Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2013

Τρίτη 10 Δεκεμβρίου 2013

Εικόνες μιας πόλης… #2

Μια επιγραφή μοναχική, κρυμμένη απ’ τον κόσμο, πριν χρόνια σε κάποιο στενό δρομάκι στο Θησείο. Κάτι σαν σκοτεινή, μεταφυσική προφητεία για μια πόλη που αγαπήσαμε – και, για λόγους ανεξερεύνητους, ακόμα αγαπάμε…


Aixmi.gr

Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2013

Βροχή...


Από την αναγνώστρια ΠΟΛΥΤΙΜΗ

Βρέχει...

Μια βροχή συνεχής, ούτε καταρρακτώδης αλλά ούτε και αθόρυβη...

Μια βροχή που για κάποιους σημαίνει δυσκολία στη μετακίνηση και λάσπες στα ρούχα από τα διερχόμενα αυτοκίνητα, για κάποιους τροφή για τα διψασμένα χωράφια τους ή πλημμύρα για τα ήδη πολύ μουσκεμένα, και για κάποιους άλλους -περιορισμένους πίσω από ένα μπλε παράθυρο ενός μεγάλου, ψυχρού κτιρίου- κάθαρση της ατμόσφαιρας και της ψυχής, διαύγεια στη σκέψη, λύτρωση...

Πόσοι διαφορετικοί τρόποι υπάρχουν να αντιμετωπίσει κανείς το ίδιο φαινόμενο, τελικά...

Πολυτίμη 

Εικόνες μιας πόλης… #1

Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα για την εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών (25 Νοεμβρίου)…

http://www.sansimera.gr/worldays/74


Aixmi.gr

Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2013

Η πεταλούδα και το κουλούρι (μια απλή ιστορία)

* Το μικρό αυτό αλληγορικό διήγημα που παρουσιάζεται, σε αναθεωρημένη έκδοση, στο αναγνωστικό κοινό του Aixmi.gr, πρωτοδημοσιεύθηκε σε ηλεκτρονική μορφή στην (παλιά) «Ελευθεροτυπία» και στο «Βήμα». Γράφτηκε σε μια εποχή που ο τόπος αυτός είχε μόλις αρχίσει να αποτελεί αποδιοπομπαίο τράγο της Ευρώπης και αγαπημένο θέμα αισχρής σάτιρας ποικίλων γερμανικών εντύπων και τηλεοπτικών διαύλων. Το ερώτημα πίσω από την αλληγορία ήταν απλό και εφιαλτικό: Πόσο θα άντεχε το μπαλόνι της κοινωνικής αγανάκτησης πριν εκραγεί από κάποιο «τυχαίο» γεγονός; Με την εκ των υστέρων σοφία, γνωρίζουμε τώρα πως το μπαλόνι, νικημένο από την εξάντληση και τον συμβιβασμό, ξεφούσκωσε χωρίς ποτέ να σπάσει…

Η τηλεόραση κατέβαλλε κάθε προσπάθεια να τραβήξει την κουρασμένη προσοχή μου με ανακοινώσεις νέων επώδυνων οικονομικών μέτρων, με σενάρια εθνικών καταστροφών και με αναπαραγωγή δηλώσεων διεθνών πολιτικών παραγόντων που δοκίμαζαν τα όρια της αντοχής του ελληνικού μου φιλότιμου και του αισθήματος της εθνικής μου αξιοπρέπειας. Έξω στο δρόμο, άνθρωποι σκυφτοί… Θαρρείς απόλυτα υποταγμένοι πια στη μοίρα τους, συμβιβασμένοι ακόμα και με την ιδέα του επικείμενου αφανισμού τους, για τον οποίο τους είχαν πείσει πως αυτοί και μόνο ήταν υπεύθυνοι…

Σκέφτηκα, πόσο ακόμα θ’ αντέξει το μπαλόνι την πίεση της καρφίτσας που επίμονα το πολιορκεί; Πότε άραγε θα τινάξει τα φτερά της η πεταλούδα της «θεωρίας του χάους», να προκαλέσει καταιγίδα κι ανεμοστρόβιλο που θα ισοπεδώσουν τον βολικό μας μικρόκοσμο που τόσο είχαμε νομίσει ακλόνητο; Πότε θα γίνει το κακό, το φονικό «δι’ ασήμαντον αφορμήν», όπως έλεγαν παλιά στα δικαστήρια και στις εφημερίδες, και ποια θα είναι η σταγόνα που θα ξεχειλίσει το ποτήρι; Θυμήθηκα τότε μια ιστορία που είχα ακούσει χρόνια πριν, για ένα κουλούρι που είχε παίξει τον ρόλο της «πεταλούδας» σε μια οικογενειακή τραγωδία…

Η οικογένεια φτωχή, τέσσερις άνθρωποι στοιβαγμένοι στα λίγα τετραγωνικά ενός υπόγειου μιας πολυκατοικίας στην οποία ο πατέρας δούλευε σαν θυρωρός και η μητέρα σαν καθαρίστρια. Ο Νίκος (ας τον ονομάσουμε έτσι) έκανε όνειρα για σπουδές, για μια καλή θέση στην κοινωνία μακριά απ’ τη μιζέρια που ήξερε, για μια ευτυχισμένη ζωή πλάι στην κοπέλα που τον λάτρευε…

Τα χρόνια εκείνα, όμως, δεν ήταν επιτρεπτό να φτιάξει τη ζωή του ο αδελφός προτού «αποκαταστήσει» την αδελφή του. Την αδελφή του Νίκου την ζήτησε ένας υδραυλικός. Καλό παιδί, μα ήθελε κι αυτός το κάτι τι του για να ξεκινήσει μια δική του δουλειά, χωρίς αφεντικό να του φωνάζει συνέχεια πάνω απ’ το κεφάλι. Ο πατέρας και η μάνα έπεσαν στα πόδια του: «Νίκο μου, μόνο εσύ μπορείς να βοηθήσεις τώρα. Να φτιάξουμε την προίκα της, και μετά έχεις όλη τη ζωή μπροστά σου!»

Με καρδιά βαριά από το αίσθημα του χρέους και τη θλίψη για όσα θα έπρεπε ν’ αφήσει πίσω, αποχαιρέτησε την αγαπημένη του που του ορκίστηκε πως θα τον περιμένει όσο χρειαστεί, και κίνησε για μια ξένη χώρα, εργάτης στα ορυχεία. Δούλεψε για χρόνια σκληρά, και τον μισθό – που ήταν καλός – τον έστελνε πάντα σπίτι. Μέχρι που κάποια στιγμή αρρώστησε σοβαρά από τη σκόνη και την υγρασία, και οι γιατροί τού είπαν πως θα ‘πρεπε να σταματήσει…

Αναγκάστηκε να γυρίσει πίσω. Άλλωστε, είχε ήδη στείλει αρκετά χρήματα για να κάνει την προίκα η αδελφή του, που ζούσε τώρα με τον άντρα και τα παιδιά της σε ένα ευρύχωρο διαμέρισμα πάνω ακριβώς από το μοντέρνο κατάστημα ειδών υγιεινής που είχαν ανοίξει. Αυτός όμως είχε καταφέρει μέσα σ’ αυτά τα χρόνια να βάλει λίγα λεφτά στην άκρη, για να ξεκινήσει και τη δική του ζωή με τη γυναίκα που τον περίμενε καρτερικά, στα μαλλιά της οποίας – όπως και στα δικά του – είχαν κάνει την εμφάνισή τους οι πρώτες άσπρες τρίχες…

Μα η άτιμη η ζωή αλλιώς τα λογαριάζει! Ο γαμπρός είχε ξανοιχτεί πολύ στην αγορά, παίρνοντας δάνεια που δεν μπορούσε να ξεπληρώσει. Είχε ακούσει και κάτι φίλους που τον «έψηναν» καιρό για το Χρηματιστήριο… Τώρα η τράπεζα απειλούσε να τους πάρει το σπίτι. Και μέσα σ’ όλα αυτά, οι σχέσεις του ζευγαριού δεν πήγαιναν καλά (λέγαν πως εκείνος κάποιαν έβλεπε τα Σαββατοκύριακα που πήγαινε μόνος εκδρομές…). Οι γονείς, γέροι και μικροσυνταξιούχοι πια, έπεσαν πάλι στα πόδια του: «Νίκο μου, μόνο εσύ μπορείς να βοηθήσεις. Κι αν όχι για την αδελφή σου, κάντο για τ’ ανίψια σου, που θα μείνουν στο δρόμο και δίχως πατέρα!»

Κι εκείνος, πειθήνιο πάντα όργανο της οικογενειακής ηθικής, άνοιξε αδιαμαρτύρητα το σεντούκι κι έβγαλε από μέσα τις τελευταίες, πολύτιμες οικονομίες του. Πράγμα που σήμανε και το οριστικό τέλος των δικών του ονείρων, αφού η γλυκιά και καρτερική αιώνια μνηστή του δεν άντεξε άλλο στην πίεση της οικογένειάς της και είπε απρόθυμα το «ναι» σε μια καλή πρόταση…

Τώρα πια συντηρούσε τον εαυτό του κάνοντας τον θυρωρό στην ίδια πολυκατοικία που μεγάλωσε, ζώντας μαζί με τους γέρους στο ίδιο πάντα υπόγειο. Η μεγαλύτερη – ίσως κι η μοναδική – χαρά της μέρας του ήταν όταν ξεπρόβαλλε το πρωί στην είσοδο ο κουλουράς, να του αφήσει για δυο δραχμές το καθημερινό του κουλούρι που θα το απολάμβανε λίγο-λίγο στη βάρδια. Εκείνη τη μέρα, όμως, είπε να το φυλάξει για το απόγευμα, με τον καφέ. Το τύλιξε προσεχτικά σε μια πετσέτα, και το ακούμπησε τελετουργικά στο τραπέζι της κουζίνας…

Γυρνώντας στο σπίτι το απόγευμα, είδε πως έλειπε απ’ το τραπέζι το πολύτιμο κουλούρι. Στις φωνές του απάντησε η μάνα του: «Τι κάνεις έτσι; Πέρασε η μικρή, το είδε και το ήθελε. Τι να ‘λεγα, μαλώνει ο θείος; Άντε, τράβα στο φούρνο να πάρεις άλλο. Πω-πω, ούτε του αγγέλου σου νερό δεν δίνεις!»

Θόλωσε το μυαλό του! Άνοιξε το συρτάρι της κουζίνας και πήρε το μεγάλο, το κοφτερό μαχαίρι. Πρώτη έπεσε η μάνα. Μετά ο πατέρας που μόλις γύριζε απ’ το καφενείο. Λίγο αργότερα χτύπησε το κουδούνι στο διαμέρισμα της αδελφής του. Εκείνη την ώρα ήταν όλοι μέσα…

Στο δικαστήριο, ο εισαγγελέας ήταν καταπέλτης καθώς μιλούσε για ένα αποτρόπαιο μαζικό έγκλημα «δι’ ασήμαντον αφορμήν». Στο τέλος, ο κατηγορούμενος κλήθηκε να υπερασπιστεί τον εαυτό του, εξηγώντας την πράξη του. Τότε εκείνος, με ένα παιδικό παράπονο στη φωνή και λίγο πριν ξεσπάσει σε υστερικό κλάμα, πρόλαβε να αρθρώσει μόνο μια φράση: «Μου πήραν το κουλούρι!»

Η ιστορία αυτή, ίσως, και να ‘ναι αληθινή. Λίγο-πολύ, εξάλλου, την έχουμε ζήσει όλοι, από τη μία πλευρά ή την άλλη, ως «θύματα» ή ως «θύτες». Σήμερα, ο «Νίκος» θα μπορούσε να συμβολίζει έναν ολόκληρο λαό που ακόμα υπομένει καρτερικά… Υπομένει τη φτώχια και την αβεβαιότητα για το αύριο, τις χυδαίες εθνικές προσβολές από αλαζόνες ξένους πολιτικούς και φτηνές αλλοδαπές φυλλάδες, την προκλητικότητα ντόπιων «κορακιών» που θησαύρισαν στραγγίζοντας τα τελευταία αποθέματα του εθνικού πλούτου, τους γελοίους αλληλοσπαραγμούς πολιτικών σχηματισμών που τους αρκεί να κατέχουν την εξουσία έστω και πάνω σε ερείπια… Αντιμέτωπος ακόμα και με τις ίδιες του τις ενοχές για τη δική του την κατάντια μέσω απερίσκεπτης διολίσθησης στην τεχνητή ευμάρεια και τον ακόρεστο υπερκαταναλωτισμό…

Το βασανιστικό ερώτημα που αρχίζει να στοιχειώνει στο μυαλό μας είναι αν το μπαλόνι της ανοχής αντέξει την πίεση της κοινωνικής αγανάκτησης, ή μήπως κάποια μέρα εμφανιστεί στο τραπέζι ένα «κουλούρι» για να παίξει τον σατανικό ρόλο της πεταλούδας του χάους. Κι αυτό το επεισόδιο δεν θα ‘ναι πια θέμα για ατάλαντους διηγηματογράφους, μα αντικείμενο μελέτης για τους ιστορικούς του μέλλοντος!

* Ευχαριστώ το Aixmi.gr για την φιλοξενία της αναθεωρημένης έκδοσης του διηγήματος.

Aixmi.gr

Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2013

Από το «Μαμά γερνάω» στο «μαμά απολύομαι»!

Πριν χρόνια αμέτρητα, είχα μια συζήτηση με τον καθηγητή μου της θεωρίας στο ωδείο σχετικά με το κατά πόσον οριοθετείται η ιδιότητα του «κλασικού» στη μουσική. Για παράδειγμα, πόσο «κλασική» θα μπορούσε να θεωρηθεί η λαϊκή μουσική ή η Pop. Στη συντηρητική λογική μου εκείνου του καιρού, ο σοφός Π. Βεντούρας απάντησε με μια φράση που τότε μου φάνηκε ρηξικέλευθη: «Αν το καλοσκεφτείς, μήπως οι Beatles δεν είναι, κατά μία έννοια, ο Μπάρτοκ της Αγγλίας;»

Στο πλαίσιο του ελληνικού ρεπερτορίου, υπάρχουν κάποια τραγούδια που θα μπορούσαν επάξια να χαρακτηριστούν «κλασικά», με την έννοια τόσο της διαχρονικότητας όσο και της καλλιτεχνικής αξίας. Ένα από αυτά είναι, αναμφίβολα, το «Μαμά γερνάω» των Σταμάτη Κραουνάκη – Λίνας Νικολακοπούλου (1988).

Δείτε το video



Οι εκ των κορυφαίων στίχων στο ελληνικό τραγούδι, επενδυμένοι με την υπέροχη, πάντα, μουσική τού (ενίοτε ακρίτως πολιτικολογούντος...) κορυφαίου σύγχρονου έλληνα μουσικοσυνθέτη, αναδεικνύουν με γενναιότητα τον υπαρξιακό φόβο του ανθρώπου μπροστά στο φάσμα της απώλειας της νεότητας. Κεντρικό πρόσωπο, η καθαγιασμένη μορφή της μητέρας που, σε ρόλο υπέρτατου εξομολόγου, απορροφά καρτερικά τους ψυχικούς κραδασμούς που γεννά η θλίψη, η ανασφάλεια και η διάψευση των ονείρων...

Αναρωτιέμαι ποιος θα ήταν ο τίτλος και το περιεχόμενο του τραγουδιού αν το έγραφε σήμερα το φοβερό δίδυμο των τραγουδοποιών. Σήμερα που ο άνθρωπος της χρεοκοπημένης χώρας δεν έχει καν το χρόνο, μα κι ούτε τη διάθεση, να προσέξει πως γερνά.... Σε μια εποχή που η ποιότητα ζωής κατάντησε πολυτέλεια, κι η μόνη υπαρκτή προοπτική που απόμεινε είναι αυτή της αγχωτικής επιβίωσης!

Η σημερινή μητέρα-εξομολόγος θα καλούνταν να αναστηλώσει το καταρρακωμένο ηθικό του ανθρώπου της δημιουργικής ηλικίας που βλέπει ξαφνικά τη γη να υποχωρεί κάτω απ’ τα πόδια του καθώς αντικρίζει το φάσμα της εργασιακής ανασφάλειας, ή, ακόμα τραγικότερα, καθώς βιώνει το τραύμα της απώλειας εργασίας. Σε μια εποχή, μάλιστα, που ο άνθρωπος έχει μάθει να εναποθέτει το αίσθημα της αυταξίας του στην αμφίβολη πιστοποίηση που παρέχει το τεκμήριο του καταναλωτισμού...

Το παρόν σημείωμα αποτελεί, κατά κάποιον τρόπο, ανοιχτή πρό(σ)κληση προς τους δύο σπουδαίους καλλιτέχνες να ξαναγράψουν το τραγούδι τους προσαρμόζοντάς το στις νέες αγωνίες της εποχής, προεξάρχουσα θέση στις οποίες κατέχει ο εφιάλτης της ανεργίας. Το «νέες» είναι σχήμα λόγου, βέβαια, αν θυμηθούμε τους μακρινούς εκείνους καιρούς που εκφράστηκαν μελωδικά με «Το παλικάρι έχει καημό» των Θεοδωράκη – Ελευθερίου. Καιρούς που, δυστυχώς, ξαναζούμε σήμερα, μια και η Ιστορία επαναλαμβάνεται – και μάλιστα, δίχως καν την παρηγοριά της φάρσας!

Εν αναμονή της απάντησης στην πρό(σ)κληση, αφήνω σαν συντροφιά στον αναγνώστη ένα ταπεινών προδιαγραφών «οιονεί ποίημα». Κάτι σαν τον πασατέμπο που τρώγαμε κάποτε στη Φιλαδέλφεια, περιμένοντας ν’ αρχίσει το ματς της ΑΕΚ...

Τηλεφωνητής...

Σε πήρα πάλι σήμερα, μα δεν το σήκωνες...
Ήθελα να μιλήσω λίγο,
ίσως να ‘ρθω για λίγες μέρες να σε δω,
έτσι, να ξεχαστώ, να καταφύγω,
να φάω λίγο μαγειρευτό φαΐ...
Μα τη φωνή σου ακούω πια μόνο στον τηλεφωνητή.
Γι’ αυτό αποφάσισα - κι ας μην το συνηθίζω -
να σου απαντήσω σήμερα μ’ αυτόν...

Ήθελα να σου πω για τη δουλειά...
Όλα αβέβαια, κάποιους τους διώξαν ήδη.
Εγώ είμαι πιο παλιός, ίσως να τη γλιτώσω...
Είναι και η Μαρία...
Της κόστισε πολύ που δεν το κάναμε
εκείνο το ταξίδι, μα χρωστούσα.
Ακούει και τους άλλους που καλοπερνούν...
Πώς τα βολεύουν; Νιώθω σαν άχρηστος!
(Ξέρω, «οι περιστάσεις» θα μου πεις εσύ,
«όμως δε χάνεται η αξία»!)
Κι άμα με διώξουνε;
Μέχρι που σκέφτηκα πως, αν συμβεί...
Μα είναι τα παιδιά, τι φταιν εκείνα;

Το βράδυ πάλι ο ύπνος μου ανήσυχος...
Λέει ο γιατρός πως έχω πίεση, να προσέχω!
Να προσέχω...
Μεγάλη απώλεια για το Σύμπαν, όσο να πεις!
Έτσι που λέω καμιά φορά...
Και θα τους μείνει κι η ασφάλεια,
να πάψει να γκρινιάζει κι η Μαρία!

Ξέρω, θα λες πάλι σε ψυχοπλάκωσα!
Μα αλλού δεν έχω να τα πω...
Α, χθες σου έβαλα την άλλη τη φωτογραφία,
εκείνη που τραβήξαμε στον κήπο, με το μπλε το φόρεμα
(η άλλη στη βεράντα δεν μου άρεσε)...
Ήρθε κι ένας τεχνίτης και χαράξαμε τα γράμματα.
Άντε, δυο χρόνια σου τα γλίτωσα:
του είπα «ετών ογδόντα»!

(Ντίνος Πυργιώτης, ΜΕΤΑ ΤΑ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑ)

Aixmi.gr

Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2013

Μια ταβέρνα στου Κουκάκη…

Μεσημέρι μιας απ’ τις πιο καυτές μέρες του αποπνικτικού καλοκαιριού του 2012… Είχα ακούσει για τη νέα ταβέρνα στη γειτονιά – εκεί, Ζίννη και Δημητρακοπούλου – αλλά δεν είχα πάει ποτέ. Μπήκα μέσα περισσότερο για να πάρω μια ανάσα από τη ζέστη που έλιωνε τα τσιμέντα…

Το πρώτο που αισθάνθηκα ήταν το ευχάριστο κλίμα από ένα καλο-ρυθμισμένο air conditioning που σε δρόσιζε χωρίς να σε παγώνει! Ξέχασα μονομιάς τον καύσωνα που τσουρούφλιζε έξω απ’ το παράθυρο, και έπιασα τραπέζι. Τότε πρωτοείδα τον Μιχάλη. Μη γνωρίζοντας την κουζίνα τους, παράγγειλα κάτι απλό: φασολάκια. Ήταν η πρώτη φορά που συνειδητοποιούσα πως τα φασολάκια μπορεί να είναι, τελικά, ένα πολύ γευστικό πιάτο!

Την άλλη μέρα ξαναπήγα. Αυτή τη φορά με εξυπηρέτησε ο Δημήτρης (έμαθα πως είναι ο δίδυμος του Μιχάλη, αν και δεν επαληθεύεται εδώ ο μύθος των «δύο σταγόνων νερού»!). Σε λίγο μπήκε στο σκηνικό και ο τρίτος αδελφός, ο πιο μεγάλος και ψηλός: ο Τάσος. Απόφοιτος της Νομικής, κατάλαβε πως δεν του ταίριαζε, τελικά, το επάγγελμα του δικηγόρου και αποφάσισε να ριχτεί στον δύσκολο στίβο της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Η οικογενειακή αυτή επιχείρηση ήταν το πιο μεγάλο στοίχημά του…

Αυτό που με κέρδισε από την αρχή στη συνοικιακή ταβέρνα στου Κουκάκη (με «ήτα», για τους μυημένους!) ήταν η ανυπόκριτη ευγένεια των ανθρώπων. Ξέρετε, όχι εκείνη η προσποιητή, πλαστικοποιημένη – και συχνά προσωρινή – ευγένεια του μαγαζάτορα που θέλει να κάνει καινούργιο πελάτη, αλλά μια γνήσια, έμφυτη εκπομπή θετικής ενέργειας, σε απόλυτη συμβατότητα με τους χαρακτήρες των ανθρώπων. Όμως, αν η ευγένεια σκλάβωνε, το φαγητό απογείωνε!

Έμαθα πως ο σεφ, ο Κώστας, είχε μακρά θητεία στην υψηλή κουζίνα πριν αποφασίσει να αφιερώσει ολοκληρωτικά την τέχνη και την εμπειρία του στις «Δυο δεκάρες». Και – για μένα το πιο σημαντικό – πίσω από τη νοστιμιά βρισκόταν η ποιότητα των υλικών που με σχολαστικότητα και δίχως το παραμικρό πνεύμα συμβιβασμού επιλέγουν για το μαγαζί τους τα τρία αδέλφια. Αδιάψευστος μάρτυς το (συνήθως υπερευαίσθητο) στομάχι μου, που ποτέ δεν παραπονέθηκε ως σήμερα. Ακόμα και για πιάτα «γκουρμέ» με έντονη την παρουσία μπαχαρικών!

Οι πλέον καχύποπτοι εκ των αναγνωστών θα αναρωτιούνται σίγουρα πώς ένας ταπεινός εκπαιδευτικός μπορεί και γευματίζει καθημερινά σε ένα τέτοιων προδιαγραφών εστιατόριο. Λοιπόν, φίλοι αναγνώστες – και φιλτάτη Εφορία, με τα περιβόητα τεκμήριά σου – ησυχάστε! Οι τιμές είναι αχτύπητες (όχι απλά λογικές), εντελώς δυσανάλογες, θα έλεγα, με τις τεράστιες μερίδες που γενναιόδωρα σερβίρονται στον πελάτη. «Εμείς θέλουμε ο πελάτης να φύγει ευχαριστημένος και χορτάτος, κι ας φάει όσο θέλει», λέει ο (καλοφαγάς κι ο ίδιος) Τάσος!

Ο οποίος Τάσος, παρεμπιπτόντως, είναι από τους πιο τακτικούς αναγνώστες του«Aixmi» (και όχι μόνο επειδή γράφει εκεί ένας πελάτης της ταβέρνας). Και σίγουρα θα εκπλαγεί βλέποντας αυτό το άρθρο (ελπίζω μόνο να μην ενοχληθεί για την «αυθαιρεσία» μου…). Όμως, σε καιρό κρίσης, πιστεύω πως πρέπει να εξαίρονται εκείνες οι υγιείς επιχειρηματικές προσπάθειες που βάζουν τον πελάτη πάνω από την τσέπη! Όπως μου ομολόγησαν τα τρία αδέλφια: «Εμείς βλέπουμε αυτή τη δουλειά περισσότερο σαν χόμπι, παρά σαν επιχείρηση. Γι’ αυτό και ό,τι κάνουμε εδώ το διασκεδάζουμε πραγματικά!»

Το ίδιο αφήνει να εννοηθεί και ο Κώστας, ο σεφ. Που, πάντα χαμογελαστός και καλοδιάθετος, μοιάζει μέσα στην κουζίνα του περισσότερο με ιερέα που επιδίδεται απολαυστικά σε κάποιο είδος μυστικής τελετουργίας. Μέρος της οποίας είναι, ενίοτε, και η αξιοποίηση της θυσίας ενός ατυχούς σολομού, μια φέτα του οποίου (με σάλτσα σαμπάνιας) κάνει συχνά την εμφάνισή της προκλητικά στο πιάτο μου!

Είναι κάτι τέτοιες στιγμές που ξεχνώ ολότελα πως ο εν λόγω σεφ είναι «γαύρος». Και προσπερνώ με κατανόηση και χιούμορ ακόμα και τις απαξιωτικές αναφορές του στο «Αεκάκι» – μια μάταιη προσπάθεια να με πικάρει, φιλικά!

* Ο Κώστας Παπαχρήστου εκτιμά έμπρακτα αυτούς που προσφέρουν ποιότητα βάζοντας τον άνθρωπο πάνω από το κέρδος!

Aixmi.gr

Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2013

Μια προσωπική κατάθεση για τον Δημήτρη Λιαντίνη

Το πρόσφατο άρθρο μου «Στη σκιά ενός επίγειου θεού» ήταν μια απόπειρα μεταφυσικής και ποιητικής προσέγγισης στο φαινόμενο «Δημήτρης Λιαντίνης». Από πρόσωπα του στενού μου περιβάλλοντος δέχθηκα έντονες κριτικές: Με κατηγόρησαν πως θεοποίησα έναν κοινό θνητό (όσο σημαντικός κι αν υπήρξε αυτός), με τέτοιο τρόπο μάλιστα ώστε να παρεμφαίνεται, παράλληλα, μια (συνειδητή ή όχι) αυτο-συρρίκνωσή μου!

Δεν θα κρύψω πως το άρθρο αυτό υπήρξε προϊόν θαυμασμού για την ιδιοφυΐα και την δύναμη της προσωπικότητας του Δ. Λιαντίνη, άσχετα αν ποτέ δεν συμφώνησα με τις ιδέες του. Δέχομαι ότι ίσως παρασύρθηκα στην υπερβολή προσδίδοντας στον θρυλικό ακαδημαϊκό διαστάσεις υπερφυσικές και υπερκόσμιες! Για λόγους ισορροπίας, δεν παρέλειψα να αναφέρω και κάποιες ανθρώπινες αδυναμίες που, κατά τη γνώμη μου, τον χαρακτήριζαν. Ως προς το ύφος του κειμένου, απέφυγα τη χρήση «στεγνού» ακαδημαϊκού λόγου, επιλέγοντας έναν τρόπο έκφρασης πιο χαλαρό, συχνά διανθισμένο με χιούμορ που μόνο η στενόμυαλη προκατάληψη θα μπορούσε να παρερμηνεύσει ως «ειρωνεία και χλεύη», όπως διάβασα στα σχόλια κάποιων αναγνωστών!

Γιατί αποφάσισα, εδώ και αρκετόν καιρό, να ασχοληθώ κριτικά με τον Δ. Λιαντίνη, προκαλώντας την μήνιν των οπαδών του (άσχετα αν οι τελευταίοι αρνούνται πεισματικά τον χαρακτηρισμό «οπαδός»); Αφετηριακά, οι λόγοι υπήρξαν προσωπικοί. Σε δεύτερο χρόνο, μελετώντας το τελευταίο έργο του εντόπισα κάποιες ιδέες που, ως εκπαιδευτικό, με εξόργισαν! Αλλά, ας πάρουμε τα πράγματα απ’ την αρχή…

Πριν κάποια χρόνια, ένα πολύ κοντινό μου πρόσωπο (ας την ονομάσουμε απλά «Φίλη») μου ζήτησε ως δώρο γιορτής να της αγοράσω τη «Γκέμμα». Ήταν η πρώτη φορά που άκουγα αυτό τον τίτλο βιβλίου, αν και γνώριζα τον συγγραφέα από τον μυθιστορηματικό τρόπο που είχαν κάποτε παρουσιάσει την εξαφάνισή του τα media. Ο βιβλιοπώλης της γειτονιάς μου έδειξε εντυπωσιασμένος: «Πού το ανακάλυψες αυτό το βιβλίο;» Του είπα πως δεν το γνώριζα, μα ήταν παραγγελία δώρου…

Η Φίλη διερχόταν τότε μια περίοδο αληθινής ψυχολογικής αποσύνθεσης, με εμφανή τα σημάδια αυτοκαταστροφικών τάσεων. Πίστεψα πως το βιβλίο αυτό θα την βοηθούσε να ξαναγυρίσει σε μια θετική στάση ζωής – άλλωστε, για ποιον άλλο λόγο μου είχε ζητήσει να της το αγοράσω; Αυτό που δεν μπόρεσα να φανταστώ ήταν πως, άθελά μου, της είχα προσφέρει το τελικό κλειδί της εισόδου στην Κόλαση!

Η βούληση του πεπρωμένου και η δύναμη της θέλησης για ζωή υπερίσχυσαν, τελικά, της ροπής στην αυτοκαταστροφή. Κι έτσι ξεκίνησε για τη Φίλη μια μακρά κι επίπονη πορεία ανάκαμψης, παράλληλα με μια σταδιακή απομυθοποίηση ενός βιβλίου που υπήρξε κάποτε γι’ αυτήν «ευαγγέλιο»…

Πολλά χρόνια μετά την αγορά του φοβερού βιβλίου, ζήτησα από τον βιβλιοπώλη μου άλλη μια κόπια – τούτη τη φορά για τον εαυτό μου. Καθώς κατάπινα τις σελίδες, άρχισα να αντιλαμβάνομαι την καταλυτική επίδραση που θα μπορούσε να έχει αυτός ο σαγηνευτικά διαπεραστικός λόγος πάνω σε έναν εύθραυστο, παραπαίοντα ψυχισμό. Αλλά, και πέραν των όσων άπτονταν καθαρά προσωπικών ζητημάτων, στις σελίδες αυτές ανακάλυψα θέσεις που μου προκάλεσαν αισθήματα αποστροφής! Ανάμεσα σ’ αυτές, μια χυδαία σαρκαστική αναφορά στην ερωτική «δοκιμότητα» του Καζαντζάκη, ένας ρατσιστικού τύπου αντισημιτισμός που παραπέμπει σε εφιαλτικές περιόδους της νεότερης Ιστορίας, κι ένα επικίνδυνα νοσηρό δόγμα σύμφωνα με το οποίο στον πυρήνα κάθε ουσιαστικής ερωτικής σχέσης οφείλει να φωλιάζει η καταστροφή, η συμφορά κι ο θάνατος, αλλιώς ο έρωτας είναι «θέμα της κωμωδίας»!

Τον καιρό εκείνο είχα μόλις ξεκινήσει να αρθρογραφώ (ως αναγνώστης) στο «Βήμα». Έτσι, κάθισα και έγραψα ένα σύντομο άρθρο όπου συνόψιζα τις ενστάσεις μου πάνω στην «Γκέμμα». Παράλληλα, άρχισα να παρακολουθώ στο Διαδίκτυο videos με διαλέξεις του Λιαντίνη. Όσο γοητευτικός κι αν μου φάνηκε ο λόγος του, εντόπισα και κάποιες – κατά τη γνώμη μου – αντιπαιδαγωγικές θέσεις. Δημοσίευσα, έτσι, δύο αποσπάσματα λόγων του στο κανάλι μου στο YouTube συνοδευόμενα από αντίστοιχα κείμενα με προσωπικά σχόλια και παρατηρήσεις.

Οι αντιδράσεις που, διαχρονικά, έχω εισπράξει από φανατικούς θαυμαστές του Λιαντίνη λόγω των δημόσιων αυτών τοποθετήσεών μου, παραπέμπουν μάλλον σε θρησκευτικού τύπου φονταμενταλισμό, παρά σε νηφάλια, καλόπιστη και ορθολογική (έστω και όχι αναγκαία ακαδημαϊκή) ανταλλαγή απόψεων. Κατηγορήθηκα ως «εμπαθής» από συνειδήσεις που τις κυβερνούσε η εμπάθεια! Συνειδητοποίησα πως στο χώρο των πιστών του Λιαντίνη θεωρείται ανεπίτρεπτο (σχεδόν ιερόσυλο) ακόμα και να προφέρει κάποιος το όνομά του χωρίς παράλληλα να τον εξυμνεί! Συχνά εισέπραξα χλευαστικά έως υβριστικά σχόλια (ακόμα και στο άρθρο μου στο Aixmi, κάποιος αναγνώστης χαρακτήρισε ως «ανανδρία» την κριτική σε… τεθνεώτες!).

Μη θέλοντας να κουράσω άλλο τον αναγνώστη, ολοκληρώνω εδώ τη σύντομη «απολογία» μου για τους λόγους της περίπλοκης (και ίσως αμφίθυμης) μερικής διείσδυσής μου στο επικίνδυνα ελκυστικό σύμπαν του Δημήτρη Λιαντίνη. Δεν έγραψα το κείμενο ως απάντηση στους φανατικούς (γι’ αυτούς αδιαφορώ απόλυτα) αλλά σαν προσωπική κατάθεση στους φίλους και αναγνώστες που, ακόμα κι όταν διαφώνησαν μαζί μου, το έκαναν με όρους ειλικρινούς επικοινωνίας και όχι άκριτου κι απρόκλητου κανιβαλισμού που δεν τιμά, σε τελική ανάλυση, τη μνήμη του ειδώλου τους…

Ευχαριστίες: Ευχαριστώ τη Θάλεια Χρόνη, καθώς και τον συνάδελφο, καθηγητή Φιλοσοφίας Η. Τεμπέλη, για πολύ χρήσιμες συζητήσεις που συνέβαλαν στη συγγραφή των άρθρων για τον Δ. Λιαντίνη.

* Ο Κώστας Παπαχρήστου διδάσκει σε μεγάλα παιδιά πώς να (μην) παπαγαλίζουν τη Φυσική…

Aixmi.gr