Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2025

Πεθαίνει ο έρωτας μέσα στον γάμο; Ή μήπως αυτοκτονεί;


Πεθαίνει από φυσικά αίτια ο έρωτας μέσα στον γάμο; Ή μήπως αυτοκτονεί λόγω συνειδητής αμέλειας; (Μια αντισυμβατική ανάλυση.)

Γράφει ο Κώστας Παπαχρήστου

Ακούμε συχνά να λέγεται πως «ο γάμος σκοτώνει τον έρωτα». Προσωπικά, βρίσκω τη φράση το ίδιο παράλογη με εκείνη που λέει πως «το αλκοόλ σκοτώνει»! Το αλκοόλ δεν είναι αφ’ εαυτού του ένα κακό πράγμα: το χρησιμοποιούμε για αντισηψία στις πληγές, ενώ ένα-δύο ποτηράκια κρασί με το φαγητό λέγεται πως κάνουν καλό στην υγεία. Από την άλλη, η οδήγηση υπό την επήρεια της ουσίας μπορεί να αποβεί μοιραία. Το αν το οινόπνευμα είναι «καλό» ή «κακό» εξαρτάται από το πώς το χρησιμοποιούμε.

Με την ίδια ακριβώς λογική, πριν σπεύσουμε να ενοχοποιήσουμε τον γάμο ως «φονέα» του έρωτα, θα πρέπει να εξετάσουμε τον τρόπο διαχείρισης του θεσμού από τα ίδια τα συμβαλλόμενα μέρη. Ίσως τότε διαπιστώσουμε ότι η πραγματική παθογένεια του γάμου κρύβεται κάτω από μία θετική του πλευρά, της οποίας όμως γίνεται κακή χρήση: το αίσθημα της σιγουριάς.

Δεν υπάρχει μεγαλύτερος εχθρός του έρωτα από την ψευδαίσθηση του δεδομένου ως αυτονόητου. Την αντίληψη, δηλαδή, πως μόλις η πρώτη σπίθα γίνει φωτιά, όλα παίρνουν νομοτελειακά τον δρόμο τους και, με κάποιον μαγικό τρόπο, η σχέση  αυτοσυντηρείται χωρίς να απαιτεί να «ρίχνουμε ξύλα στο τζάκι». Έτσι, θεωρώντας καθένας εκ των δύο εραστών τον άλλον ως «αυτονόητα» δεδομένο, παύει να αποδύεται στον καθημερινό αγώνα να κατακτήσει εξαρχής τον ερωτικό του σύντροφο επιστρατεύοντας τον καλύτερο εαυτό του. Και είναι αυτή η από μέρα σε μέρα ανανέωση του ερωτικού αισθήματος που αναζωογονεί τη σχέση και την καθιστά βιώσιμη στον χρόνο!

Η μεγαλύτερη παγίδα στον γάμο, σε ό,τι αφορά την συναισθηματική του συνέχεια, είναι η σταδιακή μετάλλαξη του «θέλω» σε «πρέπει». Ακούμε συχνά τη φράση – δηλητήριο: «Ο γάμος έχει υποχρεώσεις!» Κι ο ίδιος ο έρωτας, μάλιστα, προβάλλει ως «υποχρέωση» (αναφέρομαι, φυσικά, στη γελοία αντίληψη περί «συζυγικών καθηκόντων»). Έτσι, το αίσθημα της ελεύθερης επιλογής καταπνίγεται προς όφελος του αισθήματος του χρέους. Κι ο έρωτας, ως γνωστόν, δεν ανθεί ποτέ αν του στερήσεις την πιο βασική τροφή του: την ελευθερία!

Ένα από τα πιο αντιερωτικά «πρέπει» είναι εκείνο που αντιλαμβάνεται τον θεσμό ως κοινωνική βιτρίνα που επιβάλλει κοινωνική συμμετοχή:

– Οφείλεις να με ακολουθείς στις κοινωνικές / συγγενικές μου υποχρεώσεις, έστω και αν δεν αισθάνεσαι βολικά. Τι θα πουν αν με δουν να εμφανίζομαι μόνος / μόνη μου;

Όμως, χάριν του γάμου «πρέπει» να θυσιάζονται και μερικά από εκείνα που κάποτε έδιναν στο άτομο ψυχικές ανάσες:

– Καλά είναι τα χόμπι κι ο ελεύθερος χρόνος, όταν δεν έχεις υποχρεώσεις. Τώρα υπάρχουν άλλες προτεραιότητες!

Ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα «πρέπει», σε ό,τι αφορά την βιωσιμότητα του ερωτικού αισθήματος, είναι η αντίληψη της αναγκαιότητας του «αυτοκόλλητου». Η άποψη, δηλαδή, ότι, σε έναν υγιή γάμο οι δύο εταίροι πρέπει να μοιράζονται την κάθε στιγμή. Θα σταθώ ιδιαίτερα σε ένα ζήτημα που θεωρώ σημαντικό, κι ας μην του έχει δοθεί η πρέπουσα σημασία: Ακούμε συχνά πως μία ασφαλής ένδειξη δυσλειτουργικότητας σε έναν γάμο είναι οι χωριστές κρεβατοκάμαρες. Αν το δεχθούμε ως δόγμα, τότε παραβλέπουμε κάποιες πολύ βασικές παραμέτρους στον ερωτικό μηχανισμό.

Ας σκεφτούμε απλά: Γιατί μία ερωτική σχέση στις αρχικές φάσεις της είναι έντονη και κατορθώνει να κρατά τους εραστές σε εγρήγορση; Διότι η προσβασιμότητα του ενός στον άλλο δεν είναι δεδομένη κι αυτονόητη αλλά αποτελεί προνόμιο που πρέπει διαρκώς να ανανεώνεται. Αυτή η μαγεία της ανανέωσης, όμως, εξανεμίζεται κάτω από μονίμως κοινά κλινοσκεπάσματα. Όπως χαρακτηριστικά άκουσα κάπου να λέγεται, μετά από μερικά χρόνια αγγίζεις ένα παραπλεύρως κείμενο σώμα και δεν διαφέρει πολύ από το ν’ αγγίζεις το δικό σου! Έτσι, η εξ ορισμού κοινή κρεβατοκάμαρα στερεί από τους εραστές την συγκίνηση που προσφέρει η προοπτική του μηδενισμού των αποστάσεων, και την γοητεία της προσπάθειας για συνεχή «κατάκτηση» του ερωτικού συντρόφου.

Μία από τις πλέον νοσηρές παρενέργειες του αισθήματος του δεδομένου στον γάμο είναι το «δικαίωμα» στον αλληλοεξευτελισμό. Δεν βλέπω πια τηλεόραση, αλλά μου μετέφεραν το περιστατικό: Σε talk show ιδιωτικού καναλιού, πριν πολύ καιρό, μία φιλοξενούμενη ακούστηκε να περιγράφει - υπό τα ενθουσιώδη χειροκροτήματα σημαντικού μέρους του γυναικείου ακροατηρίου - την χλευαστική απάντηση που είχε δώσει στον σύζυγό της όταν εκείνος «τόλμησε» να ζητήσει λίγο χρόνο για τον εαυτό του, έξω από τις υποχρεώσεις του σπιτιού. Ομοίως ήρθε εις γνώση μου, παλιότερα, μία σκηνή σε εστιατόριο ξενοδοχείου, όταν ο σύζυγος παρακάλεσε την σύντροφό του να του γεμίσει το πιάτο από τον μπουφέ:

– Πήγαινε φτιάξ' το μόνος σου! Κουλός είσαι;

Δεν λείπουν, βέβαια, και οι συνήθεις χαρακτηρισμοί «άχρηστε», «ανίκανε», «ανώριμε», κλπ., συνοδευόμενοι συχνά από συγκριτικές αναφορές σε άλλα, «αξιότερα» αρσενικά.

Οι άντρες, από τη μεριά τους, έχουν κι εκείνοι τους δικούς τους τρόπους να υποβαθμίζουν τις γυναίκες τους. Για παράδειγμα, δεν παραλείπουν να εκφράσουν ανοιχτά τον θαυμασμό τους για άλλες γυναίκες που, υποτίθεται, πληρούν περισσότερο τα αισθητικά τους κριτήρια, ενώ παράλληλα αποδύονται σε έναν αγώνα διαρκούς επιβεβαίωσης ενός ανδρισμού που μονίμως αναζητά έξωθεν χορηγούμενα «πιστοποιητικά»...

Ατέρμων ο κατάλογος των λαθών που σκοτώνουν το ερωτικό αίσθημα στο πλαίσιο του γάμου. Κορυφαίο όλων, η αντίληψη πως μέσα στον θεσμό ο άλλος αυτοδίκαια γίνεται κτήμα μας. Έτσι, το θεωρούμε φυσικό να απαιτήσουμε να υποκαταστήσει την βούλησή του/της με την δική μας. Ξεχνούμε, εν τούτοις, ότι ο έρωτας απαιτεί δύο ανεξάρτητες, ελεύθερες βουλήσεις για να αναπτυχθεί, ενώ η ύπαρξη μίας μοναδικής βούλησης δεν αντιστοιχεί σε ερωτική σχέση αλλά μάλλον σε αυτοπάθεια.

Τελικά, λοιπόν, αληθεύει ότι ο γάμος σκοτώνει τον έρωτα; Η άποψή μου είναι πως αυτός τούτος ο θεσμός στερείται… δολοφονικών διαθέσεων και μεθοδεύσεων. Είναι η κακοδιαχείριση των ιδιαιτεροτήτων του θεσμού αυτού από τα συμβαλλόμενα μέρη που ευθύνεται για την σταδιακή άμβλυνση, έως και την ολοκληρωτική εξανέμιση, του ερωτικού αισθήματος. Εις επίρρωση των λεγομένων, θα επικαλεστώ προσωπική μαρτυρία. Έζησα για πολλά χρόνια στην Αμερική κοντά στους Μορμόνους, μία ιδιαίτερα συντηρητική κοινότητα. Οικογένειες με τέσσερα, πέντε ή έξι παιδιά δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο. Εν τούτοις, όσο κι αν ακούγεται απίστευτο, είδα ζευγάρια σε τέτοιες οικογένειες να παραμένουν ερωτευμένα ως τα βαθιά τους γεράματα! Βασικά συστατικά της κοινής ζωής τους, ο αλληλοσεβασμός και η διαρκής ανανέωση της σχέσης με κάθε δημιουργικό τρόπο.

Ο γάμος, λοιπόν, δεν σκοτώνει τον έρωτα αλλά, απλά, ευνοεί συνθήκες αυτοχειρίας του ερωτικού αισθήματος με ευθύνη των ίδιων των εραστών. Και, θα το διατυπώσω σε ωμή αλλά ρεαλιστική γλώσσα: Ένας νεκρός από συναισθήματα γάμος δεν έχει λόγους ύπαρξης. Ένας έντιμος και αξιοπρεπής διαχωρισμός είναι σαφώς προτιμότερος και λιγότερο φθοροποιός από έναν διαρκή αλληλοεξευτελισμό και μία ατέρμονη ηθική αλληλοεξόντωση!

(Δημοσιεύθηκε το 2022 στο KLIK)

Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2025

Είναι ατομική υπόθεση η ευτυχία;


Υπάρχει, τελικά, η αγάπη, ή είναι μόνο στο μυαλό μας; Είμαστε μηχανές παραγωγής ευτυχίας; Δύσκολα ερωτήματα...

Γράφει ο Κώστας Παπαχρήστου

Αρκετοί σύγχρονοι ειδικοί ψυχικής υγείας πιστεύουν ότι αιτία πολλών ψυχικών δυσλειτουργιών είναι η τάση του ατόμου να εξαρτάται από πρόσωπα ή καταστάσεις έξω από τον εαυτό του. Συχνά, μάλιστα, οι συμβουλευτικές προσεγγίσεις κωδικοποιούνται με φράσεις όπως «να αγαπάς πάνω απ’ όλα τον εαυτό σου», ή, «η ευτυχία υπάρχει μόνο μέσα σου». Πόσο διασφαλίζουν την ψυχική υγεία τα δόγματα της «αυτοπαθούς αγάπης» και της «αυτογενούς ευτυχίας»;

    Αρκεί μόνο να αγαπάμε τον εαυτό μας;

Στο «Βιβλίο της Ανησυχίας», ο Φερνάντο Πεσσόα (Fernando Pessoa) βάζει νάρκη στα θεμέλια κάθε βεβαιότητας για την ύπαρξη της αγάπης ως αντικειμενικής αξίας:

«Ποτέ δεν αγαπάμε κανέναν. Αγαπάμε αποκλειστικά την εικόνα που διαμορφώνουμε για κάποιον. Αυτό που αγαπάμε είναι μια δική μας κατασκευή, στην ουσία δεν αγαπάμε παρά τον εαυτό μας.»

Μία πικρή κωμωδία του 1964 επιχειρεί να επιβεβαιώσει, θαρρείς, τον ιδιόρρυθμο δημιουργό του «Αναρχικού Τραπεζίτη»:

Είναι παντρεμένοι ένα χρόνο. Αυτός αγαπάει κρυφά μια άλλη... Αυτή αγαπάει κρυφά έναν άλλο... Δεν υποπτεύονται καν ότι ο «άλλος» και η «άλλη» δεν είναι παρά αυτοί οι ίδιοι! Μόνο που τους είναι αδύνατο να αναγνωριστούν μεταξύ τους δίχως τις αποκριάτικες μεταμφιέσεις τους, έξω από τα κοστούμια που φορούσαν εκείνη τη «μαγική» νύχτα του καρναβαλιού που είχαν γνωριστεί – και που έμελλε να είναι η μοναδική... Στο φινάλε της ταινίας ακούγεται μία από τις κορυφαίες ατάκες του ελληνικού κινηματογράφου, αληθινή αποθέωση του παράλογου:

«Κτήνος! Ένα χρόνο παντρεμένοι, και μου το ‘κρυβες πως ήσουνα εσύ εκείνος που αγαπούσα!»

Από τις πιο φιλοσοφημένες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, ο «Γάμος αλά Ελληνικά» του Βασίλη Γεωργιάδη είναι ένα ειρωνικό σχόλιο πάνω στην υποκειμενικότητα του έρωτα. Ή μήπως πάνω στην αυτοπάθεια της αγάπης – σύμφωνα με τον Πεσσόα – όπου πομπός και αποδέκτης του συναισθήματος κατ’ ουσίαν ταυτίζονται;

Είναι λογικό να τίθεται ένα τέτοιο ερώτημα, όταν ακούμε κάποιους σύγχρονους ψυχοθεραπευτές να δηλώνουν, περίπου, ότι αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία για την ψυχική υγεία είναι να αγαπά κάποιος τον εαυτό του, παρά να αγαπά οποιονδήποτε άλλον. Η αιτιολόγηση είναι απλή: Η αγάπη γεννά εξάρτηση από το αντικείμενό της. Και, το μόνο αντικείμενο από το οποίο μπορούμε να εξαρτόμαστε με απόλυτη ασφάλεια είναι ο ίδιος μας ο εαυτός. Οποιαδήποτε άλλη εξάρτηση είναι δυνητική πηγή φοβιών και νευρώσεων.

Αν προεκτείνουμε αυτή τη λογική ως τα άκρα, μία ψυχικά «υγιής» κοινωνία δεν θα είναι παρά ένα σύνολο περιχαρακωμένων και εγωκεντρικών μονάδων που αδυνατούν να βιώσουν και να ανταλλάξουν ανθρώπινα συναισθήματα. Έτσι, το άτομο μοιραία θα καταφύγει στον διχασμό προσωπικότητας – στην κατασκευή, δηλαδή, ενός άλλου, εικονικού εαυτού – προκειμένου να διοχετεύσει ένα ψυχικό δυναμικό που αλλιώς θα λιμνάσει μέσα του και, τελικά, θα νεκρωθεί. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε μία κοινωνία σχιζοφρενών!

Αν θέλαμε να προτείνουμε μία διαφορετική και πιο ορθολογική θεώρηση, θα λέγαμε απλά ότι η αγάπη προς τον άλλον έχει αληθινή αξία όταν συνοδεύεται από αισθήματα αυτοεκτίμησης και αυτοσεβασμού εκείνου που την προσφέρει. Γιατί, πόση αξία μπορεί να έχει η αγάπη που παίρνουμε από κάποιον που περιφρονεί τον εαυτό του; Είναι σαν να μας δίνεται ένα δώρο που είναι εξαρχής υποτιμημένο από τον ίδιο τον δωρητή!

Τούτο σημαίνει, ειδικά, ότι είναι αδύνατο να υπάρξει αληθινή αγάπη σε μία σχέση εξουσίας και υποταγής. Τόσο – προφανώς – από την πλευρά εκείνου που ασκεί την εξουσία, όσο και από την πλευρά αυτού που υποτάσσεται...

    Είμαστε βιοτεχνίες παραγωγής ευτυχίας;

Παρακολούθησα, πριν χρόνια, μερικά επεισόδια δημοφιλούς τηλεοπτικής σειράς της εποχής. Σε ένα από αυτά άκουσα το κεντρικό, υποτίθεται, μήνυμα του αφηγήματος:

«Μην ψάχνεις την ευτυχία, είναι πάντα μέσα σου!»

Σαν να λέμε, η αναζήτηση της ευτυχίας έξω από τον εαυτό μας είναι ουτοπική επιδίωξη, αφού η ευτυχία έχει αυτογενή υπόσταση. Την παράγει το ίδιο το άτομο, ανεξάρτητα από πρόσωπα ή καταστάσεις που το περιβάλλουν. Περίπου όπως ο οργανισμός παράγει ορμόνες!

Δεν έχουν, λοιπόν, σημασία οι ανθρώπινες σχέσεις, ούτε τα ανθρώπινα επιτεύγματα. Δεν έχουν σημασία οι καλές ή οι άθλιες συνθήκες ζωής. Δεν έχει σημασία αν είναι καλά ή αρρωσταίνουν, αν ζουν ή πεθαίνουν, εκείνοι που αγαπούμε (άλλωστε, πολλοί μας προτρέπουν να μην αγαπούμε τίποτα όσο τον εαυτό μας). Όλα αυτά είναι άσχετα με την ανθρώπινη ευτυχία, που είναι προϊόν αυτο-παραγόμενο. Αρκεί να κάνουμε τον κόπο να σκάψουμε λίγο μέσα μας, και θα τη βρούμε να μας περιμένει χαμογελώντας!

Ας φανταστούμε τώρα ένα πείραμα. Ας τοποθετήσουμε έναν άνθρωπο μέσα σε ένα δωμάτιο χωρίς παράθυρα, δίνοντάς του μόνο τις απαραίτητες ποσότητες τροφής και νερού. Δεν θα υπάρχουν βιβλία, ραδιοτηλεοπτικά μέσα, σταθερά ή κινητά τηλέφωνα, υπολογιστές, και ό,τι άλλο θα μπορούσε να συνδέσει τον έγκλειστο με τον έξω κόσμο. Το ζητούμενο του πειράματος είναι απλό: καταμέτρηση του χρόνου που θα χρειαστεί το άτομο για να ανακαλύψει μέσα του την κρυμμένη ευτυχία. Ή μάλλον, για να ζητήσει ουρλιάζοντας να του ανοίξουμε την πόρτα!

Όμως, και η περίπτωση αυτή επιδέχεται ορθολογικότερη θεώρηση: Αυτό που βρίσκεται μέσα μας δεν είναι η ίδια η ευτυχία αλλά η προδιαγραφή, η ικανότητα να νιώθουμε ευτυχισμένοι όταν, αντικειμενικά, μας προσφέρονται οι λόγοι για κάτι τέτοιο. Και, ναι, ο άξιος να νιώσει την ευτυχία είναι εκείνος που μπορεί να βιώνει ένα αίσθημα ευγνωμοσύνης ακόμα και γι’ αυτά που οι άλλοι θεωρούν μικρά κι ασήμαντα. Επειδή είδε ξανά το φως της μέρας... Επειδή έχει πάντα ένα ταβάνι πάνω απ’ το κεφάλι του, και η βρύση τρέχει πάντα νερό... Επειδή αυτοί που αγαπά είναι καλά και σήμερα... Επειδή εκείνος ο πόνος πέρασε... Επειδή βρήκε το βιβλίο που το έψαχνε καιρό... Επειδή ο γείτονας είπε «καλημέρα» καθώς έβγαζε βόλτα τον σκύλο του... Επειδή ελπίζει πως αύριο θα ξημερώσει μια καλύτερη μέρα...

Για να συνοψίσουμε: Η ευτυχία δεν είναι αυτο-παραγόμενο συναίσθημα, ούτε όμως και αποκλειστική υπόθεση εξωτερικών καταστάσεων. Πριν απ’ όλα, είναι ζήτημα εσωτερικής προδιαγραφής που επιτρέπει ακόμα και στις παραμικρότερες καταστάσεις να μετασχηματίζονται σε θετικά ψυχικά βιώματα.

Όπως θα λέγαμε συμβολικά, για να φτάσει κάποιος στην ευτυχία δεν αρκεί να κατέχει το όχημα. Χρειάζεται να υπάρχει και ο δρόμος. Και αντίστροφα...

(Αναθεωρημένη εκδοχή κειμένου που δημοσιεύθηκε το 2023 στο KLIK)

Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2025

Το σκοτάδι που φωτίζει την Αλήθεια: Ο συμβολικός κόσμος του «Τριστάνου»


Οι ειδικοί της ψυχικής υγείας μάς προτρέπουν - και σωστά - να ακολουθούμε πάντα τον εαυτό μας. Πόσο όμως είμαστε πρόθυμοι να πληρώσουμε το τίμημα της αυτο-συνέπειας; Μια μουσικο-φιλοσοφική ανάλυση στο κορυφαίο και πιο σύνθετο μουσικό δράμα του Ρίχαρντ Βάγκνερ.

Γράφει ο Κώστας Παπαχρήστου

    Η γυναίκα στην κουπαστή

Το αεράκι που φυσούσε στο κατάστρωμα μετρίαζε κάπως την αυγουστιάτικη ζέστη. Την πρόσεξα καθώς ήταν ακουμπισμένη στην κουπαστή, κοιτώντας μάλλον αφηρημένα προς το πέλαγος. Ήταν ωραία γυναίκα, ίσως η ωραιότερη που είχα δει. Κάποιος τη φώναξε, κι έτσι έμαθα τ’ όνομά της. Είχε κάτι από θάλασσα...

Από δύο ηλικιωμένες κυρίες που «κουτσομπόλευαν» μεγαλόφωνα στον απέναντι πάγκο, έμαθα την ιστορία της: 

– Αυτή που βλέπεις, Μαρία μου, την πάντρεψαν μικρή με έναν πολύ πλούσιο. Δεν ήξερε τι είχε, σου λέω! Και κάποιο καλοκαίρι γνώρισε εκεί στο νησί έναν μουζικάντη. Μπατίρης, δηλαδή. Εκείνη όμως ξετρελάθηκε. Πήγε η άμυαλη στον άντρα της ευθύς και του ζήτησε διαζύγιο. Εκείνος την έδιωξε, κρατώντας το παιδί. Δεν το ξανάδε από τότε... Όσο για τον προκομμένο, τη βαρέθηκε και μετά από δυο χρόνια γνώρισε μια αρτίστα και την παράτησε. Λένε πως έχασε τα λογικά της, η δόλια, και πηγαινοέρχεται μόνη της χειμώνα – καλοκαίρι από την πόλη στο νησί...

Η τραγική εικόνα της ωραίας γυναίκας που ταξίδευε σαν χαμένη στις θάλασσες, πληρώνοντας το τίμημα του έρωτα, μου έφερε τότε αυτόματα στο νου το καλλιτεχνικό δημιούργημα που κήρυξε επανάσταση στη Δυτική μουσική, χαράζοντας αποφασιστικά όλη τη μετέπειτα πορεία της – από τα λυρικά θέατρα και τις αίθουσες συναυλιών, ως τους κινηματογράφους και τις οθόνες της τηλεόρασης...

    Μια επανάσταση στη μουσική

Αλλόκοτο πλάσμα ο άνθρωπος. Το πιο αλλόκοτο της Φύσης. Το μόνο που μπορεί να μετατρέψει τα αυτονόητα σε υψηλούς υπαρξιακούς στόχους. Τίποτα δεν φανερώνει τούτη την αλήθεια όσο η φράση – κλισέ, «ακολούθησε τον εαυτό σου»! Ναι, όσο κι αν ακούγεται οξύμωρο, δεν συμβαίνει συχνά να ακολουθούμε τον εαυτό μας. Είτε γιατί δεν τον γνωρίζουμε, είτε γιατί θυσιάζουμε συνειδητά την ελευθερία μας στο βωμό συμβάσεων που μας καθιστούν αποδεκτούς ως μέλη μιας κοινωνίας. Η απόδραση από τον ψεύτικο κόσμο των συμβάσεων στον αληθινό της ελευθερίας που βιώνεται μέσω του έρωτα, είναι το κεντρικό θέμα της πιο σύνθετης – μουσικά και φιλοσοφικά – όπερας του Ρίχαρντ Βάγκνερ.

Ίσως η σπουδαιότερη μουσική που γράφτηκε ποτέ, το μουσικό δράμα «Τριστάνος και Ιζόλδη» (Tristan und Isolde) είναι ένα έργο τόσο περίπλοκο που δύσκολα θα μπορούσε να χωρέσει σε μία σύντομη ανάλυση. Το ορχηστρικό πρελούδιο της πρώτης πράξης θεωρείται επανάσταση που γκρέμισε τα στεγανά της κλασικής μουσικής αρμονίας – αν και δεν θα πρέπει να αγνοούμε τα προφητικά κουαρτέτα του Μότσαρτ τα αφιερωμένα στον Χάυδν (όπου, μάλιστα, σε ένα από αυτά, K.428, ακούγεται το ίδιο το θέμα του «Τριστάνου»!), όπως και τα πιανιστικά πρελούδια του Σοπέν με τις αρμονικές τολμηρότητές τους.

Το πρελούδιο του «Τριστάνου» αφήνει άφωνο τον ακροατή και με την δεξιότητα της αντιστικτικής γραφής του Βάγκνερ που, όπως γράφει σε μία ανάλυσή του ο Λέοναρντ Μπερνστάιν, «κάνει τις τρίχες του κεφαλιού να σηκωθούν»! Στην κορύφωση της δραματικής έντασης της μουσικής, χτίζεται ένα απίστευτα περίπλοκο αρμονικό οικοδόμημα με μουσικά θέματα που εισάγονται διαδοχικά, με τρόπο ώστε κάθε νέα «φωνή» να εμπλουτίζει αντί να υπονομεύει τις ευαίσθητες αρμονικές ισορροπίες των υπολοίπων. Και η έκφραση του Μπερνστάιν κάθε άλλο παρά σχήμα λόγου αποδεικνύεται!

    Τα σύμβολα πίσω από το δράμα

Η όπερα του Βάγκνερ, όμως, δεν εξαντλεί τη μεγαλοσύνη της στην ωραιότητα της μουσικής. Ο «Τριστάνος» είναι και ποίηση και – κυρίως – φιλοσοφία. Περιγράφει μία διαλεκτική σύγκρουση ανάμεσα στα σύμβολα της μέρας και της νύχτας, του φωτός και του σκότους. Και, για τους μυημένους, το φως εδώ δεν είναι το «καλό», ούτε το σκοτάδι το «κακό». Ίσως ακριβώς το αντίθετο. «Αυτό το φως... πάρτε αυτό το φως!», φωνάζει ο Τριστάνος καθώς αργοπεθαίνει...

Το δίπολο μέρας – νύχτας συμβολίζει την αντίθεση ανάμεσα στην επίφαση και την ουσία, την εικόνα και την αλήθεια, τη λογική και το συναίσθημα, το «πρέπει» και το «θέλω», τις συμβάσεις και την ελευθερία, την τιμή και τον έρωτα. Έναν έρωτα που στην κορύφωσή του καταργεί κάθε έννοια ατομικότητας.

Ο Τριστάνος και η Ιζόλδη τη μέρα ζουν στον ψεύτικο και υποκριτικό κόσμο των συμβάσεων, όπου η «τιμή» είναι η ανταμοιβή για την τυφλή υποταγή στους κανόνες. Εκείνη πρέπει να δείχνει σαν πιστή σύζυγος του περίλαμπρου βασιλιά Μάρκε… Εκείνος, σαν πιστός υπερασπιστής της τιμής του μονάρχη και θείου του… Το σκοτάδι της νύχτας, όμως, φέρνει στην επιφάνεια τους αληθινούς εαυτούς των δύο εραστών. Υπάρχει μόνο ο Τριστάνος και η Ιζόλδη, και τίποτ’ άλλο στον κόσμο. Κι όταν ακόμα η συμβατική τιμή του Τριστάνου χαθεί για πάντα, εκείνη θα διαλέξει και πάλι να τον ακολουθήσει στον δικό του, αιώνια σκοτεινό κόσμο, ίσαμε τον θάνατο…

Το δίπολο «έρωτας – θάνατος» κυριαρχεί σε ολόκληρη την όπερα. Τούτη τη φορά οι έννοιες βρίσκονται σε σύζευξη, σε αντίθεση με το απόλυτα διαζευκτικό «φως – σκοτάδι». Ο έρωτας και ο θάνατος σύντροφοι αχώριστοι, έτσι που ο δεύτερος να αποτελεί ηθικό προαπαιτούμενο για τον πρώτο. Μία ιδέα που καλλιέργησε επίμονα στα συγγράμματα και τις διαλέξεις του και ο Δ. Λιαντίνης – κι ας του ασκήσαμε κάποτε έντονη κριτική για τούτο...

    Πόσος Σοπενχάουερ υπάρχει στον «Τριστάνο»;

Ο έρωτας, αυτή η υπέρτατη βίωση της ευτυχίας, είναι λοιπόν η άλλη όψη του θανάτου; Για κάποιους φιλοσόφους, τούτο αποτελεί ιερή κι αιώνια αλήθεια. Αυτή την αλήθεια εκφράζει με το μουσικό του δράμα ο Βάγκνερ. Που, κάτω από την επιφανειακά αλαζονική φύση του έκρυβε πάντα τον υπαρξιακό πόνο ενός βαθύ γνώστη του στοχασμού του Σοπενχάουερ.

Η επίδραση του Σοπενχάουερ στη φιλοσοφική σύλληψη του «Τριστάνου» έχει συζητηθεί ευρύτατα (δείτε, π.χ., το εξαίρετο βιβλίο του Γ. Μανιάτη [1]). Θα πρέπει, εν τούτοις, να προσεγγίζουμε το ζήτημα με έναν βαθμό σκεπτικισμού. Κατά τον Σοπενχάουερ, ο θάνατος λυτρώνει τον κόσμο από τα δεινά του έρωτα. Στον «Τριστάνο» συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: ο θάνατος λυτρώνει τον έρωτα από τα δεινά του κόσμου!

Στην πρώτη περίπτωση ο έρωτας είναι ο θύτης. Ωθώντας τον άνθρωπο σε μία ατέρμονη διαδικασία αναπαραγωγής, ευθύνεται για την διαιώνιση του πόνου και της αθλιότητας της ζωής. Έτσι, η μόνη λύτρωση του ανθρώπου από τα επίγεια βάσανα είναι ο θάνατος.

Στη δεύτερη περίπτωση ο έρωτας είναι θύμα των ανθρώπινων συμβάσεων, ειδικά εκείνων που σχετίζονται με το αίσθημα της τιμής και των κοινωνικών κωδίκων που απορρέουν από αυτό. Ο θάνατος λειτουργεί εδώ σαν όχημα απόδρασης από τον επιφατικό κόσμο των συμβάσεων σε έναν κόσμο ελευθερίας, μέσα στον οποίο οι δύο εραστές αποκτούν τη δυνατότητα να βιώσουν τη δική τους, μοναδική αλήθεια. Το δηλητήριο που μεταστοιχειώνεται σε ερωτικό φίλτρο συμβολίζει ακριβώς τη λύτρωση του ερωτικού πάθους μέσω του θανάτου, αφού μόνο με τον θάνατο μπορεί το πάθος να αποκτήσει αιώνια ζωή.

    Το δώρο...

Το πλοίο έφτανε ήδη στην ακτή. Θυμήθηκα το καράβι που πήγαινε την Ιζόλδη νύφη νεκροζώντανη στην Κορνουάλη, στην πρώτη πράξη της όπερας. Μια «Ιζόλδη» που έβλεπα τώρα μπροστά μου τρισδιάστατη, ακουμπισμένη στην κουπαστή. Χαμένη κάπου στο χθες, αιώνια θλιμμένη.

Γιατί, ο έρωτας δεν είναι δώρο που μας δίνεται. Εμείς είμαστε δώρα που δίνονται στον έρωτα. Έστω κι αν γνωρίζουμε καλά πόσο η προσφορά αυτή κοστίζει...

[1] Γ. Μανιάτης, Ρίχαρντ Βάγκνερ: Το «Καθαρά Ανθρώπινο» (Πολύτροπον, 2004).