Τετάρτη 21 Ιουνίου 2023

Η αθέατη όψη της βουκαμβίλιας | Το πιο αληθινό βιβλίο που γράφτηκε ποτέ


Η ιστορία ενός βιβλίου που δεν περιείχε το παραμικρό ψέμα. Ίσως το μόνο τέτοιο βιβλίο που γράφτηκε ποτέ...

Γράφει: Κώστας Παπαχρήστου

Στην αίθουσα εκδηλώσεων του κεντρικού βιβλιοπωλείου είχε μαζευτεί κόσμος από νωρίς. Κάθε νέο βιβλίο του διάσημου συγγραφέα αποτελούσε φιλολογικό γεγονός, όμως τούτο το τελευταίο το τύλιγε ένα πέπλο μυστηρίου. Κανείς δεν γνώριζε τον τίτλο ή το θέμα, μα θα τα μάθαιναν όλα στην παρουσίαση που θα έκανε σε λίγο ο ίδιος ο συγγραφέας. Μάλιστα, οι προσκεκλημένοι θα λάβαιναν κι από μια κόπια του βιβλίου δωρεάν!

Η ξαφνική έξαψη στην αίθουσα φανέρωσε την άφιξη του συγγραφέα. Χωρίς τα συνηθισμένα χαμόγελα και τις γνώριμες χαιρετούρες, κινήθηκε μονομιάς προς το βήμα ενώ ταυτόχρονα μοιράζονταν οι κόπιες στο κοινό. Κίνησε να μιλήσει, μα κάποιος από κάτω τον διέκοψε με φωνή που πρόδιδε ευγένεια μαζί με δισταγμό: «Πριν ξεκινήσουμε, μήπως θα μπορούσα να έχω μια άλλη κόπια; Η δική μου είναι κακέκτυπη. Στο εξώφυλλο λείπει ο τίτλος, και όλες οι εσωτερικές σελίδες είναι λευκές!»

Τότε ένας άλλος απ’ το κοινό ακούστηκε να λέει: «Θέλω κι εγώ μια άλλη κόπια. Έχω το ίδιο πρόβλημα!» Σε λίγο το ίδιο είπε κι ένας τρίτος, κι ένας τέταρτος, ώσπου τελικά βρέθηκε πως όλοι στην αίθουσα είχαν πάρει ένα κακέκτυπο με κατάλευκες σελίδες!

Η απορία κι η αναστάτωση έφτασαν στο αποκορύφωμα σαν έγινε γνωστό πως οι κόπιες ήταν εξαρχής μετρημένες για το κοινό που είχε προσκληθεί, και άλλες δεν υπήρχαν. Ο συγγραφέας πήρε τότε το λόγο, ενώ στην αίθουσα είχε απλωθεί μια παγερή κι αμήχανη σιωπή...

«Αγαπητοί φίλοι, σας ευχαριστώ που με τιμήσατε με την παρουσία σας κι ελπίζω στο τέλος να μη σας απογοητεύσω.

Καθώς ερχόμουν εδώ, έκοψα δρόμο μέσα απ’ το πάρκο του Δημαρχείου. Έπεσε τότε το μάτι μου στις ολάνθιστες βουκαμβίλιες μ’ εκείνους τους υπέροχους φούξια χρωματισμούς τους που αιχμαλωτίζουν πάντα το βλέμμα του περαστικού. Σκέφτηκα τότε να σας μιλήσω σήμερα γι’ αυτή τη μοναδική ομορφιά της Φύσης που πριν λίγο είχα σταθεί τυχερός να αντικρίσω.

Μα γρήγορα άρχισε να με βασανίζει μια δεύτερη σκέψη. Ή μάλλον, ένα αίσθημα ενοχής για μια σχεδιαζόμενη εξαπάτηση του κοινού που θα μαζευόταν εδώ για να με ακούσει! Γιατί, η ομορφιά για την οποία θα μιλούσα είναι πρόσκαιρη, ζει και πεθαίνει μαζί με τα άνθη στο φράχτη του πάρκου. Τι νόημα έχει να μιλά κανείς για το ωραίο που είναι προορισμένο να αφανιστεί;

Όμως, το πιο σπουδαίο είναι αλλού: Ενώ θα εξήπτα τη φαντασία σας με εικόνες απόλυτου φυσικού κάλλους, θα απόφευγα παράλληλα, με κάθε προσοχή, να αναφερθώ στην άλλη, την κρυμμένη όψη της ομορφιάς. Και δεν θα έλεγα κουβέντα για την οδυνηρή εμπειρία μου σαν άγγιξα το φυτό χωρίς να προσέξω εκείνα τα φοβερά αγκάθια που κρύβονταν από κάτω!

Τελικά, αποφάσισα να σας μιλήσω γι’ αυτό που μου συνέβη, εκθέτοντας τόσο τις φωτεινές όσο και τις σκοτεινές πλευρές του. Κι ας διαλέξει ο καθένας από εσάς τι είναι γι’ αυτόν πιο σημαντικό. Εγώ πάντως νιώθω για πρώτη φορά τόσο ανάλαφρος μπροστά σας. Γιατί, είναι η πρώτη φορά που δεν σας εξαπάτησα. Κι όχι μόνο σε ό,τι έχει να κάνει με τις βουκαμβίλιες μα, ακόμα περισσότερο, σε σχέση με το βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας.

Όσο κι αν σας φανεί περίεργο, φίλοι μου, το βιβλίο αυτό δεν είναι κακέκτυπο, είναι απλά αληθινό. Θα έλεγα, είναι το μόνο αληθινό βιβλίο που έγραψα ποτέ! Γιατί, με κάθε προηγούμενο σας κορόιδεψα, σας ξεγέλασα, σας εξαπάτησα – κι εδώ τελειώνουν τα συνώνυμα που μου ‘ρχονται τούτη τη στιγμή στο μυαλό.

Όμως, ούτε κι ο ίδιος το είχα καλά-καλά συνειδητοποιήσει. Όλα ξεκίνησαν πριν λίγο καιρό, όταν έλαβα μια ανώνυμη επιστολή από κάποια αναγνώστρια που δεν άφηνε να φανεί το παραμικρό γύρω από την ταυτότητά της. Υπόγραφε μόνο στο τέλος με το όνομα ‘Ερινύα’. Το μόνο σίγουρο είναι πως με κάποιον τρόπο με γνώριζε προσωπικά, αφού αναφερόταν σε πράγματα απ’ τη ζωή μου που δεν θα μπορούσε αλλιώς να ξέρει.

Με σαρκασμό που τσάκιζε κόκαλα, ξήλωσε μεθοδικά και βασανιστικά ολόκληρο το πουλόβερ της δήθεν βαθιά ενσυνείδητης ιδεολογίας που σας πουλούσα επί τόσα χρόνια, κι αποδόμησε καρέ-καρέ την ψεύτικη εικόνα μου που σας έχτισα. Με έκανε έτσι να συνειδητοποιήσω ξαφνικά πως – για να το θέσω μεταφορικά – έγραφα πάντα για την ομορφιά της βουκαμβίλιας χωρίς να πω λέξη για τα αγκάθια που κρύβονταν πίσω της!

Και τι δεν μου θύμισε η άγνωστη αυτή Ερινύα...

Τις φορές που, νικημένος από την προκατάληψη, ή ακόμα και την ιδιοτέλεια, υπήρξα άδικος. Εγώ, που σε κάθε μου βιβλίο μιλούσα για την αδιαπραγμάτευτη αξία της δικαιοσύνης...

Τις φορές που, ωθούμενος από υπερτροφικό αίσθημα προσωπικής αξιοπρέπειας, έχασα την αυτοκυριαρχία και τον αυτοέλεγχό μου και συμπεριφέρθηκα με θυμό, ακόμα και με βία! Εγώ, που πρόβαλλα πάντα την αρετή της νηφαλιότητας κι έγραφα πως ο θυμός είναι η πιο αυτοκαταστροφική αρρώστια της ψυχής...

Τις στιγμές που, μεθυσμένος από το κρασί εφήμερων θριάμβων, νικήθηκα από τον πειρασμό της αλαζονείας και αφέθηκα στην ψεύτικη γοητεία του μεγαλείου. Εγώ που έγραφα πως, μετά την αχαριστία, η ματαιοδοξία είναι το πιο σιχαμερό από τα ανθρώπινα ελαττώματα...

Τις φορές που ο φόβος της μοιρασιάς ενός μέρους των κεκτημένων μου με οδήγησε να διεκδικήσω περισσότερα προνόμια και πιο πολλά δικαιώματα, σε σχέση με ανθρώπους του καθημερινού μόχθου που δεν ευτύχησαν να αποκτήσουν τα δικά μου διαπιστευτήρια μιας αμφίβολης, τελικά, μόρφωσης. Εγώ, που κήρυσσα σε κάθε μου έργο την ισότητα ανάμεσα στους ανθρώπους και δεν έκρυβα την απέχθειά μου για το φρικτό τέρας του κοινωνικού ρατσισμού, σε όλες τις εκφάνσεις του...

Τις φορές, τέλος, που η φωνή μου σκέπασε τη φωνή του διπλανού μου επειδή θεωρούσα πως οι απόψεις μου ήταν πιο σωστές και πιο σημαντικές από τις δικές του. Εγώ, που υμνούσα τον Βολταίρο μιλώντας για την ελευθερία του λόγου και για το αναφαίρετο δικαίωμα του ανθρώπου στην έκφραση γνώμης...

Η επιστολή της αναγνώστριας με έκανε ακόμα να συναισθανθώ πόσο ψεύτικο κι επιτηδευμένο ήταν το συναίσθημα που ανάδιναν τα συγγράμματά μου που αναφέρονταν στην ανθρώπινη ψυχή. Και πόσο υποκριτής υπήρξε ένας δήθεν ιδεολόγος που δεν ήταν τίποτα περισσότερο από έναν κυνικό, χυδαίο κι ιδιοτελή έμπορο συγκινήσεων!

Ο επίλογος της επιστολής μού έδειξε τελικά το δρόμο για την κάθαρση της λαβωμένης μου συνείδησης. Με προέτρεπε να υπάρξω για μία έστω φορά έντιμος κι αληθινός απέναντι στους αναγνώστες μου, δίνοντάς τους επιτέλους ένα έργο που δεν θα περιείχε το παραμικρό ψέμα. Σκέφτηκα τότε πως ένας μόνο τρόπος υπήρχε να πετύχω κάτι τέτοιο: να φτιάξω ένα βιβλίο δίχως λέξεις! Κι είναι αυτό που κρατάτε τώρα στα χέρια σας. Τα έξοδα της βιβλιοδεσίας τα κάλυψα μόνος μου και, όπως είναι φυσικό, οι κόπιες είναι μετρημένες.

Όμως, μην αφήσετε το δώρο που σας έκανα να πάει εντελώς χαμένο. Μπορείτε στις λευκές σελίδες του να καταγράφετε τις φορές που κάποτε προδώσατε, ή θα προδώσετε μελλοντικά, τις διακηρυγμένες αρχές σας. Γιατί, στο βάθος του ο καθένας κρύβει ένα μικρό, έστω, κομμάτι από το υποκριτικό τέρας που σας απευθύνθηκε σήμερα από τούτο εδώ το βήμα!»

Ο συγγραφέας μάζεψε βιαστικά τα χαρτιά του και βγήκε αμέσως από την αίθουσα εκδηλώσεων, χωρίς να δώσει στο εμβρόντητο κοινό την ευκαιρία για ερωτήσεις. Απομακρύνθηκε από το βιβλιοπωλείο με βήμα γοργό, ώσπου χάθηκε μέσα στο πλήθος στο πεζοδρόμιο της κεντρικής λεωφόρου. Κανείς δεν ξανάκουσε ύστερα γι’ αυτόν. Κάποιοι μάλιστα αμφισβητούν κι ότι ποτέ υπήρξε...

* Σ’ εκείνους που βρήκαν το θάρρος να αγγίξουν το κλωνάρι μιας βουκαμβίλιας...

Πέμπτη 15 Ιουνίου 2023

Μια μαρτυρία για τον Μάνο...

                                  


 15 Ιουνίου 1994: Φεύγει από τον πεζό και χυδαίο κόσμο μας ο Μάνος Χατζιδάκις, ένας από τους μεγαλύτερους μουσικοσυνθέτες που ανέδειξε αυτή η χώρα. Κι ένας καλλιτέχνης και άνθρωπος ασυμβίβαστος με τη μικρότητα, την ευτέλεια και την έλλειψη δημοκρατικού ήθους που αμαύρωσε την εποχή του. Ίσως ακόμα και τη δική μας, μόνο που εκείνος δεν πρόλαβε να φτάσει ως εδώ...

Ο Χατζιδάκις δεν χρειάζεται, βέβαια, ιδιαίτερες συστάσεις. Θα αρκεστώ, λοιπόν, σε τούτο το σύντομο σημείωμα στην παράθεση μίας εντύπωσης, ενός αυθεντικού "στιγμιότυπου", όπως μου μεταφέρθηκε πριν χρόνια.

Η καθηγήτριά μου στο πιάνο ήταν παραγωγός προγράμματος στο Τρίτο Πρόγραμμα. Κάποια εποχή, διευθυντής στο "Τρίτο" ήταν ο Μάνος. Μια μέρα, εκείνη χρειάστηκε να συνεννοηθεί μαζί του για κάποιο υπηρεσιακό ζήτημα. Όταν τον αναζήτησε, της είπαν ότι βρισκόταν στη μεγάλη αίθουσα ηχογραφήσεων.

Άνοιξε την πόρτα με ένα αίσθημα δισταγμού. Εκείνος δεν την πήρε καν είδηση. Μόνος στην αίθουσα, καθόταν στο πιάνο και αυτοσχεδίαζε, πιστεύοντας πως κανείς δεν άκουγε. Όπως μου αφηγήθηκε αργότερα η καθηγήτριά μου, έμεινε για ώρα ασάλευτη να θαυμάζει τη μοναδική εκείνη μαγεία των ήχων του αλλά και τη δεξιοτεχνία της πιανιστικής του ερμηνείας. Μπαίνοντας στην αίθουσα ήταν σαν να είχε εισέλθει σε έναν κόσμο διαφορετικό, εκεί που η ζωή γίνεται Τέχνη και η Τέχνη γίνεται ζωή...

Ίσα που πρόλαβε να γλιστρήσει αθόρυβα από την αίθουσα πάνω στο τέλος του αυτοσχεδιασμού. Δεν γνωρίζω αν κάποια στιγμή αργότερα τον βρήκε κάπου αλλού, ίσως σε ένα συμβατικό γραφείο του Ραδιομέγαρου, για να συζητήσουν το κοινότοπο υπηρεσιακό ζήτημα. Εξ άλλου, στο γραφείο επρόκειτο να συναντήσει απλά και μόνο έναν άνθρωπο - έστω, έναν πολύ σημαντικό άνθρωπο - με τις πολλές αρετές αλλά και τις πολλές αδυναμίες του (γνωστή η στρυφνότητα του χαρακτήρα του και ο συχνά υπεροπτικός ελιτισμός του).

Αυτό που είχε την τύχη να δει και να ακούσει η κυρία Ρένα στη μεγάλη αίθουσα ηχογραφήσεων δεν σχετιζόταν με έναν κοινό εκπρόσωπο της καθημερινότητάς μας, έναν "άνθρωπο της διπλανής πόρτας". Ήταν κάτι που παρέπεμπε σε θεότητες που υπερβαίνουν τα συνήθη ανθρώπινα μέτρα. Έτσι που ακόμα και η ίδια η υπεροψία να βρίσκει σε αυτούς την απόλυτη ηθική δικαίωσή της!

Το ίδιο, άλλωστε, δεν συνέβη και με τον Βάγκνερ;

Τρίτη 13 Ιουνίου 2023

Υπάρχει αυτοπαθής αγάπη και αυτογενής ευτυχία;


Υπάρχει, τελικά, η αγάπη, ή είναι μόνο στο μυαλό μας; Είμαστε μηχανές παραγωγής ευτυχίας; Δύσκολα ερωτήματα...

Γράφει: Κώστας Παπαχρήστου

Οι σύγχρονοι ψυχολόγοι πιστεύουν και διακηρύσσουν με κάθε τρόπο ότι αιτία πολλών ψυχικών δυσλειτουργιών είναι η τάση του ατόμου να εξαρτάται από πρόσωπα ή καταστάσεις έξω από τον εαυτό του. Συχνά, μάλιστα, οι συμβουλευτικές προσεγγίσεις των ειδικών κωδικοποιούνται με φράσεις – κλισέ του τύπου «να αγαπάς πάνω απ’ όλα τον εαυτό σου», ή, «η ευτυχία υπάρχει μόνο μέσα σου». Όμως, πόσο ψυχικά υγιείς θα μπορούσαν να προκύψουν εκείνοι που θα εμπιστεύονταν απόλυτα και θα ακολουθούσαν πιστά τέτοια δόγματα;

    Αρκεί μόνο να αγαπάμε τον εαυτό μας;

Στο «Βιβλίο της Ανησυχίας», ο Φερνάντο Πεσσόα (Fernando Pessoa) βάζει νάρκη στα θεμέλια κάθε βεβαιότητας για την ύπαρξη της αγάπης ως αντικειμενικής αξίας:

«Ποτέ δεν αγαπάμε κανέναν. Αγαπάμε αποκλειστικά την εικόνα που διαμορφώνουμε για κάποιον. Αυτό που αγαπάμε είναι μια δική μας κατασκευή, στην ουσία δεν αγαπάμε παρά τον εαυτό μας.»

Μία πικρή κωμωδία του 1964 επιχειρεί να επιβεβαιώσει, θαρρείς, τον ιδιόρρυθμο δημιουργό του «Αναρχικού Τραπεζίτη»:

Είναι παντρεμένοι ένα χρόνο. Αυτός αγαπάει κρυφά μια άλλη... Αυτή αγαπάει κρυφά έναν άλλο... Δεν υποπτεύονται καν ότι ο «άλλος» και η «άλλη» δεν είναι παρά αυτοί οι ίδιοι! Μόνο που τους είναι αδύνατο να αναγνωριστούν μεταξύ τους δίχως τις αποκριάτικες μεταμφιέσεις τους, έξω από τα κοστούμια που φορούσαν εκείνη τη «μαγική» νύχτα του καρναβαλιού που είχαν γνωριστεί – και που έμελλε να είναι η μοναδική... Στο φινάλε της ταινίας ακούγεται μία από τις κορυφαίες ατάκες του ελληνικού κινηματογράφου, αληθινή αποθέωση του παράλογου:

«Κτήνος! Ένα χρόνο παντρεμένοι, και μου το ‘κρυβες πως ήσουνα εσύ εκείνος που αγαπούσα!»

Από τις πιο φιλοσοφημένες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, ο «Γάμος αλά Ελληνικά» του Βασίλη Γεωργιάδη είναι ένα ειρωνικό σχόλιο πάνω στην υποκειμενικότητα του έρωτα. Ή μήπως πάνω στην αυτοπάθεια της αγάπης – σύμφωνα με τον Πεσσόα – όπου πομπός και αποδέκτης του συναισθήματος κατ’ ουσίαν ταυτίζονται;

Είναι λογικό να τίθεται ένα τέτοιο ερώτημα, όταν ακούμε σύγχρονους ψυχοθεραπευτές να δηλώνουν ότι αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία για την ψυχική υγεία είναι να αγαπά κάποιος τον εαυτό του, παρά να αγαπά οποιονδήποτε άλλον. Η αιτιολόγηση είναι απλή: Η αγάπη γεννά εξάρτηση από το αντικείμενό της. Και, το μόνο αντικείμενο από το οποίο μπορούμε να εξαρτόμαστε με απόλυτη ασφάλεια είναι ο ίδιος μας ο εαυτός. Οποιαδήποτε άλλη εξάρτηση είναι δυνητική πηγή φοβιών και νευρώσεων.

Αν προεκτείνουμε αυτή τη λογική ως τα άκρα, μία ψυχικά «υγιής» κοινωνία δεν θα είναι παρά ένα σύνολο περιχαρακωμένων και εγωκεντρικών μονάδων που αδυνατούν να βιώσουν και να ανταλλάξουν ανθρώπινα συναισθήματα. Έτσι, το άτομο μοιραία θα καταφύγει στον διχασμό προσωπικότητας – στην κατασκευή, δηλαδή, ενός άλλου, εικονικού εαυτού – προκειμένου να διοχετεύσει ένα ψυχικό δυναμικό που αλλιώς θα λιμνάσει μέσα του και, τελικά, θα νεκρωθεί. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι η κοινωνία που οραματίζονται μερικοί σύγχρονοι ψυχολόγοι είναι μία κοινωνία σχιζοφρενών!

Αν θέλαμε να προτείνουμε μία διαφορετική και πιο ορθολογική θεώρηση, θα λέγαμε απλά ότι η αγάπη προς τον άλλον έχει αληθινή αξία όταν συνοδεύεται από αισθήματα αυτοεκτίμησης και αυτοσεβασμού εκείνου που την προσφέρει. Γιατί, πόση αξία μπορεί να έχει η αγάπη που παίρνουμε από κάποιον που περιφρονεί τον εαυτό του; Είναι σαν να μας δίνεται ένα δώρο που είναι εξαρχής υποτιμημένο από τον ίδιο τον δωρητή!

Τούτο σημαίνει, ειδικά, ότι είναι αδύνατο να υπάρξει αληθινή αγάπη σε μία σχέση εξουσίας και υποταγής. Τόσο – προφανώς – από την πλευρά εκείνου που ασκεί την εξουσία, όσο και από την πλευρά αυτού που υποτάσσεται...

    Είμαστε βιοτεχνίες παραγωγής ευτυχίας;

Θα εξομολογηθώ την αμαρτία μου: Παρακολούθησα αρκετά επεισόδια της τηλεοπτικής σειράς «8 λέξεις». Σε ένα από αυτά έμαθα το νόημα του τίτλου της σειράς. Πρόκειται για τις λέξεις που απαρτίζουν τη φράση:

«Μην ψάχνεις την ευτυχία, είναι πάντα μέσα σου!»

Σαν να λέμε, η αναζήτηση της ευτυχίας έξω από τον εαυτό μας είναι ουτοπική επιδίωξη, αφού η ευτυχία έχει αυτογενή υπόσταση. Την παράγει το ίδιο το άτομο, ανεξάρτητα από πρόσωπα ή καταστάσεις που το περιβάλλουν. Περίπου όπως ο οργανισμός παράγει ορμόνες!

Δεν έχουν, λοιπόν, σημασία οι ανθρώπινες σχέσεις, ούτε τα ανθρώπινα επιτεύγματα. Δεν έχουν σημασία οι καλές ή οι άθλιες συνθήκες ζωής. Δεν έχει σημασία αν είναι καλά ή αρρωσταίνουν, αν ζουν ή πεθαίνουν, εκείνοι που αγαπούμε (άλλωστε, οι «ειδικοί» μάς προτρέπουν να μην αγαπούμε τίποτα όσο τον εαυτό μας). Όλα αυτά είναι άσχετα με την ανθρώπινη ευτυχία, που είναι προϊόν αυτο-παραγόμενο. Αρκεί να κάνουμε τον κόπο να σκάψουμε λίγο μέσα μας, και θα τη βρούμε να μας περιμένει χαμογελώντας!

Ας φανταστούμε τώρα ένα πείραμα. Ας τοποθετήσουμε έναν άνθρωπο μέσα σε ένα δωμάτιο χωρίς παράθυρα, δίνοντάς του μόνο τις απαραίτητες ποσότητες τροφής και νερού. Δεν θα υπάρχουν βιβλία, ραδιοτηλεοπτικά μέσα, σταθερά ή κινητά τηλέφωνα, υπολογιστές, και ό,τι άλλο θα μπορούσε να συνδέσει τον έγκλειστο με τον έξω κόσμο. Το ζητούμενο του πειράματος είναι απλό: καταμέτρηση του χρόνου που θα χρειαστεί το άτομο για να ανακαλύψει μέσα του την κρυμμένη ευτυχία. Ή μάλλον, για να ζητήσει ουρλιάζοντας να του ανοίξουμε την πόρτα!

Όμως, και η περίπτωση αυτή επιδέχεται ορθολογικότερη θεώρηση: Αυτό που βρίσκεται μέσα μας δεν είναι η ίδια η ευτυχία αλλά η προδιαγραφή, η ικανότητα να νιώθουμε ευτυχισμένοι όταν, αντικειμενικά, μας προσφέρονται οι λόγοι για κάτι τέτοιο. Και, ναι, ο άξιος να νιώσει την ευτυχία είναι εκείνος που μπορεί να βιώνει ένα αίσθημα ευγνωμοσύνης ακόμα και γι’ αυτά που οι άλλοι θεωρούν μικρά κι ασήμαντα. Επειδή είδε ξανά το φως της μέρας... Επειδή έχει πάντα ένα ταβάνι πάνω απ’ το κεφάλι του, και η βρύση τρέχει πάντα νερό... Επειδή αυτοί που αγαπά είναι καλά και σήμερα... Επειδή εκείνος ο πόνος πέρασε... Επειδή βρήκε το βιβλίο που το έψαχνε καιρό... Επειδή ο γείτονας είπε «καλημέρα» καθώς έβγαζε βόλτα τον σκύλο του... Επειδή ελπίζει πως αύριο θα ξημερώσει μια καλύτερη μέρα...

Για να συνοψίσουμε: Η ευτυχία δεν είναι αυτο-παραγόμενο συναίσθημα, ούτε όμως και αποκλειστική υπόθεση εξωτερικών καταστάσεων. Πριν απ’ όλα, είναι ζήτημα εσωτερικής προδιαγραφής που επιτρέπει ακόμα και στις παραμικρότερες καταστάσεις να μετασχηματίζονται σε θετικά ψυχικά βιώματα.

Όπως θα λέγαμε συμβολικά, για να φτάσει κάποιος στην ευτυχία δεν αρκεί να κατέχει το όχημα. Χρειάζεται να υπάρχει και ο δρόμος. Και αντίστροφα...