Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2013

Από το «Μαμά γερνάω» στο «μαμά απολύομαι»!

Πριν χρόνια αμέτρητα, είχα μια συζήτηση με τον καθηγητή μου της θεωρίας στο ωδείο σχετικά με το κατά πόσον οριοθετείται η ιδιότητα του «κλασικού» στη μουσική. Για παράδειγμα, πόσο «κλασική» θα μπορούσε να θεωρηθεί η λαϊκή μουσική ή η Pop. Στη συντηρητική λογική μου εκείνου του καιρού, ο σοφός Π. Βεντούρας απάντησε με μια φράση που τότε μου φάνηκε ρηξικέλευθη: «Αν το καλοσκεφτείς, μήπως οι Beatles δεν είναι, κατά μία έννοια, ο Μπάρτοκ της Αγγλίας;»

Στο πλαίσιο του ελληνικού ρεπερτορίου, υπάρχουν κάποια τραγούδια που θα μπορούσαν επάξια να χαρακτηριστούν «κλασικά», με την έννοια τόσο της διαχρονικότητας όσο και της καλλιτεχνικής αξίας. Ένα από αυτά είναι, αναμφίβολα, το «Μαμά γερνάω» των Σταμάτη Κραουνάκη – Λίνας Νικολακοπούλου (1988).

Δείτε το video



Οι εκ των κορυφαίων στίχων στο ελληνικό τραγούδι, επενδυμένοι με την υπέροχη, πάντα, μουσική τού (ενίοτε ακρίτως πολιτικολογούντος...) κορυφαίου σύγχρονου έλληνα μουσικοσυνθέτη, αναδεικνύουν με γενναιότητα τον υπαρξιακό φόβο του ανθρώπου μπροστά στο φάσμα της απώλειας της νεότητας. Κεντρικό πρόσωπο, η καθαγιασμένη μορφή της μητέρας που, σε ρόλο υπέρτατου εξομολόγου, απορροφά καρτερικά τους ψυχικούς κραδασμούς που γεννά η θλίψη, η ανασφάλεια και η διάψευση των ονείρων...

Αναρωτιέμαι ποιος θα ήταν ο τίτλος και το περιεχόμενο του τραγουδιού αν το έγραφε σήμερα το φοβερό δίδυμο των τραγουδοποιών. Σήμερα που ο άνθρωπος της χρεοκοπημένης χώρας δεν έχει καν το χρόνο, μα κι ούτε τη διάθεση, να προσέξει πως γερνά.... Σε μια εποχή που η ποιότητα ζωής κατάντησε πολυτέλεια, κι η μόνη υπαρκτή προοπτική που απόμεινε είναι αυτή της αγχωτικής επιβίωσης!

Η σημερινή μητέρα-εξομολόγος θα καλούνταν να αναστηλώσει το καταρρακωμένο ηθικό του ανθρώπου της δημιουργικής ηλικίας που βλέπει ξαφνικά τη γη να υποχωρεί κάτω απ’ τα πόδια του καθώς αντικρίζει το φάσμα της εργασιακής ανασφάλειας, ή, ακόμα τραγικότερα, καθώς βιώνει το τραύμα της απώλειας εργασίας. Σε μια εποχή, μάλιστα, που ο άνθρωπος έχει μάθει να εναποθέτει το αίσθημα της αυταξίας του στην αμφίβολη πιστοποίηση που παρέχει το τεκμήριο του καταναλωτισμού...

Το παρόν σημείωμα αποτελεί, κατά κάποιον τρόπο, ανοιχτή πρό(σ)κληση προς τους δύο σπουδαίους καλλιτέχνες να ξαναγράψουν το τραγούδι τους προσαρμόζοντάς το στις νέες αγωνίες της εποχής, προεξάρχουσα θέση στις οποίες κατέχει ο εφιάλτης της ανεργίας. Το «νέες» είναι σχήμα λόγου, βέβαια, αν θυμηθούμε τους μακρινούς εκείνους καιρούς που εκφράστηκαν μελωδικά με «Το παλικάρι έχει καημό» των Θεοδωράκη – Ελευθερίου. Καιρούς που, δυστυχώς, ξαναζούμε σήμερα, μια και η Ιστορία επαναλαμβάνεται – και μάλιστα, δίχως καν την παρηγοριά της φάρσας!

Εν αναμονή της απάντησης στην πρό(σ)κληση, αφήνω σαν συντροφιά στον αναγνώστη ένα ταπεινών προδιαγραφών «οιονεί ποίημα». Κάτι σαν τον πασατέμπο που τρώγαμε κάποτε στη Φιλαδέλφεια, περιμένοντας ν’ αρχίσει το ματς της ΑΕΚ...

Τηλεφωνητής...

Σε πήρα πάλι σήμερα, μα δεν το σήκωνες...
Ήθελα να μιλήσω λίγο,
ίσως να ‘ρθω για λίγες μέρες να σε δω,
έτσι, να ξεχαστώ, να καταφύγω,
να φάω λίγο μαγειρευτό φαΐ...
Μα τη φωνή σου ακούω πια μόνο στον τηλεφωνητή.
Γι’ αυτό αποφάσισα - κι ας μην το συνηθίζω -
να σου απαντήσω σήμερα μ’ αυτόν...

Ήθελα να σου πω για τη δουλειά...
Όλα αβέβαια, κάποιους τους διώξαν ήδη.
Εγώ είμαι πιο παλιός, ίσως να τη γλιτώσω...
Είναι και η Μαρία...
Της κόστισε πολύ που δεν το κάναμε
εκείνο το ταξίδι, μα χρωστούσα.
Ακούει και τους άλλους που καλοπερνούν...
Πώς τα βολεύουν; Νιώθω σαν άχρηστος!
(Ξέρω, «οι περιστάσεις» θα μου πεις εσύ,
«όμως δε χάνεται η αξία»!)
Κι άμα με διώξουνε;
Μέχρι που σκέφτηκα πως, αν συμβεί...
Μα είναι τα παιδιά, τι φταιν εκείνα;

Το βράδυ πάλι ο ύπνος μου ανήσυχος...
Λέει ο γιατρός πως έχω πίεση, να προσέχω!
Να προσέχω...
Μεγάλη απώλεια για το Σύμπαν, όσο να πεις!
Έτσι που λέω καμιά φορά...
Και θα τους μείνει κι η ασφάλεια,
να πάψει να γκρινιάζει κι η Μαρία!

Ξέρω, θα λες πάλι σε ψυχοπλάκωσα!
Μα αλλού δεν έχω να τα πω...
Α, χθες σου έβαλα την άλλη τη φωτογραφία,
εκείνη που τραβήξαμε στον κήπο, με το μπλε το φόρεμα
(η άλλη στη βεράντα δεν μου άρεσε)...
Ήρθε κι ένας τεχνίτης και χαράξαμε τα γράμματα.
Άντε, δυο χρόνια σου τα γλίτωσα:
του είπα «ετών ογδόντα»!

(Ντίνος Πυργιώτης, ΜΕΤΑ ΤΑ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑ)

Aixmi.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου