Το πρόσφατο άρθρο μου «Στη σκιά ενός επίγειου θεού» ήταν μια απόπειρα μεταφυσικής και ποιητικής προσέγγισης στο φαινόμενο «Δημήτρης Λιαντίνης». Από πρόσωπα του στενού μου περιβάλλοντος δέχθηκα έντονες κριτικές: Με κατηγόρησαν πως θεοποίησα έναν κοινό θνητό (όσο σημαντικός κι αν υπήρξε αυτός), με τέτοιο τρόπο μάλιστα ώστε να παρεμφαίνεται, παράλληλα, μια (συνειδητή ή όχι) αυτο-συρρίκνωσή μου!
Δεν θα κρύψω πως το άρθρο αυτό υπήρξε προϊόν θαυμασμού για την ιδιοφυΐα και την δύναμη της προσωπικότητας του Δ. Λιαντίνη, άσχετα αν ποτέ δεν συμφώνησα με τις ιδέες του. Δέχομαι ότι ίσως παρασύρθηκα στην υπερβολή προσδίδοντας στον θρυλικό ακαδημαϊκό διαστάσεις υπερφυσικές και υπερκόσμιες! Για λόγους ισορροπίας, δεν παρέλειψα να αναφέρω και κάποιες ανθρώπινες αδυναμίες που, κατά τη γνώμη μου, τον χαρακτήριζαν. Ως προς το ύφος του κειμένου, απέφυγα τη χρήση «στεγνού» ακαδημαϊκού λόγου, επιλέγοντας έναν τρόπο έκφρασης πιο χαλαρό, συχνά διανθισμένο με χιούμορ που μόνο η στενόμυαλη προκατάληψη θα μπορούσε να παρερμηνεύσει ως «ειρωνεία και χλεύη», όπως διάβασα στα σχόλια κάποιων αναγνωστών!
Γιατί αποφάσισα, εδώ και αρκετόν καιρό, να ασχοληθώ κριτικά με τον Δ. Λιαντίνη, προκαλώντας την μήνιν των οπαδών του (άσχετα αν οι τελευταίοι αρνούνται πεισματικά τον χαρακτηρισμό «οπαδός»); Αφετηριακά, οι λόγοι υπήρξαν προσωπικοί. Σε δεύτερο χρόνο, μελετώντας το τελευταίο έργο του εντόπισα κάποιες ιδέες που, ως εκπαιδευτικό, με εξόργισαν! Αλλά, ας πάρουμε τα πράγματα απ’ την αρχή…
Πριν κάποια χρόνια, ένα πολύ κοντινό μου πρόσωπο (ας την ονομάσουμε απλά «Φίλη») μου ζήτησε ως δώρο γιορτής να της αγοράσω τη «Γκέμμα». Ήταν η πρώτη φορά που άκουγα αυτό τον τίτλο βιβλίου, αν και γνώριζα τον συγγραφέα από τον μυθιστορηματικό τρόπο που είχαν κάποτε παρουσιάσει την εξαφάνισή του τα media. Ο βιβλιοπώλης της γειτονιάς μου έδειξε εντυπωσιασμένος: «Πού το ανακάλυψες αυτό το βιβλίο;» Του είπα πως δεν το γνώριζα, μα ήταν παραγγελία δώρου…
Η Φίλη διερχόταν τότε μια περίοδο αληθινής ψυχολογικής αποσύνθεσης, με εμφανή τα σημάδια αυτοκαταστροφικών τάσεων. Πίστεψα πως το βιβλίο αυτό θα την βοηθούσε να ξαναγυρίσει σε μια θετική στάση ζωής – άλλωστε, για ποιον άλλο λόγο μου είχε ζητήσει να της το αγοράσω; Αυτό που δεν μπόρεσα να φανταστώ ήταν πως, άθελά μου, της είχα προσφέρει το τελικό κλειδί της εισόδου στην Κόλαση!
Η βούληση του πεπρωμένου και η δύναμη της θέλησης για ζωή υπερίσχυσαν, τελικά, της ροπής στην αυτοκαταστροφή. Κι έτσι ξεκίνησε για τη Φίλη μια μακρά κι επίπονη πορεία ανάκαμψης, παράλληλα με μια σταδιακή απομυθοποίηση ενός βιβλίου που υπήρξε κάποτε γι’ αυτήν «ευαγγέλιο»…
Πολλά χρόνια μετά την αγορά του φοβερού βιβλίου, ζήτησα από τον βιβλιοπώλη μου άλλη μια κόπια – τούτη τη φορά για τον εαυτό μου. Καθώς κατάπινα τις σελίδες, άρχισα να αντιλαμβάνομαι την καταλυτική επίδραση που θα μπορούσε να έχει αυτός ο σαγηνευτικά διαπεραστικός λόγος πάνω σε έναν εύθραυστο, παραπαίοντα ψυχισμό. Αλλά, και πέραν των όσων άπτονταν καθαρά προσωπικών ζητημάτων, στις σελίδες αυτές ανακάλυψα θέσεις που μου προκάλεσαν αισθήματα αποστροφής! Ανάμεσα σ’ αυτές, μια χυδαία σαρκαστική αναφορά στην ερωτική «δοκιμότητα» του Καζαντζάκη, ένας ρατσιστικού τύπου αντισημιτισμός που παραπέμπει σε εφιαλτικές περιόδους της νεότερης Ιστορίας, κι ένα επικίνδυνα νοσηρό δόγμα σύμφωνα με το οποίο στον πυρήνα κάθε ουσιαστικής ερωτικής σχέσης οφείλει να φωλιάζει η καταστροφή, η συμφορά κι ο θάνατος, αλλιώς ο έρωτας είναι «θέμα της κωμωδίας»!
Τον καιρό εκείνο είχα μόλις ξεκινήσει να αρθρογραφώ (ως αναγνώστης) στο «Βήμα». Έτσι, κάθισα και έγραψα ένα σύντομο άρθρο όπου συνόψιζα τις ενστάσεις μου πάνω στην «Γκέμμα». Παράλληλα, άρχισα να παρακολουθώ στο Διαδίκτυο videos με διαλέξεις του Λιαντίνη. Όσο γοητευτικός κι αν μου φάνηκε ο λόγος του, εντόπισα και κάποιες – κατά τη γνώμη μου – αντιπαιδαγωγικές θέσεις. Δημοσίευσα, έτσι, δύο αποσπάσματα λόγων του στο κανάλι μου στο YouTube συνοδευόμενα από αντίστοιχα κείμενα με προσωπικά σχόλια και παρατηρήσεις.
Οι αντιδράσεις που, διαχρονικά, έχω εισπράξει από φανατικούς θαυμαστές του Λιαντίνη λόγω των δημόσιων αυτών τοποθετήσεών μου, παραπέμπουν μάλλον σε θρησκευτικού τύπου φονταμενταλισμό, παρά σε νηφάλια, καλόπιστη και ορθολογική (έστω και όχι αναγκαία ακαδημαϊκή) ανταλλαγή απόψεων. Κατηγορήθηκα ως «εμπαθής» από συνειδήσεις που τις κυβερνούσε η εμπάθεια! Συνειδητοποίησα πως στο χώρο των πιστών του Λιαντίνη θεωρείται ανεπίτρεπτο (σχεδόν ιερόσυλο) ακόμα και να προφέρει κάποιος το όνομά του χωρίς παράλληλα να τον εξυμνεί! Συχνά εισέπραξα χλευαστικά έως υβριστικά σχόλια (ακόμα και στο άρθρο μου στο Aixmi, κάποιος αναγνώστης χαρακτήρισε ως «ανανδρία» την κριτική σε… τεθνεώτες!).
Μη θέλοντας να κουράσω άλλο τον αναγνώστη, ολοκληρώνω εδώ τη σύντομη «απολογία» μου για τους λόγους της περίπλοκης (και ίσως αμφίθυμης) μερικής διείσδυσής μου στο επικίνδυνα ελκυστικό σύμπαν του Δημήτρη Λιαντίνη. Δεν έγραψα το κείμενο ως απάντηση στους φανατικούς (γι’ αυτούς αδιαφορώ απόλυτα) αλλά σαν προσωπική κατάθεση στους φίλους και αναγνώστες που, ακόμα κι όταν διαφώνησαν μαζί μου, το έκαναν με όρους ειλικρινούς επικοινωνίας και όχι άκριτου κι απρόκλητου κανιβαλισμού που δεν τιμά, σε τελική ανάλυση, τη μνήμη του ειδώλου τους…
Ευχαριστίες: Ευχαριστώ τη Θάλεια Χρόνη, καθώς και τον συνάδελφο, καθηγητή Φιλοσοφίας Η. Τεμπέλη, για πολύ χρήσιμες συζητήσεις που συνέβαλαν στη συγγραφή των άρθρων για τον Δ. Λιαντίνη.
* Ο Κώστας Παπαχρήστου διδάσκει σε μεγάλα παιδιά πώς να (μην) παπαγαλίζουν τη Φυσική…
Aixmi.gr
Δεν θα κρύψω πως το άρθρο αυτό υπήρξε προϊόν θαυμασμού για την ιδιοφυΐα και την δύναμη της προσωπικότητας του Δ. Λιαντίνη, άσχετα αν ποτέ δεν συμφώνησα με τις ιδέες του. Δέχομαι ότι ίσως παρασύρθηκα στην υπερβολή προσδίδοντας στον θρυλικό ακαδημαϊκό διαστάσεις υπερφυσικές και υπερκόσμιες! Για λόγους ισορροπίας, δεν παρέλειψα να αναφέρω και κάποιες ανθρώπινες αδυναμίες που, κατά τη γνώμη μου, τον χαρακτήριζαν. Ως προς το ύφος του κειμένου, απέφυγα τη χρήση «στεγνού» ακαδημαϊκού λόγου, επιλέγοντας έναν τρόπο έκφρασης πιο χαλαρό, συχνά διανθισμένο με χιούμορ που μόνο η στενόμυαλη προκατάληψη θα μπορούσε να παρερμηνεύσει ως «ειρωνεία και χλεύη», όπως διάβασα στα σχόλια κάποιων αναγνωστών!
Γιατί αποφάσισα, εδώ και αρκετόν καιρό, να ασχοληθώ κριτικά με τον Δ. Λιαντίνη, προκαλώντας την μήνιν των οπαδών του (άσχετα αν οι τελευταίοι αρνούνται πεισματικά τον χαρακτηρισμό «οπαδός»); Αφετηριακά, οι λόγοι υπήρξαν προσωπικοί. Σε δεύτερο χρόνο, μελετώντας το τελευταίο έργο του εντόπισα κάποιες ιδέες που, ως εκπαιδευτικό, με εξόργισαν! Αλλά, ας πάρουμε τα πράγματα απ’ την αρχή…
Πριν κάποια χρόνια, ένα πολύ κοντινό μου πρόσωπο (ας την ονομάσουμε απλά «Φίλη») μου ζήτησε ως δώρο γιορτής να της αγοράσω τη «Γκέμμα». Ήταν η πρώτη φορά που άκουγα αυτό τον τίτλο βιβλίου, αν και γνώριζα τον συγγραφέα από τον μυθιστορηματικό τρόπο που είχαν κάποτε παρουσιάσει την εξαφάνισή του τα media. Ο βιβλιοπώλης της γειτονιάς μου έδειξε εντυπωσιασμένος: «Πού το ανακάλυψες αυτό το βιβλίο;» Του είπα πως δεν το γνώριζα, μα ήταν παραγγελία δώρου…
Η Φίλη διερχόταν τότε μια περίοδο αληθινής ψυχολογικής αποσύνθεσης, με εμφανή τα σημάδια αυτοκαταστροφικών τάσεων. Πίστεψα πως το βιβλίο αυτό θα την βοηθούσε να ξαναγυρίσει σε μια θετική στάση ζωής – άλλωστε, για ποιον άλλο λόγο μου είχε ζητήσει να της το αγοράσω; Αυτό που δεν μπόρεσα να φανταστώ ήταν πως, άθελά μου, της είχα προσφέρει το τελικό κλειδί της εισόδου στην Κόλαση!
Η βούληση του πεπρωμένου και η δύναμη της θέλησης για ζωή υπερίσχυσαν, τελικά, της ροπής στην αυτοκαταστροφή. Κι έτσι ξεκίνησε για τη Φίλη μια μακρά κι επίπονη πορεία ανάκαμψης, παράλληλα με μια σταδιακή απομυθοποίηση ενός βιβλίου που υπήρξε κάποτε γι’ αυτήν «ευαγγέλιο»…
Πολλά χρόνια μετά την αγορά του φοβερού βιβλίου, ζήτησα από τον βιβλιοπώλη μου άλλη μια κόπια – τούτη τη φορά για τον εαυτό μου. Καθώς κατάπινα τις σελίδες, άρχισα να αντιλαμβάνομαι την καταλυτική επίδραση που θα μπορούσε να έχει αυτός ο σαγηνευτικά διαπεραστικός λόγος πάνω σε έναν εύθραυστο, παραπαίοντα ψυχισμό. Αλλά, και πέραν των όσων άπτονταν καθαρά προσωπικών ζητημάτων, στις σελίδες αυτές ανακάλυψα θέσεις που μου προκάλεσαν αισθήματα αποστροφής! Ανάμεσα σ’ αυτές, μια χυδαία σαρκαστική αναφορά στην ερωτική «δοκιμότητα» του Καζαντζάκη, ένας ρατσιστικού τύπου αντισημιτισμός που παραπέμπει σε εφιαλτικές περιόδους της νεότερης Ιστορίας, κι ένα επικίνδυνα νοσηρό δόγμα σύμφωνα με το οποίο στον πυρήνα κάθε ουσιαστικής ερωτικής σχέσης οφείλει να φωλιάζει η καταστροφή, η συμφορά κι ο θάνατος, αλλιώς ο έρωτας είναι «θέμα της κωμωδίας»!
Τον καιρό εκείνο είχα μόλις ξεκινήσει να αρθρογραφώ (ως αναγνώστης) στο «Βήμα». Έτσι, κάθισα και έγραψα ένα σύντομο άρθρο όπου συνόψιζα τις ενστάσεις μου πάνω στην «Γκέμμα». Παράλληλα, άρχισα να παρακολουθώ στο Διαδίκτυο videos με διαλέξεις του Λιαντίνη. Όσο γοητευτικός κι αν μου φάνηκε ο λόγος του, εντόπισα και κάποιες – κατά τη γνώμη μου – αντιπαιδαγωγικές θέσεις. Δημοσίευσα, έτσι, δύο αποσπάσματα λόγων του στο κανάλι μου στο YouTube συνοδευόμενα από αντίστοιχα κείμενα με προσωπικά σχόλια και παρατηρήσεις.
Οι αντιδράσεις που, διαχρονικά, έχω εισπράξει από φανατικούς θαυμαστές του Λιαντίνη λόγω των δημόσιων αυτών τοποθετήσεών μου, παραπέμπουν μάλλον σε θρησκευτικού τύπου φονταμενταλισμό, παρά σε νηφάλια, καλόπιστη και ορθολογική (έστω και όχι αναγκαία ακαδημαϊκή) ανταλλαγή απόψεων. Κατηγορήθηκα ως «εμπαθής» από συνειδήσεις που τις κυβερνούσε η εμπάθεια! Συνειδητοποίησα πως στο χώρο των πιστών του Λιαντίνη θεωρείται ανεπίτρεπτο (σχεδόν ιερόσυλο) ακόμα και να προφέρει κάποιος το όνομά του χωρίς παράλληλα να τον εξυμνεί! Συχνά εισέπραξα χλευαστικά έως υβριστικά σχόλια (ακόμα και στο άρθρο μου στο Aixmi, κάποιος αναγνώστης χαρακτήρισε ως «ανανδρία» την κριτική σε… τεθνεώτες!).
Μη θέλοντας να κουράσω άλλο τον αναγνώστη, ολοκληρώνω εδώ τη σύντομη «απολογία» μου για τους λόγους της περίπλοκης (και ίσως αμφίθυμης) μερικής διείσδυσής μου στο επικίνδυνα ελκυστικό σύμπαν του Δημήτρη Λιαντίνη. Δεν έγραψα το κείμενο ως απάντηση στους φανατικούς (γι’ αυτούς αδιαφορώ απόλυτα) αλλά σαν προσωπική κατάθεση στους φίλους και αναγνώστες που, ακόμα κι όταν διαφώνησαν μαζί μου, το έκαναν με όρους ειλικρινούς επικοινωνίας και όχι άκριτου κι απρόκλητου κανιβαλισμού που δεν τιμά, σε τελική ανάλυση, τη μνήμη του ειδώλου τους…
Ευχαριστίες: Ευχαριστώ τη Θάλεια Χρόνη, καθώς και τον συνάδελφο, καθηγητή Φιλοσοφίας Η. Τεμπέλη, για πολύ χρήσιμες συζητήσεις που συνέβαλαν στη συγγραφή των άρθρων για τον Δ. Λιαντίνη.
* Ο Κώστας Παπαχρήστου διδάσκει σε μεγάλα παιδιά πώς να (μην) παπαγαλίζουν τη Φυσική…
Aixmi.gr