιγμή που κατάφερε να εκμαιεύσει από την τρομαγμένη μητέρα του την πληροφορία ότι μία νοσηλεύτρια, σε ρόλο αφεντικού ενός «σκύλου», της επέβαλλε πότε θα πήγαινε στο ειδικό μέρος και για πόσο διάστημα (κατά κανόνα ελάχιστο) θα παρέμενε σε αυτό. Σε κάποια περίπτωση, μάλιστα, στην ηλικιωμένη ασκήθηκε βία για να συντομεύσει...
Και, μια και βρίσκω το (αντι-)παράδειγμα του σκύλου εξόχως βολικό για τη συζήτηση, θα συμπληρώσω ότι ο τρόπος με τον οποίο η εν λόγω νοσηλεύτρια σέρβιρε τον δίσκο με το φαγητό στην ηλικιωμένη ήταν πολύ λιγότερο ανθρώπινος από εκείνον με τον οποίο σέρβιρα κάποτε εγώ το αντίστοιχο πιάτο στον σκύλο μου!
Σε αντιστάθμισμα, πάντως, όσων προανέφερα, οφείλω να σημειώσω ότι η πλειοψηφία του νοσηλευτικού προσωπικού στην ΜΦΗ κατέβαλλε προσπάθειες να επιδείξει ανθρώπινη συμπεριφορά και μια κάποια υποψία ζεστασιάς στους ηλικιωμένους. Άρκεσαν, όμως, ένα-δύο κακά πρόσωπα για να διαλύσουν την όποια καλή εικόνα. Πρόσωπα, εν τούτοις, στα οποία έμοιαζε να έχει εκχωρηθεί απεριόριστη εξουσία που έφτανε – θα μπορούσε κάποιος να πει με μια δόση υπερβολής – ως το δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω στους ηλικιωμένους! Κι αυτό επαληθεύτηκε με τον πλέον τραγικό τρόπο στην περίπτωση του αναγνώστη. Σεβόμενος, όμως, την επιθυμία του δεν θα περιγράψω τα γεγονότα που οδήγησαν στον θάνατο της μητέρας του μέσα στην ΜΦΗ...
Έγραψα το σημείωμα όχι τόσο για να καταγγείλω κάποιες από τις συνθήκες λειτουργίας ενός καθαρά κερδοσκοπικού συστήματος που διαχειρίζεται ανθρώπινες ζωές στον δύσκολο δρόμο προς τον τελικό τους σταθμό, όσο για να ενημερώσω και να αφυπνίσω τους συμπολίτες μας που αντιμετωπίζουν προβλήματα όμοια με αυτό του αναγνώστη. Αν κάποιος αναγκαστεί, ως τελική και αναπόφευκτη λύση, να απευθυνθεί σε κάποια ΜΦΗ, ας θυμηθεί ότι η μονάδα αυτή δεν είναι παρά μία επιχείρηση που προσφέρει έναν τύπο υπηρεσιών έναντι αδρής αμοιβής.
Το τραγικό της υπόθεσης έγκειται σε ένα ζήτημα ηθικής φύσης που αφορά την λειτουργική φιλοσοφία ορισμένων ΜΦΗ και, σε μεγάλο βαθμό, διαμορφώνει την συμπεριφορά τους απέναντι στους ηλικιωμένους που φιλοξενούνται εκεί. Θα το διατυπώσω συνοπτικά και με ωμό ρεαλισμό: Κάποιες από τις επιχειρήσεις αυτές (ευτυχώς όχι οι περισσότερες) θεωρούν a priori ότι ο πελάτης εναποθέτει εκεί τον ηλικιωμένο άνθρωπό του για να απαλλαγεί από το βάρος του ώσπου να έρθει το αναμενόμενο τέλος. Ή, για να το κάνω να ακουστεί ακόμα πιο ανατριχιαστικό: Θεωρούν ως δεδομένο ότι κάποιος αφήνει εκεί τον ηλικιωμένο απλά «για να πεθάνει»!
Είναι στην ευθύνη, λοιπόν, των συγγενών να καταστήσουν εξαρχής απόλυτα σαφές στις επιχειρήσεις ότι τέτοιες λογικές πόρρω απέχουν από τις προθέσεις τους, και ότι αυτό που ζητούν είναι ακριβώς να προσφέρουν στους αγαπημένους τους την δυνατότητα να ζήσουν το υπόλοιπο της ζωής τους – πολύ ή λίγο – με ποιότητα και αξιοπρέπεια. Κυρίως, οι συγγενείς πρέπει να αναπτύξουν την ικανότητα να «ακούν» ακόμα και αυτά που οι ηλικιωμένοι, είτε από φόβο είτε από αίσθημα συμβιβασμού, αποφεύγουν να εκφράσουν άμεσα. Και, όταν διαπιστώνουν παραλείψεις ή ανάρμοστες συμπεριφορές, να μη διστάζουν να υπερασπίζονται δυναμικά τους ανθρώπους τους!
Οι ΜΦΗ δεν θα έπρεπε να είναι το ελληνικό «Ναραγιάμα» αλλά η ελληνική απάντηση στο πνεύμα τού Ναραγιάμα! Αν, βέβαια, υπάρχουν ακόμα ελληνικές απαντήσεις σε έναν κόσμο όπου οι ιδιαίτερες πολιτισμικές αξίες ολοένα χάνονται μέσα στην παγκόσμια κρεατομηχανή της ομογενοποίησης. Και έναν κόσμο όπου όλα, πλέον, πουλιούνται κι αγοράζονται. Ακόμα και το δικαίωμα σε ένα αξιοπρεπές τέλος της ζωής...
* Στην Ι.Χ. που, όποτε κι αν έφευγε, πάλι νωρίς θα ήταν...
Aixmi.gr - ΤΟ ΒΗΜΑ
Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2019
Παρασκευή 30 Αυγούστου 2019
Παντελή Χορν: "Το Μελτεμάκι"
Παίζουν: Πέμυ Ζούνη, Γιάννης Μόρτζος, Μελίνα Μποτέλη, Άννα Βαγενά, Ράνια Οικονομίδου, Τάσος Περζικιανίδης
Σκηνοθεσία: Ανδρέας Αντωνιάδης
Σκηνοθεσία: Ανδρέας Αντωνιάδης
Τετάρτη 21 Αυγούστου 2019
Σκοτώνει ο γάμος τον έρωτα;
Αλήθεια ή μύθος ότι «ο γάμος σκοτώνει τον έρωτα»; (Μία όχι απαραίτητα συμβατική προσέγγιση)
Ακούμε συχνά να λέγεται πως «ο γάμος σκοτώνει τον έρωτα». Αν και δεν ανήκω στους φανατικούς υπερασπιστές παραδοσιακών θεσμών, βρίσκω τη φράση το ίδιο παράλογη μ’ εκείνη που λέει πως «το αλκοόλ σκοτώνει»! Το αλκοόλ δεν είναι αφ’ εαυτού του ένα κακό πράγμα: το χρησιμοποιούμε για απολύμανση στις πληγές, ενώ ένα-δύο ποτηράκια κρασί με το φαγητό λέγεται πως κάνουν καλό στην υγεία. Από την άλλη, η οδήγηση υπό την επήρεια της ουσίας μπορεί να αποβεί μοιραία. Το αν το οινόπνευμα είναι «καλό» ή «κακό» εξαρτάται από το πώς το χρησιμοποιούμε.
Με την ίδια ακριβώς λογική, πριν σπεύσουμε να δαιμονοποιήσουμε τον γάμο ως μοναδικό κι αποκλειστικό «φονέα» του έρωτα, θα πρέπει να εξετάσουμε τον τρόπο διαχείρισης του θεσμού από τα ίδια τα συμβαλλόμενα μέρη. Ίσως τότε διαπιστώσουμε ότι η πραγματική παθογένεια του γάμου κρύβεται κάτω από μία θετική του πλευρά, της οποίας όμως γίνεται κακή χρήση: το αίσθημα της σιγουριάς.
Δεν υπάρχει μεγαλύτερος εχθρός του έρωτα από την ψευδαίσθηση του δεδομένου ως αυτονόητου. Την αντίληψη, δηλαδή, πως μόλις η πρώτη σπίθα γίνει φωτιά, όλα παίρνουν νομοτελειακά τον δρόμο τους και η σχέση, με κάποιον μαγικό τρόπο, αυτοσυντηρείται χωρίς να απαιτεί να «ρίχνουμε ξύλα στο τζάκι». Ξεχνούν όμως οι κατ’ όνομα εραστές πως το αίσθημα της βεβαιότητας πρέπει να ανανεώνεται μέσα από διαρκή επανακατάκτηση του ερωτικού εταίρου. Η παράβλεψη αυτής της προϋπόθεσης ευθύνεται σημαντικά για την εξάτμιση του ερωτικού αισθήματος: Θεωρώντας καθένας εκ των δύο εραστών τον άλλον ως «αυτονόητα» δεδομένο, παύει να αποδύεται στον καθημερινό αγώνα να κατακτήσει εξαρχής τον ερωτικό του σύντροφο επιστρατεύοντας τον καλύτερο εαυτό του. Κι αυτή η από μέρα σε μέρα ανανέωση της αίσθησης του «ανήκειν» είναι που αναζωογονεί τη σχέση και την καθιστά βιώσιμη στον χρόνο.
Η μεγαλύτερη παγίδα στον γάμο, σε ό,τι αφορά την επιβίωση του ερωτικού αισθήματος, είναι η σταδιακή μετάλλαξη του «θέλω» σε «πρέπει». Ακούμε συχνά τη φράση-δηλητήριο: «Ο γάμος έχει υποχρεώσεις!» Κι ο ίδιος ο έρωτας, μάλιστα, προβάλλει ως «υποχρέωση» (αναφέρομαι, φυσικά, στη γελοία αντίληψη περί «συζυγικών καθηκόντων»). Έτσι, το αίσθημα της ελεύθερης επιλογής καταπνίγεται προς όφελος του αισθήματος του χρέους. Κι ο έρωτας, ως γνωστόν, δεν ανθεί ποτέ αν του στερήσεις την πιο βασική τροφή του: την ελευθερία!
Ας δούμε, ενδεικτικά, μερικά από τα αντιερωτικά «πρέπει» που ασυλλόγιστα υιοθετούνται κι αρθρώνονται στο πλαίσιο του θεσμού:
– Οφείλεις να με ακολουθείς στις κοινωνικές μου υποχρεώσεις, έστω κι αν δεν αισθάνεσαι βολικά, γιατί δεν θέλω να εμφανίζομαι μόνος / μόνη μου!
– Πρέπει να ρίξεις τη μύτη σου και να πας να παρακαλέσεις. Καλή η αξιοπρέπεια, αλλά τώρα έχεις οικογένεια!
– Δεν πρέπει να ξοδεύεις τόσο χρόνο με τους φίλους / τις φίλες σου. Σε χρειάζεται και το σπίτι!
– Καλά είναι τα χόμπι κι ο ελεύθερος χρόνος, όταν δεν έχεις υποχρεώσεις. Τώρα υπάρχουν άλλες προτεραιότητες!
Ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα «πρέπει», σε ό,τι αφορά την βιωσιμότητα του ερωτικού αισθήματος, είναι η αντίληψη της αναγκαιότητας του «αυτοκόλλητου». Η άποψη, δηλαδή, ότι, σε έναν υγιή γάμο οι δύο εταίροι πρέπει να μοιράζονται την κάθε στιγμή. Θα σταθώ ιδιαίτερα σε ένα ζήτημα που θεωρώ σημαντικό, κι ας μην του έχει δοθεί η πρέπουσα σημασία: Ακούμε συχνά πως μία ασφαλής ένδειξη δυσλειτουργικότητας σε έναν γάμο είναι οι χωριστές κρεβατοκάμαρες. Αν το δεχθούμε ως δόγμα, τότε παραβλέπουμε κάποιες πολύ βασικές παραμέτρους στον ερωτικό μηχανισμό.
Ας σκεφτούμε απλά: Γιατί μία ερωτική σχέση στις αρχικές φάσεις της είναι έντονη και κατορθώνει να κρατά τους εραστές σε εγρήγορση; Διότι η προσβασιμότητα του ενός στον άλλο δεν είναι δεδομένη κι αυτονόητη αλλά αποτελεί προνόμιο που πρέπει διαρκώς να ανανεώνεται. Αυτή η μαγεία της ανανέωσης, όμως, εξανεμίζεται κάτω από μονίμως κοινά κλινοσκεπάσματα. Όπως χαρακτηριστικά άκουσα κάπου να λέγεται, μετά από μερικά χρόνια αγγίζεις ένα παραπλεύρως κείμενο σώμα και δεν διαφέρει πολύ από το ν’ αγγίζεις το δικό σου! Έτσι, η εξ ορισμού κοινή κρεβατοκάμαρα στερεί από τους εραστές την συγκίνηση που προσφέρει η προοπτική του μηδενισμού των αποστάσεων, και την γοητεία της προσπάθειας για συνεχή «κατάκτηση» του ερωτικού συντρόφου.
Μία από τις πλέον νοσηρές παρενέργειες του αισθήματος του δεδομένου στον γάμο είναι το «δικαίωμα» στον αλληλοεξευτελισμό. Δεν βλέπω πια τηλεόραση, αλλά μου μετέφεραν το περιστατικό: Σε talk show ιδιωτικού καναλιού, πριν πολύ καιρό, μία φιλοξενούμενη ακούστηκε να περιγράφει - υπό τα ενθουσιώδη χειροκροτήματα σημαντικού μέρους του γυναικείου ακροατηρίου - την χλευαστική απάντηση που είχε δώσει στον σύζυγό της όταν εκείνος «τόλμησε» να ζητήσει λίγο χρόνο για τον εαυτό του, έξω από τις υποχρεώσεις του σπιτιού. Ομοίως ήρθε εις γνώση μου, παλιότερα, μία σκηνή σε εστιατόριο ξενοδοχείου, όταν ο σύζυγος παρακάλεσε την σύντροφό του να του γεμίσει το πιάτο από τον μπουφέ:
– Πήγαινε φτιάξ' το μόνος σου! Κουλός είσαι;
Δεν λείπουν, βέβαια, και οι συνήθεις χαρακτηρισμοί «άχρηστε», «ανίκανε», «ανώριμε», κλπ., συνοδευόμενοι συχνά από συγκριτικές αναφορές σε άλλα, «αξιότερα» αρσενικά...
Οι άντρες, από τη μεριά τους, έχουν κι εκείνοι τους δικούς τους τρόπους να υποβαθμίζουν τις γυναίκες τους. Για παράδειγμα, δεν παραλείπουν να εκφράσουν ανοιχτά τον θαυμασμό τους για άλλες γυναίκες που, υποτίθεται, πληρούν περισσότερο τα αισθητικά τους κριτήρια, ενώ παράλληλα αποδύονται σε έναν αγώνα διαρκούς επιβεβαίωσης ενός ανδρισμού που μονίμως αναζητά έξωθεν χορηγούμενα "πιστοποιητικά"…
Ατέρμων ο κατάλογος των λαθών που σκοτώνουν το ερωτικό αίσθημα στο πλαίσιο του γάμου. Κορυφαίο όλων, η αντίληψη πως μέσα στον θεσμό ο άλλος αυτοδίκαια γίνεται κτήμα μας. Έτσι, το θεωρούμε φυσικό να απαιτήσουμε να υποκαταστήσει την βούλησή του/της με την δική μας. Ξεχνούμε, εν τούτοις, ότι ο έρωτας απαιτεί δύο ανεξάρτητες, ελεύθερες βουλήσεις για να αναπτυχθεί, ενώ η ύπαρξη μιας μοναδικής βούλησης δεν αντιστοιχεί σε ερωτική σχέση αλλά μάλλον σε αυτοπάθεια.
Τελικά, λοιπόν, αληθεύει ότι ο γάμος σκοτώνει τον έρωτα; Η άποψή μου είναι πως αυτός τούτος ο θεσμός στερείται… δολοφονικών διαθέσεων και μεθοδεύσεων. Είναι η κακοδιαχείριση των ιδιαιτεροτήτων του θεσμού αυτού από τα συμβαλλόμενα μέρη που ευθύνεται για την σταδιακή άμβλυνση, έως και την ολοκληρωτική εξανέμιση, των ερωτικών αισθημάτων. Εις επίρρωση των λεγομένων, θα επικαλεστώ προσωπική μαρτυρία. Έζησα για πολλά χρόνια στην Αμερική κοντά στους Μορμόνους, μία ιδιαίτερα συντηρητική κοινότητα. Οικογένειες με τέσσερα, πέντε ή έξι παιδιά δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο. Εν τούτοις, όσο κι αν ακούγεται απίστευτο, είδα ζευγάρια σε τέτοιες οικογένειες να παραμένουν ερωτευμένα ως τα βαθιά τους γεράματα! Βασικά συστατικά της κοινής ζωής τους, ο αλληλοσεβασμός και η διαρκής ανανέωση της σχέσης με κάθε δημιουργικό τρόπο.
Ο γάμος, λοιπόν, δεν σκοτώνει τον έρωτα αλλά, απλά, ευνοεί συνθήκες αυτοχειρίας του ερωτικού αισθήματος, με ευθύνη των ίδιων των εραστών. Και, θα το πω ωμά: ένας νεκρός από συναισθήματα γάμος δεν έχει λόγους ύπαρξης. Ένας έντιμος και αξιοπρεπής διαχωρισμός είναι σαφώς προτιμότερος και λιγότερο φθοροποιός από έναν διαρκή αλληλοεξευτελισμό και μία ατέρμονη ηθική αλληλοεξόντωση…
Aixmi.gr
Ακούμε συχνά να λέγεται πως «ο γάμος σκοτώνει τον έρωτα». Αν και δεν ανήκω στους φανατικούς υπερασπιστές παραδοσιακών θεσμών, βρίσκω τη φράση το ίδιο παράλογη μ’ εκείνη που λέει πως «το αλκοόλ σκοτώνει»! Το αλκοόλ δεν είναι αφ’ εαυτού του ένα κακό πράγμα: το χρησιμοποιούμε για απολύμανση στις πληγές, ενώ ένα-δύο ποτηράκια κρασί με το φαγητό λέγεται πως κάνουν καλό στην υγεία. Από την άλλη, η οδήγηση υπό την επήρεια της ουσίας μπορεί να αποβεί μοιραία. Το αν το οινόπνευμα είναι «καλό» ή «κακό» εξαρτάται από το πώς το χρησιμοποιούμε.
Με την ίδια ακριβώς λογική, πριν σπεύσουμε να δαιμονοποιήσουμε τον γάμο ως μοναδικό κι αποκλειστικό «φονέα» του έρωτα, θα πρέπει να εξετάσουμε τον τρόπο διαχείρισης του θεσμού από τα ίδια τα συμβαλλόμενα μέρη. Ίσως τότε διαπιστώσουμε ότι η πραγματική παθογένεια του γάμου κρύβεται κάτω από μία θετική του πλευρά, της οποίας όμως γίνεται κακή χρήση: το αίσθημα της σιγουριάς.
Δεν υπάρχει μεγαλύτερος εχθρός του έρωτα από την ψευδαίσθηση του δεδομένου ως αυτονόητου. Την αντίληψη, δηλαδή, πως μόλις η πρώτη σπίθα γίνει φωτιά, όλα παίρνουν νομοτελειακά τον δρόμο τους και η σχέση, με κάποιον μαγικό τρόπο, αυτοσυντηρείται χωρίς να απαιτεί να «ρίχνουμε ξύλα στο τζάκι». Ξεχνούν όμως οι κατ’ όνομα εραστές πως το αίσθημα της βεβαιότητας πρέπει να ανανεώνεται μέσα από διαρκή επανακατάκτηση του ερωτικού εταίρου. Η παράβλεψη αυτής της προϋπόθεσης ευθύνεται σημαντικά για την εξάτμιση του ερωτικού αισθήματος: Θεωρώντας καθένας εκ των δύο εραστών τον άλλον ως «αυτονόητα» δεδομένο, παύει να αποδύεται στον καθημερινό αγώνα να κατακτήσει εξαρχής τον ερωτικό του σύντροφο επιστρατεύοντας τον καλύτερο εαυτό του. Κι αυτή η από μέρα σε μέρα ανανέωση της αίσθησης του «ανήκειν» είναι που αναζωογονεί τη σχέση και την καθιστά βιώσιμη στον χρόνο.
Η μεγαλύτερη παγίδα στον γάμο, σε ό,τι αφορά την επιβίωση του ερωτικού αισθήματος, είναι η σταδιακή μετάλλαξη του «θέλω» σε «πρέπει». Ακούμε συχνά τη φράση-δηλητήριο: «Ο γάμος έχει υποχρεώσεις!» Κι ο ίδιος ο έρωτας, μάλιστα, προβάλλει ως «υποχρέωση» (αναφέρομαι, φυσικά, στη γελοία αντίληψη περί «συζυγικών καθηκόντων»). Έτσι, το αίσθημα της ελεύθερης επιλογής καταπνίγεται προς όφελος του αισθήματος του χρέους. Κι ο έρωτας, ως γνωστόν, δεν ανθεί ποτέ αν του στερήσεις την πιο βασική τροφή του: την ελευθερία!
Ας δούμε, ενδεικτικά, μερικά από τα αντιερωτικά «πρέπει» που ασυλλόγιστα υιοθετούνται κι αρθρώνονται στο πλαίσιο του θεσμού:
– Οφείλεις να με ακολουθείς στις κοινωνικές μου υποχρεώσεις, έστω κι αν δεν αισθάνεσαι βολικά, γιατί δεν θέλω να εμφανίζομαι μόνος / μόνη μου!
– Πρέπει να ρίξεις τη μύτη σου και να πας να παρακαλέσεις. Καλή η αξιοπρέπεια, αλλά τώρα έχεις οικογένεια!
– Δεν πρέπει να ξοδεύεις τόσο χρόνο με τους φίλους / τις φίλες σου. Σε χρειάζεται και το σπίτι!
– Καλά είναι τα χόμπι κι ο ελεύθερος χρόνος, όταν δεν έχεις υποχρεώσεις. Τώρα υπάρχουν άλλες προτεραιότητες!
Ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα «πρέπει», σε ό,τι αφορά την βιωσιμότητα του ερωτικού αισθήματος, είναι η αντίληψη της αναγκαιότητας του «αυτοκόλλητου». Η άποψη, δηλαδή, ότι, σε έναν υγιή γάμο οι δύο εταίροι πρέπει να μοιράζονται την κάθε στιγμή. Θα σταθώ ιδιαίτερα σε ένα ζήτημα που θεωρώ σημαντικό, κι ας μην του έχει δοθεί η πρέπουσα σημασία: Ακούμε συχνά πως μία ασφαλής ένδειξη δυσλειτουργικότητας σε έναν γάμο είναι οι χωριστές κρεβατοκάμαρες. Αν το δεχθούμε ως δόγμα, τότε παραβλέπουμε κάποιες πολύ βασικές παραμέτρους στον ερωτικό μηχανισμό.
Ας σκεφτούμε απλά: Γιατί μία ερωτική σχέση στις αρχικές φάσεις της είναι έντονη και κατορθώνει να κρατά τους εραστές σε εγρήγορση; Διότι η προσβασιμότητα του ενός στον άλλο δεν είναι δεδομένη κι αυτονόητη αλλά αποτελεί προνόμιο που πρέπει διαρκώς να ανανεώνεται. Αυτή η μαγεία της ανανέωσης, όμως, εξανεμίζεται κάτω από μονίμως κοινά κλινοσκεπάσματα. Όπως χαρακτηριστικά άκουσα κάπου να λέγεται, μετά από μερικά χρόνια αγγίζεις ένα παραπλεύρως κείμενο σώμα και δεν διαφέρει πολύ από το ν’ αγγίζεις το δικό σου! Έτσι, η εξ ορισμού κοινή κρεβατοκάμαρα στερεί από τους εραστές την συγκίνηση που προσφέρει η προοπτική του μηδενισμού των αποστάσεων, και την γοητεία της προσπάθειας για συνεχή «κατάκτηση» του ερωτικού συντρόφου.
Μία από τις πλέον νοσηρές παρενέργειες του αισθήματος του δεδομένου στον γάμο είναι το «δικαίωμα» στον αλληλοεξευτελισμό. Δεν βλέπω πια τηλεόραση, αλλά μου μετέφεραν το περιστατικό: Σε talk show ιδιωτικού καναλιού, πριν πολύ καιρό, μία φιλοξενούμενη ακούστηκε να περιγράφει - υπό τα ενθουσιώδη χειροκροτήματα σημαντικού μέρους του γυναικείου ακροατηρίου - την χλευαστική απάντηση που είχε δώσει στον σύζυγό της όταν εκείνος «τόλμησε» να ζητήσει λίγο χρόνο για τον εαυτό του, έξω από τις υποχρεώσεις του σπιτιού. Ομοίως ήρθε εις γνώση μου, παλιότερα, μία σκηνή σε εστιατόριο ξενοδοχείου, όταν ο σύζυγος παρακάλεσε την σύντροφό του να του γεμίσει το πιάτο από τον μπουφέ:
– Πήγαινε φτιάξ' το μόνος σου! Κουλός είσαι;
Δεν λείπουν, βέβαια, και οι συνήθεις χαρακτηρισμοί «άχρηστε», «ανίκανε», «ανώριμε», κλπ., συνοδευόμενοι συχνά από συγκριτικές αναφορές σε άλλα, «αξιότερα» αρσενικά...
Οι άντρες, από τη μεριά τους, έχουν κι εκείνοι τους δικούς τους τρόπους να υποβαθμίζουν τις γυναίκες τους. Για παράδειγμα, δεν παραλείπουν να εκφράσουν ανοιχτά τον θαυμασμό τους για άλλες γυναίκες που, υποτίθεται, πληρούν περισσότερο τα αισθητικά τους κριτήρια, ενώ παράλληλα αποδύονται σε έναν αγώνα διαρκούς επιβεβαίωσης ενός ανδρισμού που μονίμως αναζητά έξωθεν χορηγούμενα "πιστοποιητικά"…
Ατέρμων ο κατάλογος των λαθών που σκοτώνουν το ερωτικό αίσθημα στο πλαίσιο του γάμου. Κορυφαίο όλων, η αντίληψη πως μέσα στον θεσμό ο άλλος αυτοδίκαια γίνεται κτήμα μας. Έτσι, το θεωρούμε φυσικό να απαιτήσουμε να υποκαταστήσει την βούλησή του/της με την δική μας. Ξεχνούμε, εν τούτοις, ότι ο έρωτας απαιτεί δύο ανεξάρτητες, ελεύθερες βουλήσεις για να αναπτυχθεί, ενώ η ύπαρξη μιας μοναδικής βούλησης δεν αντιστοιχεί σε ερωτική σχέση αλλά μάλλον σε αυτοπάθεια.
Τελικά, λοιπόν, αληθεύει ότι ο γάμος σκοτώνει τον έρωτα; Η άποψή μου είναι πως αυτός τούτος ο θεσμός στερείται… δολοφονικών διαθέσεων και μεθοδεύσεων. Είναι η κακοδιαχείριση των ιδιαιτεροτήτων του θεσμού αυτού από τα συμβαλλόμενα μέρη που ευθύνεται για την σταδιακή άμβλυνση, έως και την ολοκληρωτική εξανέμιση, των ερωτικών αισθημάτων. Εις επίρρωση των λεγομένων, θα επικαλεστώ προσωπική μαρτυρία. Έζησα για πολλά χρόνια στην Αμερική κοντά στους Μορμόνους, μία ιδιαίτερα συντηρητική κοινότητα. Οικογένειες με τέσσερα, πέντε ή έξι παιδιά δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο. Εν τούτοις, όσο κι αν ακούγεται απίστευτο, είδα ζευγάρια σε τέτοιες οικογένειες να παραμένουν ερωτευμένα ως τα βαθιά τους γεράματα! Βασικά συστατικά της κοινής ζωής τους, ο αλληλοσεβασμός και η διαρκής ανανέωση της σχέσης με κάθε δημιουργικό τρόπο.
Ο γάμος, λοιπόν, δεν σκοτώνει τον έρωτα αλλά, απλά, ευνοεί συνθήκες αυτοχειρίας του ερωτικού αισθήματος, με ευθύνη των ίδιων των εραστών. Και, θα το πω ωμά: ένας νεκρός από συναισθήματα γάμος δεν έχει λόγους ύπαρξης. Ένας έντιμος και αξιοπρεπής διαχωρισμός είναι σαφώς προτιμότερος και λιγότερο φθοροποιός από έναν διαρκή αλληλοεξευτελισμό και μία ατέρμονη ηθική αλληλοεξόντωση…
Aixmi.gr
Ο συμφωνικός χαρακτήρας της "Ντάμα Πίκα" του Τσαϊκόφσκι
Ακόμα κι όταν συνέθετε όπερες, ο Tchaikovsky ήταν πάντα συμφωνιστής. Ένα καλό παράδειγμα είναι η "Ντάμα Πίκα", η οποία, κατά μία έννοια, είναι μία μεταμφιεσμένη συμφωνία που σε πολλά θυμίζει τις μεγάλες συμφωνικές δομές του Gustav Mahler. Αυτή η "συμφωνία" σε τρία μέρη (πράξεις) και επτά κινήσεις (σκηνές) χτίζεται πάνω σε τρία μουσικά θέματα που λειτουργούν ως Leitmotiv στο οπερατικό επίπεδο. (Έχουμε εδώ μία σημαντική διαφορά από τις όπερες του Wagner, οι οποίες χρησιμοποιούν έναν μεγάλο αριθμό μουσικών θεμάτων που δεν σχετίζονται μεταξύ τους και έτσι δεν μπορούν τυπικά να θεωρηθούν σαν "συμφωνίες".)
Έχω επιλέξει εδώ το τέλος της δεύτερης και της τρίτης πράξης του αριστουργήματος του Tchaikovsky. Στην πρώτη σκηνή ακούγονται και τα τρία Leitmotiv της όπερας και, προς το τέλος της σκηνής αυτής, η αντίθεση ανάμεσα στο θέμα της αγάπης και το θέμα των τριών χαρτιών συμβολίζει τον διχασμό στη σκέψη και τα αισθήματα του Herman. (Είναι, θα λέγαμε, μία μουσική περιγραφή της σχιζοφρένειας!) Στο φινάλε της όπερας (τέλος της δεύτερης σκηνής) το θέμα της αγάπης ακούγεται ξανά, αυτή τη φορά στην εξαγνισμένη του μορφή, μετά την τελική κάθαρση...
Ο Valery Gergiev διευθύνει την Kirov Orchestra της Αγίας Πετρούπολης. Herman ο Gegam Grigorian, Liza η Maria Gulegina, Κόμισσα η Ludmila Filatova.
Έχω επιλέξει εδώ το τέλος της δεύτερης και της τρίτης πράξης του αριστουργήματος του Tchaikovsky. Στην πρώτη σκηνή ακούγονται και τα τρία Leitmotiv της όπερας και, προς το τέλος της σκηνής αυτής, η αντίθεση ανάμεσα στο θέμα της αγάπης και το θέμα των τριών χαρτιών συμβολίζει τον διχασμό στη σκέψη και τα αισθήματα του Herman. (Είναι, θα λέγαμε, μία μουσική περιγραφή της σχιζοφρένειας!) Στο φινάλε της όπερας (τέλος της δεύτερης σκηνής) το θέμα της αγάπης ακούγεται ξανά, αυτή τη φορά στην εξαγνισμένη του μορφή, μετά την τελική κάθαρση...
Ο Valery Gergiev διευθύνει την Kirov Orchestra της Αγίας Πετρούπολης. Herman ο Gegam Grigorian, Liza η Maria Gulegina, Κόμισσα η Ludmila Filatova.
Σάββατο 17 Αυγούστου 2019
Πέμπτη 23 Μαΐου 2019
ΤΟ ΒΗΜΑ - Για τα γενέθλια ενός Γερμανού φιλέλληνα
Παραθέτω ένα μικρό απόσπασμα από την αυτοβιογραφία (*) ενός μεγάλου Γερμανού καλλιτέχνη και φιλέλληνα, ο οποίος έκανε σκοπό της καλλιτεχνικής του δημιουργίας την αναβίωση του αρχαίου ελληνικού δράματος μέσω του λυρικού θεάτρου. Αφορμή παίρνω από την συμπλήρωση έξι χρόνων και δύο αιώνων από την γέννησή του.
«Οι ανταποκρίσεις των εφημερίδων και των περιοδικών από τον αγώνα των Ελλήνων για ανεξαρτησία, μου είχαν προξενήσει φοβερή συγκίνηση. Έτσι, η αγάπη μου για την Ελλάδα, που αργότερα μετατράπηκε σε ενθουσιασμό για τη μυθολογία και την ιστορία της αρχαιότητάς της, πήγασε από το ζωηρό και επώδυνο ενδιαφέρον μου για τα γεγονότα του παρόντος. Στα κατοπινά χρόνια, η ιστορία των αγώνων των Ελλήνων κατά των Περσών μού έφερνε πάντα στο νου τη σύγχρονη επανάσταση κατά των Τούρκων.»
Ο Ρίχαρντ Βάγκνερ (Richard Wagner) γεννήθηκε στη Λειψία στις 22 Μαΐου του 1813 και πέθανε στις 13 Φεβρουαρίου του 1883 στη Βενετία. Μετά απ’ αυτόν, τίποτα στην όπερα – αλλά ίσως και στην Τέχνη γενικότερα – δεν ήταν ίδιο. Έκανε πράξη το όραμά του να συνενώσει όλες τις τέχνες (ποίηση, μουσική, εικαστικές τέχνες…) σε μία ενιαία Τέχνη που θα εμπεριείχε κάθε δυνατή έκφανση του ωραίου.
Σε ό,τι αφορά την όπερα (ορθότερα, «μουσικό δράμα») αναβάθμισε, μεταξύ άλλων, τον ρόλο της ορχήστρας από απλά συνοδευτικό και υποδηλωτικό του ρυθμού (νοοτροπία από την οποία, δυστυχώς, δεν ξέφυγε ούτε ο μεγάλος Βέρντι) σε ρόλο αληθινού φιλοσοφικού σχολιαστή τού επί σκηνής παριστώμενου δράματος, ανάλογου με τον χορό στο αρχαίο ελληνικό θέατρο.
Η υστεροφημία του Βάγκνερ αμαυρώθηκε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο λόγω του ότι ένας παράφρων Γερμανός δικτάτορας, ο οποίος έτυχε να συμπαθεί σε βαθμό ψύχωσης τη μουσική του, επέλεξε να τον καταστήσει εθνικό σύμβολο «απόλυτης γερμανικότητας» στην Τέχνη. Για τον ίδιο λόγο αποδόθηκε, όψιμα, υπέρμετρη σημασία στον φαινομενικό «αντισημιτισμό» του Βάγκνερ. Στην πραγματικότητα, η καταραμένη αυτή ετικέτα – που τον καταδιώκει ακόμα και σήμερα, ιδιαίτερα στο Ισραήλ – βασίζεται, κατά κύριο λόγο, σε ένα γελοίο δοκίμιο («Ο Ιουδαϊσμός στη Μουσική») το οποίο έγραψε για να δώσει διέξοδο στο σύμπλεγμα που τον διακατείχε απέναντι στην «εύκολη» (όπως πίστευε) καλλιτεχνική επιτυχία μεγάλων Εβραίων συνθετών της εποχής του, όπως ο Μέντελσον και ο Μάγερμπεερ.
Εν τούτοις, στον κύκλο του Βάγκνερ θα μπορούσε κάποιος να διακρίνει πολλούς Εβραίους φίλους και συνεργάτες, ενώ ο ίδιος ουδέποτε δέχθηκε να προσυπογράψει αντισημιτικές διακηρύξεις! Είναι αξιοσημείωτο, μάλιστα, ότι ανέθεσε την διεύθυνση της τελευταίας – και, κατά πολλούς, κορυφαίας – όπεράς του, «Πάρσιφαλ», στον νέο και ταλαντούχο Γερμανοεβραίο μαέστρο Χέρμαν Λεβί (με τον οποίο ανέπτυξε και στενή προσωπική φιλία) παρά την έντονη αντίδραση χριστιανικών και αντισημιτικών κύκλων της εποχής (και, ενδεχομένως, την μη-εκφρασμένη αντίθεση της ίδιας του της συζύγου, της Κόζιμα Λιστ).
Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, αυτό που εντυπωσιάζει ιδιαίτερα είναι το γεγονός ότι, σε αντίθεση με πολλούς άλλους φιλέλληνες που αγάπησαν τη χώρα αυτή κυρίως (αν όχι αποκλειστικά) λόγω θαυμασμού για την αρχαιότητά της, ο Βάγκνερ – όπως φαίνεται καθαρά στην αυτοβιογραφία του – στράφηκε στη μελέτη της κλασικής Ελλάδας έχοντας ως αφετηριακό ερέθισμα τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες του σύγχρονού του Ελληνισμού.
Για τον Βάγκνερ, η Ελλάδα αποτελούσε μία ενιαία ιδέα και μια πολιτιστική αξία με απόλυτη ιστορική συνέχεια. Δυστυχώς, τον διέψευσαν οι κατοπινές γενιές των ίδιων των Ελλήνων…
(*) Richard Wagner, “My Life” (αγγλική έκδοση, Cambridge University Press, 1983). Η μετάφραση του αποσπάσματος έγινε από τον γράφοντα.
ΤΟ ΒΗΜΑ
Παρασκευή 3 Μαΐου 2019
Μάτι: Η φονική πυρκαγιά (ΣΚΑΪ, 2/5/2019)
Νέες πτυχές της πύρινης τραγωδίας του περασμένου καλοκαιριού στην ανατολική Αττική αποκαλύπτει το ντοκιμαντέρ «Μάτι: Τα ντοκουμέντα μιλούν», μια μεγάλη έρευνα του Αλέξη Παπαχελά για την τηλεόραση του ΣΚΑΪ.
Η ολιγωρία και τα λάθη των αρμοδίων, οι μαρτυρίες αλλά και οι συγκλονιστικές τηλεφωνικές συνομιλίες πολιτών προς τις αρχές, συνθέτουν το δραματικό σκηνικό που εκτυλίχθηκε τη μοιραία νύχτα της 23ης Ιουλίου, κοστίζοντας τη ζωή σε 101 ανθρώπους...
Η ολιγωρία και τα λάθη των αρμοδίων, οι μαρτυρίες αλλά και οι συγκλονιστικές τηλεφωνικές συνομιλίες πολιτών προς τις αρχές, συνθέτουν το δραματικό σκηνικό που εκτυλίχθηκε τη μοιραία νύχτα της 23ης Ιουλίου, κοστίζοντας τη ζωή σε 101 ανθρώπους...
Κυριακή 21 Απριλίου 2019
"Safety Last" | Harold Lloyd (1923)
Ο Harold Lloyd (1893 – 1971) ήταν, μαζί με τους Charlie Chaplin και Buster Keaton, ένας από τους τρεις μεγάλους κωμικούς του αμερικανικού "βωβού" κινηματογράφου. Η θρυλική ταινία "Safety Last" (1923) - λογοπαικτικό αντίθετο της έκφρασης "safety first", δηλαδή, η ασφάλεια πάνω απ' όλα - ισορροπεί αριστοτεχνικά ανάμεσα στην κωμωδία ευρημάτων και το θρίλερ που, κυριολεκτικά, κόβει την ανάσα του θεατή! Συμπρωταγωνιστεί η Mildred Davis, σύζυγος του Lloyd.
Η ταινία διακωμωδεί, θα λέγαμε, το αμερικανικό όνειρο της γρήγορης "επιτυχίας" (και του συνακόλουθου πλουτισμού) λίγα χρόνια πριν ξεσπάσει στην Αμερική το φοβερό "κραχ" του 1929. Η σκηνή όπου ο Lloyd κρέμεται από ένα ρολόι στον τοίχο ενός πολυώροφου κτιρίου, είναι από τις διασημότερες στην ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου!
Η ταινία διακωμωδεί, θα λέγαμε, το αμερικανικό όνειρο της γρήγορης "επιτυχίας" (και του συνακόλουθου πλουτισμού) λίγα χρόνια πριν ξεσπάσει στην Αμερική το φοβερό "κραχ" του 1929. Η σκηνή όπου ο Lloyd κρέμεται από ένα ρολόι στον τοίχο ενός πολυώροφου κτιρίου, είναι από τις διασημότερες στην ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου!
Τετάρτη 17 Απριλίου 2019
Ένα "νι" έχει κι η ντροπή!
Πριν αποφασίσετε να δείτε την - σε στάδιο προετοιμασίας ευρισκόμενη - ταινία του Γαβρά, καλό θα είναι να θυμηθείτε ποιο είναι το πρόσωπο που η ταινία επιχειρεί να ηρωοποιήσει, μετατρέποντας έναν κυνικό, υπερφίαλο και νάρκισσο τυχοδιώκτη σε ρομαντικό ιδεολόγο επαναστάτη που, ως νέος Siegfried στο Götterdämmerung, τόλμησε να τα βάλει μόνος του με δυνάμεις πιο μεγάλες από εκείνον - και έπεσε ηρωικώς μαχόμενος!
Γιατί, κάποιοι δεν θα ξεχάσουμε τον δόλιο τρόπο με τον οποίο μας αποκοίμισε βεβαιώνοντας ότι οι τράπεζες δεν πρόκειται να κλείσουν, αφού κάτι τέτοιο δεν ήταν, δήθεν, θεσμικά προβλεπόμενο. Και βρεθήκαμε για μέρες κυριολεκτικά να πεινάμε, μετρώντας τα ψιλά στο πορτοφόλι για ένα κουλούρι ή μία τυρόπιτα την ημέρα, αφού έπρεπε να εξοικονομήσουμε και το τελευταίο ευρώ για άλλες ανάγκες σημαντικότερες κι απ' την τροφή (όπως ανελαστικά ιατρικά έξοδα). Κάποιοι που, ως γνήσια κορόιδα, δεν είχαμε φροντίσει ποτέ να βγάλουμε κάρτες ή, έστω, να μαζέψουμε λίγα χρήματα κάτω απ' το στρώμα...
Δεν θα ξεχάσουμε τον αυτάρεσκο κομπασμό του «Αγάπη μου, έκλεισα τις τράπεζες» (“Honey, I just shut the banks”) και τον κυνισμό με τον οποίο απάντησε στον Αντώνη Σρόιτερ, όταν ο τελευταίος τον ρώτησε τι θα γίνει με τους ηλικιωμένους που, μέσα στην αφόρητη ζέστη του καλοκαιριού, ταλαιπωρούνταν με τις ώρες στις ουρές έξω απ’ τις τράπεζες...
Δεν θα ξεχάσουμε την απόγνωση και το κλάμα ενός ανθρώπου προχωρημένης ηλικίας, που μάταια εκλιπαρούσε στην τράπεζα για λίγα μετρητά, ρωτώντας, ρητορικά, «Πώς θα ζήσουμε εγώ κι η γυναίκα μου;»...
Και, δεν θα ξεχάσουμε τις ανοργασμικές κυράτσες που έβγαιναν και τον αποθέωναν στα social media ως οιονεί ανεκπλήρωτο της ερωτικά άνυδρης ζωής τους, ρίχνοντας έτσι περισσότερα ξύλα στη φωτιά της ματαιοδοξίας του!
Όχι, γι' αυτό το ελεεινό δείγμα "ακαδημαϊκού" τσαρλατανισμού και πολιτικής δηθενιάς δεν αξίζει να σπαταληθεί δημόσιο χρήμα. Ακόμα και η αξία μιας τυρόπιτας από κείνες που μας κράτησαν στη ζωή το εφιαλτικό καλοκαίρι του 2015.
Το παρακάτω κείμενο γράφτηκε ένα χρόνο μετά...
Τα capital controls και τα κορόιδα...
Κυριακή 14 Απριλίου 2019
Σιλουέττες (1967)
Σενάριο - Σκηνοθεσία: Κωστής Ζώης
Μουσική: Νίκος Μαμαγκάκης
Πρωταγωνιστές: Πέρυ Ποράβου, Νικηφόρος Νανέρης, Χρήστος Τσάγκας, Μάρτιν Μάρσαλ, Αθανασία Συγγελάκη, Χρήστος Ζορμπάς, Πάνος Γκιόκας
Μουσική: Νίκος Μαμαγκάκης
Πρωταγωνιστές: Πέρυ Ποράβου, Νικηφόρος Νανέρης, Χρήστος Τσάγκας, Μάρτιν Μάρσαλ, Αθανασία Συγγελάκη, Χρήστος Ζορμπάς, Πάνος Γκιόκας
Παρασκευή 12 Απριλίου 2019
Agatha Christie: "Ποντικοπαγίδα" (1976)
Μετάφραση: Νίκος Γκάτσος
Παίζουν οι ηθοποιοί: Κατερίνα Βασιλάκου, Θανάσης Μυλωνάς, Γιώργος Χριστοδούλου, Ντόρα Βολανάκη, Νίκος Βασταρδής, Πέρυ Ποράβου, Γιώργος Μπάρτης, Γιάννης Ευαγγελίδης, Λουκιανός Ροζάν
Σκηνοθεσία: Σπύρος Μηλιώνης
Παίζουν οι ηθοποιοί: Κατερίνα Βασιλάκου, Θανάσης Μυλωνάς, Γιώργος Χριστοδούλου, Ντόρα Βολανάκη, Νίκος Βασταρδής, Πέρυ Ποράβου, Γιώργος Μπάρτης, Γιάννης Ευαγγελίδης, Λουκιανός Ροζάν
Σκηνοθεσία: Σπύρος Μηλιώνης
Πέμπτη 4 Απριλίου 2019
Δευτέρα 25 Μαρτίου 2019
Τρίτη 12 Μαρτίου 2019
Δευτέρα 11 Μαρτίου 2019
Είναι πολιτικά ορθές οι επέτειοι για την Γυναίκα;
Τα χρόνια μου στην Αμερική, το υπερατλαντικό τηλεφώνημα ήταν μία αναγκαία πολυτέλεια (ξέρω, το σχήμα ακούγεται οξύμωρο!). Ειδικά, αν δεν αφορούσε πρακτικά ζητήματα αλλά απλή ανάγκη έκφρασης.
Έτσι, μια Κυριακή της Άνοιξης, λίγα δολάρια θυσιάζονταν πάντα για τις καθιερωμένες ευχές στη «Γιορτή της μητέρας». Και, για λίγα λεπτά της ώρας, η Ελλάδα φάνταζε λιγότερο μακριά από μερικές χιλιάδες πραγματικά μίλια στον χάρτη...
Πολλά χρόνια αργότερα, έχοντας ήδη επιστρέψει στην τριτοκοσμική βάση μου, έμαθα για την «Ημέρα της γυναίκας», η οποία πρόσφατα γιορτάστηκε παγκοσμίως. Τον Μάρτιο του 2012, μάλιστα, αναρωτήθηκα με κείμενο στο «Βήμα» κατά πόσον η γιορτή αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί πως φέρει υποκρυπτόμενα ρατσιστικά χαρακτηριστικά που κατ’ ουσίαν μειώνουν την υπόσταση του τιμώμενου (υποτίθεται) προσώπου!
Μία σχετικά πρόσφατη προσθήκη στο κλαμπ των προοδευτικών εννοιών είναι εκείνη της «πολιτικής ορθότητας» (political correctness). Σκοπός του σχετικού δόγματος είναι η απάλειψη – σε επίπεδο ρητορείας και έκφρασης γνώμης, τουλάχιστον – κάθε είδους διάκρισης στο σώμα της κοινωνίας. Μία από τις διακρίσεις απορρέει από ένα σοβαρό ατόπημα της ίδιας της Φύσης, η οποία, για να διασφαλίσει την συνέχεια των περισσότερων έμβιων όντων και, εν προκειμένω, του ανθρώπου, χώρισε το ανθρώπινο είδος σε δύο κατηγορίες με τα κωδικά ονόματα «Άνδρας» και «Γυναίκα» (τα παραθέτω κατ’ αλφαβητική σειρά ώστε να είμαι πολιτικά ορθός).
Αυτό που μαθαίνει κανείς ακούγοντας δημόσιες τοποθετήσεις φωτισμένων προοδευτικών της εποχής, είναι ότι ο διαχωρισμός των ανθρώπων στη βάση των φύλων είναι «τεχνητός». Το φύλο (ακόμα και το κατά πόσον αληθινά υφίσταται αυτό ως ατομικό χαρακτηριστικό) είναι, μας λέγουν, υπόθεση αυτοπροσδιορισμού και όχι βιολογικής και ληξιαρχικής ταυτοποίησης. Επί πλέον, η έννοια του γονέα (θυμίζω: από το ρήμα «γίγνομαι») έχει τώρα λάβει την «σωστή» της ερμηνεία ως κάποιου που (συν-)ασκεί γονική μέριμνα.
Έτσι, κατά τις επιταγές της πολιτικής ορθότητας, οι «απηρχαιωμένες» και «αδόκιμες» λέξεις «μητέρα» και «πατέρας» αντικαθίστανται πλέον από τις (όχι απαραίτητα αντίστοιχες κατά την σειρά) «Γονέας 1» και «Γονέας 2». Και, επειδή η αντίληψη της γυναίκας ως εν δυνάμει φυσικού γεννήτορα είναι πολιτικά μη ορθή, κάθε τι που αναφέρεται στη γυναίκα με βιολογικούς όρους θα πρέπει να αποφεύγεται.
Ευνόητο είναι, λοιπόν, ότι η «Γιορτή της μητέρας» θα πρέπει άμεσα να καταργηθεί ως κατάφωρα παραβιάζουσα την πολιτική ορθότητα. Επί πλέον, η σκοπιμότητα ύπαρξης της «Ημέρας της γυναίκας» θα πρέπει να επανεξεταστεί, στη βάση της νεότερης αντίληψης ότι η έννοια «γυναίκα» αφορά έναν υποκειμενικό αυτοπροσδιορισμό και όχι μία έχουσα αντικειμενική υπόσταση ανθρώπινη ιδιότητα.
Πιστεύω, εν τούτοις, ότι θα πρέπει να εξαιρεθούν των αυστηρών κανόνων της πολιτικής ορθότητος γνωμικά όπως «αρχή άνδρα δείκνυσι» (Βίας ο Πριηνεύς – Σοφοκλής), «πόλεμος πάντων πατήρ» (Ηράκλειτος) και «πυρ, γυνή και θάλασσα» (Μένανδρος), καθώς και λαϊκότροπες εκφράσεις του τύπου «αχ, μάνα μου!» και «ο Γιώργος είναι μανούλα σ’ αυτά!». Και εξακολουθώ (καταχρηστικά ίσως) να θεωρώ ως πολιτικά ορθό τόσο το «Μάνα Κουράγιο» του Μπρεχτ, όσο και «Το δαχτυλίδι της μάνας» (όπερα) του Μανώλη Καλομοίρη.
Αντίθετα, ουδεμία εξαίρεση στην επιβολή πολιτικής ορθότητας θα πρέπει να υπάρξει για όσα ακούν στα γήπεδα οι δύστυχοι διαιτητές ποδοσφαίρου για πολύ αγαπημένο τους συγγενικό πρόσωπο. Ακόμα και από τους οπαδούς της ομάδας μου, της ΑΕΚ!
Αχ, η Γονέας 2 Φύση σε τι μπερδέματα μας έβαλε...
Aixmi.gr
Τρίτη 5 Μαρτίου 2019
Ζώντας τη μοναξιά της μεγαλούπολης…
Διπρόσωπη αυτή η πόλη... Ενώνει τους λαούς του κόσμου σε μία παγκόσμια μάζωξη προσκυνήματος στα απομεινάρια ενός (πεθαμένου πια) πολιτισμού. Και, την ίδια στιγμή, μοιάζει με απέραντη θάλασσα από μοναχικότητες για κάποιους που, σχεδόν μαζοχιστικά, επιμένουν να ζουν σε αυτή. «Άνθρωποι μονάχοι», όπως λένε οι υπέροχοι στίχοι του αξέχαστου Γιάννη Καλαμίτση. Που το βαθύτερο νόημά τους ανέδειξε η ιδιοφυής μουσική ενός άλλου Γιάννη – του Σπανού!
Καθώς «ξεσκόνιζα» παλιά αρθρογραφία (ξέρετε, όπως ψαχουλεύει κανείς παλιά ντουλάπια με ξεχασμένα αντικείμενα, μήπως βρει κάτι χρήσιμο) έπεσα πάνω σε ένα κείμενό μου στο «Βήμα», γραμμένο το καλοκαίρι του 2012 – μια εποχή πολιτικά ταραγμένη, τότε που γεννιόνταν προσδοκίες και χτίζονταν αυταπάτες...
Ήταν ένα στιγμιότυπο από μια νυχτερινή περιδιάβαση στα στενά της Πλάκας. Την προσοχή μου είχε τραβήξει τότε μία γυναίκα με μάλλον αδιάφορο παρουσιαστικό, που συμβόλιζε και συμπύκνωνε, θα έλεγε κανείς, όλη τη μοναχικότητα σ’ αυτή την (α)φιλόξενη πόλη. Και το σκηνικό με είχε παραπέμψει (δεν θυμάμαι πώς) σε μία διαφορετική – θα έλεγα, «πολιτικοποιημένη» – εικόνα της μοναξιάς, όπως την είχε περιγράψει μια νέα ποιήτρια που έχει βάναυσα αδικήσει τον εαυτό της...
Παραθέτω το άρθρο όπως εμφανίστηκε στο «Βήμα». Το ποίημα στο τέλος είναι τωρινή προσθήκη στο κείμενο.
--------------------------------
Η μοναξιά της μεγαλούπολης...
Όχι, κόντρα στις προκλήσεις των καιρών, δεν θα πολιτικολογήσω! Εκτός κι αν η λέξη «πολιτική» αφορά – στην πλέον στοιχειώδη και πρωτογενή αντίληψη του όρου – την ίδια την πόλη μου. Μια πόλη που, μες απ’ τις αδιόρατες λεπτομέρειές της, αποκαλύπτει συχνά την συναρπαστική τραγικότητά της…
Κάνοντας πρόσφατα την συνηθισμένη, καθαρτήρια νυχτερινή βόλτα στην Πλάκα, πρόσεξα τη σιλουέτα μιας νέας γυναίκας. Αδιάφορη για τη ζωή που έσφυζε ολόγυρά της απ’ τις παρέες χαρούμενων τουριστών, ήταν επικεντρωμένη στο αντικείμενο της δικής της, μοναδικής ίσως αγάπης: τις γάτες! Θαρρείς και τις αναζητούσε μία-μία, σε κάθε δρόμο, σε κάθε αυλή, να τους πει ένα γλυκόλογο για καληνύχτα, μια καληνύχτα που ίσως δεν θα ‘θελε να μοιραστεί με κανέναν άλλον…
Σκέφτηκα τότε πως, αν μου ζητούσαν να εικονογραφήσω τη μοναξιά της μεγαλούπολης, δεν θα χρειαζόταν παρά να ζητήσω απ’ αυτή τη γυναίκα να μου επιτρέψει να τη φωτογραφίσω. Άντεξα, όμως, στον πειρασμό κι αρκέστηκα να χαμογελάσω διακριτικά και να συνεχίσω προς του Μακρυγιάννη…
Στο δρόμο θυμήθηκα το περί μοναξιάς εξαίρετο ποίημα της Σίσσυς Δουτσίου (το παραθέτω πιο κάτω). Μια μοναξιά που, μέσα απ’ το ιδιότυπο ιδεολογικό πρίσμα αυτής της ποιήτριας, ανάγεται σε βαθύτατα πολιτική έννοια που, βιωμένη ως αίσθημα, αποτελεί κινητήρια δύναμη – αν όχι και προϋπόθεση – για την επανάσταση!
Προσωπικά, δεν διέκρινα καμία επαναστατική διάθεση στην τραγική φιγούρα της μοναχικής γυναίκας στην Πλάκα. Μόνο παραίτηση από – ίσως ακόμα και απέχθεια για – μια κοινωνικότητα που αφήνει πίσω της πληγές. Και η μόνη επανάσταση για τον μοναχικό άνθρωπο της κάποτε φιλόξενης αυτής πόλης είναι, εν τέλει, η αντίστασή του ενάντια στην ίδια του την αδυναμία να αποδεχθεί τη μοναξιά του…
Η ίδια μοναξιά
Της Σίσσυς Δουτσίου
Η ίδια μοναξιά.
Ο ίδιος πόνος
σε όλες τις μητροπόλεις του κόσμου.
Κορίτσια μόνα τους με κοντές φτηνιάρικες φούστες
αγορασμένες από την China Town.
Αγόρια που ζητιανεύουνε λίγα σεντς
μέσα στα παγωμένα βαγόνια της Νέας Υόρκης
και όλοι οι συνεπιβάτες με κομμένα δάχτυλα σφιγμένα μέσα στις τσέπες τους
έτοιμοι να συρθούν στο μικρό τους διαμέρισμα.
Ουρανοξύστες και πολυώροφες πολυκατοικίες.
Ανθρώπινα κορμιά αλυσοδεμένα στις ταράτσες ψηλών κτηρίων
ενώ η γη συνεχίζει να πλανιέται στο διάστημα.
Ενώ η γη συνεχίζει να πλανιέται στο διάστημα
ένα άτονο βλέμμα συνεχίζει να στέκεται πίσω από τα παράθυρα
και να κοιτάζει τον πολυσύχναστο δρόμο.
Σε όλες τις μητροπόλεις του κόσμου
η μοναξιά είναι ίδια.
Ιδρύματα, σχολεία, τράπεζες, δημοτικά γραφεία,
μανάδες αποξενωμένες
κλεισμένες στα διαμερίσματα τους με κόκκινα μάτια
γεμάτες ανία για το σήμερα
και αγωνία για το αύριο.
Ένας πολιτισμός που εστιάζει
στην απόλαυση της ιδιώτευσης.
Η μοναξιά είναι ίδια.
Μετανάστες, πρόσφυγες, άστεγοι
με θλιμμένα μάτια
όλα τα υπάρχοντα τους σε μια μαύρη σακούλα σκουπιδιών.
Η μοναξιά είναι ίδια.
Εκατοντάδες ράγες υπόγειων τρένων
έτοιμες να ξεκοιλιάσουν
οποιαδήποτε χαρά, οποιαδήποτε ευτυχία.
Η μοναξιά είναι ίδια
καθώς οι ατμομηχανές
ανασαίνουν ασταμάτητα.
Καθώς οι ατμομηχανές ανασαίνουν ασταμάτητα
τα όνειρα μας πεθαίνουν από ασφυξία στους αχανής δρόμους της Wall Street.
Η μοναξιά είναι ίδια σε όλες τις μητροπόλεις του κόσμου.
Με στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών
και με στρατόπεδα συγκέντρωσης σύγχρονων εργατών
εργατικές κατοικίες δίπλα σε βενζινάδικα και εστιατόρια
σε ιδιωτικές λεωφόρους έτοιμες προς πώληση.
Η μοναξιά είναι ίδια
στο πρωινό ξύπνημα του δημόσιου υπαλλήλου στο Λονδίνο
και στο πρωινό ξύπνημα του ιδιωτικού υπαλλήλου στο Βερολίνο.
Η μοναξιά είναι η ίδια
στο απελπισμένο χαμόγελο των εξεγερμένων
και στις ελπίδες των φυλακισμένων.
Η μοναξιά είναι η ίδια
στους τάφους των αναρχικών συντρόφων στο Σικάγο
και στους τάφους των δολοφονημένων συντρόφων στην Αθήνα.
Η μοναξιά του ανέφικτου.
Η μοναξιά της αμέτρητης συμπόνιας.
Η μοναξιά του σκλάβου που θέλει να επαναστατήσει.
Η μοναξιά είναι η ίδια μέχρι να νικήσουμε.
Όσο η γη πλανιέται στο διάστημα
θα σχεδιάζουμε την απελευθέρωσή μας.
Όσο η γη πλανιέται στο διάστημα
είμαστε ελεύθεροι.
Η μοναξιά είναι η ίδια
όσο συνεχίζουμε να είμαστε δούλοι.
Όσο η γη πλανιέται στο διάστημα θα
σχεδιάζουμε την απελευθέρωσή μας.
http://ecstaticpoetrysemeli.blogspot.com/2010/10/blog-post_31.html
Aixmi.gr - ΤΟ ΒΗΜΑ
Παρασκευή 1 Μαρτίου 2019
Σάββατο 12 Ιανουαρίου 2019
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)