Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2016

Σταυροί στο Μέτωπο (1957)

Αναφερόμενοι στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, είχαμε γράψει κάποτε
(http://www.aixmi.gr/index.php/anazhtwntenoxmegalpola/):

--------------------------------------------
Βλέποντας την ιστορία των δύο Παγκοσμίων Πολέμων από καθαρά ηθική σκοπιά, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί (όχι άδικα) ότι ο δεύτερος είχε ευγενέστερα κίνητρα – την αντίσταση του πολιτισμένου, δημοκρατικού κόσμου απέναντι στη βαρβαρότητα του ναζισμού – σε σύγκριση με τον πρώτο, που ήταν αποτέλεσμα ανταγωνισμών των «μεγάλων» δυνάμεων, και εθνικιστικών φιλοδοξιών των «μικρών». Και είναι αλήθεια ότι ο εγωκεντρισμός περίσσεψε στον Μεγάλο Πόλεμο. Τόσο σε επίπεδο διπλωματίας, όσο και στρατηγικής…

Εκεί, όμως, που ο εγωκεντρισμός αποκτά «δολοφονικές» διαστάσεις είναι στη συμπεριφορά των στρατηγών απέναντι στους ίδιους τους στρατούς που διοικούσαν. Θα καταθέσω μια προσωπική άποψη με κίνδυνο να εξοργίσω τον αναγνώστη: Προσωπικά, δεν γνωρίζω γιατί ο Rudolf Höss (ο «χασάπης» του Auschwitz) ήταν μεγαλύτερος εγκληματίας πολέμου από, π.χ., τον βρετανό στρατηγό Sir Douglas Haig που έστειλε σε άσκοπο, φρικτό θάνατο εκατοντάδες χιλιάδες στρατιωτών σε Somme και Passchendaele (για να μην αναφερθώ και στις αμέτρητες θανατικές καταδίκες, που ελαφρά τη καρδία υπέγραψε, όσων δεν άντεξαν και λιποψύχησαν στα χαρακώματα)! Η ολική περιφρόνηση προς την ανθρώπινη ζωή, εκφρασμένη κυνικά μέσω υπηρεσιακών διαταγών μαζικού θανάτου, ομογενοποιεί σε τέτοιο βαθμό τις συμπεριφορές που, ανεξάρτητα από αξιολογήσεις ιδεολογικών κινήτρων, καθιστά τις ηθικές διαφοροποιήσεις δυσδιάκριτες…
--------------------------------------------

Η υπέροχη αυτή αντιπολεμική ταινία, που βασίζεται σε πραγματικό γεγονός, δικαιώνει τις θέσεις μας...



Σταυροί στο Μέτωπο από tvxorissinora

Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2016

Για τη Γυναίκα των "Μονολόγων"...


Η οιονεί ποιητική συλλογή "Μονόλογοι στην Αφροδίτη", με το απροκάλυπτα σαρκαστικό της ύφος, εύκολα θα μπορούσε να κατηγορηθεί ως προϊόν "σεξισμού". Μοιάζει να περιγράφει τη γυναίκα ως μία σύνθεση ελαττωμάτων: ματαιοδοξία, υποκρισία, ετεροπροσωποποιημένος έρωτας, αναζήτηση συναισθηματικών υποκατάστατων, θεοποίηση κοινών θνητών και κατασκευή "ειδώλων" (που άλλα λατρεύει αληθινά και για άλλα απλώς υποκρίνεται)...

Οι "Μονόλογοι", εν τούτοις, δεν αποτελούν απόλυτη κι αυτοτελή περιγραφή του γυναικείου χαρακτήρα. Αναδεικνύουν απλά κάποιες σκοτεινές πλευρές του. Από αυτή την άποψη θα μπορούσε κάποιος καλοπροαίρετα να δει τη συλλογή και ως έναν ύμνο στη γυναίκα. Γιατί, η Τέχνη έχει σαν αποστολή να υμνεί το ωραίο. Και την ομορφιά τη συνθέτει η τρομακτική εκείνη αντίθεση ανάμεσα στο σκότος και το φως...


Ταυτότητα


Ρωτάς ποιος είμαι...
Δεν είμαι!
Μορφή δεν έχω
ούτε ταυτότητα.
Αν θέλεις
μπορώ να πάρω τις μορφές
όλων αυτών που πέρασαν
αλλά δε λησμονήθηκαν.
Είμαι καλός σ’ αυτό!
Στο τέλος όπως πάντα
θα γίνω ο αξιολάτρευτος «κανένας»
που δε διεκδικεί υπόσταση
μες στη συνείδησή σου.
Ως τη στιγμή που η νοσταλγία
θα σ’ ωθήσει πάλι
ένα βαρκάρη να ζητήσεις
γενναίο μα κι επιδέξιο,
για λίγο απ’ τον Άδη
να κλέψει τις σκιές...


Αλλού...


Μη με κοιτάζεις
και μη ζητάς να γελαστείς
γιατ’ είναι μάταιο!
Αυτό που αναζητάς δεν είν’ εδώ,
το πήρ’ ο χρόνος
κι έγινε φως θαμπό
που αργοσβήνει
μέσα στον κουρασμένο νου.
Και η μορφή που χάνεται
παίρνει μαζί θαρρείς
και την ταυτότητά σου...

Μου λες πως ένιωσες πολλά.
Μη νιώθεις χρέος:
ξέρω καλά,
εγώ δεν ήμουνα εκεί!
Ήταν μονάχα μια σκιά
που στοίχειωσε ξανά στο νου
και γύρεψε να βγει στο φως
για μια στιγμή,
κλέβοντας τη μορφή μου...


Αποκάλυψη


Ξέρω, πρώτη φορά που έτσι νιώθεις!
Ως τώρα η ζωή σου έν’ απέραντο κενό
διανθισμένο με φροντίδες ανιαρές
και τετριμμένα «πρέπει».
Α, ναι, η μόνη γεύση ευτυχίας
ήταν τα παιδιά...

Και ξάφνου
απ’ της ανυπαρξίας τα βάθη
ανέτειλε ο ήλιος και σε φώτισε!
Κι είδες εσένα
όπως ποτέ δε γνώρισες,
και είπες λόγια
που ποτέ δεν είπες,
λευτερωμένη απ’ τη λογική
από γεννησιμιού που σ’ έπνιγε...

Και όλ’ αυτά
χάρη σε τούτη τη μοναδική,
υπέροχη αφέλεια
που ανατριχιάζει υπερήφανα
στο πλαϊνό το μαξιλάρι!


Παράδεισος


Δε λέω,
γλυκός είναι ο πόνος
να βασιλεύεις στον Παράδεισο
τώρα που φύγαν οι θεοί.
Και οι πατημασιές που αφήκαν
- βαριές και ανεξίτηλες -
το πιο καλό αντίδοτο
στη ματαιοδοξία σου...

Ήρθε λοιπόν η ώρα σου
ευγενικέ κι αόρατε φιλόσοφε:
Μ’ αυτά τα μισοφαγωμένα μήλα
την τέχνη σου όλη βάλε
και της ψυχής σου τη γλυκύτητα
να φτιάξεις μια υπέροχη κομπόστα!


Μάτια


Το βλέμμα σου είν’ άδειο
εδώ στην ερημιά,
πιο άδειο κι απ’ το στερεμένο
το πηγάδι!
Σα να μη βλέπεις πια...
Ίσως γιατί σου λείπουνε
τα ξένα μάτια.
Αυτά που σε κοιτούσαν
και σου ‘διναν ταυτότητα.
Κι αυτά που όλο κρυφόβλεπαν
το κάθε που σου ανήκε
και σ’ έπειθαν, ανόητη
κι εσύ πως το ποθείς!


Αυτοκίνητο


Μου πήρε λίγη ώρα
μα στο ετοίμασα.
Δεν ήταν τίποτα,
μονάχα κάπως κόλλαγε το γκάζι.
Συγνώμη αν καθυστέρησα,
σε βλέπω ανήσυχη και νευρική.
Ελπίζω η φίλη σου
- πώς μου την είπες; -
να μην κακιώσει που άργησες.

Αυτό το άρωμα...
Καινούργιο είναι;

("Μονόλογοι στην Αφροδίτη", από την ΠΑΡΑΛΗΡΗΜΑΤΙΚΗ ΤΡΙΛΟΓΙΑ)

Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2016

ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ...


Ένα εξαιρετικό λογοτεχνικό κείμενο της Φέφης Παπαλάμπρου!

Εκεί επάνω στο συμπλήρωμα, όταν όλα τα είχες ξοδέψει, εκεί που σου έμεναν κάτι ψιλά ακόμη, τα πέταξες ένα ηλιοβασίλεμα στη θάλασσα. Εκεί στο συμπλήρωμα σε συνάντησα. Κυνηγούσα και εγώ τον ήλιο όταν βαθυκόκκινος βουτούσε στη θάλασσα. Έκανα μια βουτιά να τον αγγίξω και έπιασα κάτι ψιλά που μόλις είχες πετάξει, ευτελούς αξίας για σένα, όπως όλα τα συμπληρώματα...

Κράτησα τα ψιλά σφιχτά στο χέρι μου, νόμισα ότι ήταν θησαυρός που μου τα άφησε ο βαθυκόκκινος ήλιος που μόλις χάθηκε στην κρύα θάλασσα. Αυτό είναι το τυχερό μου, σκεφτόμουν όταν έβγαλα το κεφάλι μου να πάρω μια ανάσα. Είχε πια σκοτεινιάσει όταν βγήκα βρεγμένη μέχρι βαθιά στην ψυχή μου, με μια λύπη για τον ήλιο που με ξεγέλασε και χάθηκε, όταν σε είδα απέναντι, δίπλα στο μοναχικό παγκάκι, με μια φωτογραφική μηχανή να γυρίζεις την πλάτη σου για να φύγεις...

Κύριε, κύριε, σου φώναξα! Με κοίταξες απορημένος, σαν να ήμουν παρείσακτη στο μοναχικό εκείνο σημείο που κυνηγούσες το άπιαστο... Κύριε, να τι έπιασα, λένε ότι όταν ρίχνουν νομίσματα στο νερό κάνουν και μια ευχή. Είμαι η τυχερή, τα έπιασα στο βυθό! Χαμογέλασες ευγενικά: Όχι, μου είπες, δεν είναι τυχερά, εγώ τα πέταξα. Ήταν τα τελευταία ψιλά που μου έμειναν, την ξόδεψα όλη μου την ψυχή, αυτά τα λίγα μου έμειναν και τα πέταξα στη θάλασσα, έτσι, σαν συμπλήρωμα. Δεν έχω τίποτα άλλο να δώσω... Είστε φωτογράφος; σε ρώτησα. Όχι, φωτογραφίζω τα ηλιοβασιλέματα, μοναχικά παγκάκια δίπλα στη θάλασσα, θλιμμένες μοναχικές βάρκες που τις νανουρίζει το κύμα, μου είπες...

Δεν ήθελες να συνεχίσεις τη συζήτηση, βιαζόσουν να φύγεις. Εσύ ντυμένος και εγώ σχεδόν γυμνή και από τα βρεγμένα μαλλιά μου έπεφτε στάλα – στάλα το θαλασσινό νερό στην παγωμένη μου πλάτη και στο στήθος, εκεί ακριβώς στην καρδιά που χτυπούσε αλλόκοτα. Τι δουλειά κάνετε; σε ρώτησα πάλι. Γύρισες την πλάτη σου και χάθηκες, χωρίς να απαντήσεις. Έτσι σε ονόμασα «μελαγχολικό ηλιοβασίλεμα». Από τότε κυνηγούσα τα ηλιοβασιλέματα δίπλα στη θάλασσα, μήπως σε συναντήσω. Ήθελα να μάθω ποιος είσαι, γιατί χάθηκε αυτή η συνάντηση χωρίς καν να αρχίσει. Δεν τόλμησες ή τα είχες ξοδέψει όλα; Ποτέ δεν έμαθα τι ήσουν. Φωτογράφος δεν ήσουν και όμως αγαπούσες τις φωτογραφίες, ρομαντικός δεν ήσουν και όμως το βλέμμα σου κάτι έψαχνε στην απουσία... Ποιητής ίσως...;

Δεν είμαι, θα μου απαντούσες, δεν έχω ταυτότητα...

29-8-2016

Φέφη Παπαλάμπρου

Δευτέρα 22 Αυγούστου 2016

A nation of single-color-visioned people...

We are a nation of single-color-visioned people. If we can only see the blue, we can never enjoy the red of the sunset. If we only see the red, we can never appreciate the beauty of the sea or that of the morning sky. What is worse, we cannot accept the fact that some people can see a color different from ours. Even worse is our belief that it is natural to hate them for this!

The possibility of combining, at least, our single-color-visions in cooperation with one another, so that everyone can see the colors he misses through some other's eyes, has never crossed our minds. Of course, this would require a degree of intelligence we do not possess...

Κυριακή 12 Ιουνίου 2016

Σεξισμός και κοινωνική εμπάθεια στο δημοτικό ραδιόφωνο


Πρωί Παρασκευής 10/6/2016... Εκπομπή οικονομικής ενημέρωσης στον δημοτικό ραδιοφωνικό σταθμό της πρωτεύουσας τριτοκοσμικής χώρας... Παρουσιαστές, οι δύο από τους τρεις τακτικούς παραγωγούς της εκπομπής (ένα μέλος της ραδιοφωνικής «τρόικας» εκτάκτως απουσιάζει)...

Στο ξεκίνημα της εκπομπής οι παρουσιαστές μιλούν χαλαρά, σαν δυο παλιόφιλους που τα πίνουν σε κάποια ταβέρνα έχοντας ήδη καταναλώσει μερικές μπύρες. Αναφερόμενος στην επικείμενη έναρξη του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος ποδοσφαίρου το βράδυ της ίδιας μέρας, ο ένας εξ αυτών, με εκείνη τη χαρακτηριστική άνεση που φανερώνει την απόλυτη αυτεπίγνωση μιας macho μαγκιάς, ακούγεται να λέει, επί λέξει, τα εξής:

«Ευκαιρία για τις κυρίες να κάνουν καμιά βόλτα μόνες τους... Άμα είσαι single (σ.σ: αναφέρεται σε άντρα) και θέλεις να... αυτό... (εμφανής εδώ ο σεξουαλικός υπαινιγμός) οι καλύτερες μέρες να βγεις έξω μήπως... αυτό... είναι όταν έχει μπάλα το βράδυ. Γιατί, κυκλοφορούν παντρεμένες μόνες τους!»

Μετά το αρχικό «καλαμπούρι», η συζήτηση σοβάρεψε και στράφηκε στα οικονομικά. Κάποια στιγμή, ο έτερος παρουσιαστής βρήκε την ευκαιρία να ξεδιπλώσει κι αυτός το ταλέντο του, βγάζοντας με τον γνώριμο εμπαθή και σαρκαστικό του τόνο τη συνήθη χολή κατά του συνόλου των δημοσίων λειτουργών της χώρας, στους οποίους κατά κανόνα – και χωρίς κανένα διαχωρισμό – αναφέρεται σαν να πρόκειται για κοινωνικά απόβλητα!

Το οξύμωρο της υπόθεσης είναι πως, κάποια στιγμή λίγο αργότερα, ο ίδιος παρουσιαστής σχολίασε την τάση που υπάρχει σ’ αυτή τη χώρα να χωρίζουμε τους ανθρώπους σε «εχθρούς» και «φίλους», σε «εμάς» και τους «άλλους». Προφανώς έχουμε να κάνουμε με ένα είδος μανιχαϊσμού «αλά καρτ»...

Αν το εναρκτήριο οιονεί χιούμορ της εκπομπής – αποθέωση του σεξιστικού κιτς – ήταν απλά ένα στιγμιαίο ολίσθημα (που αποτελεί, ασφαλώς, προσβολή για όλους τους ακροατές και αδικεί τη γενικότερη αισθητική του σταθμού), δεν μας είναι εύκολο να είμαστε δεκτικοί απέναντι στον εμπαθώς εκφερόμενο λόγο που συστηματικά απαξιώνει και χλευάζει αδιακρίτως μία ολόκληρη τάξη εργαζομένων, ενώ παράλληλα ενσπείρει (ή, έστω, ενθαρρύνει) τον διχασμό σε μια κοινωνία που έφτασε ήδη στα όρια της αντοχής της μετά από πολύχρονη οικονομική κρίση.

Το να αναδεικνύει κάποιος τις παθογένειες του δημόσιου τομέα της χώρας είναι όχι μόνο αποδεκτό αλλά και απολύτως αναγκαίο, ιδιαίτερα μάλιστα στο πλαίσιο μιας σοβαρής οικονομικής ανάλυσης (όπως αυτή που, για να είμαστε δίκαιοι, κατά τα άλλα απολαμβάνει ο ακροατής της εν λόγω εκπομπής). Όπως, όμως, δεν είναι διανοητό να συκοφαντεί κανείς, π.χ., το σύνολο των γιατρών λόγω του ελεεινού συστήματος δημόσιας υγείας, ή το σύνολο των δασκάλων φορτώνοντάς τους την ευθύνη για όλα τα κακώς κείμενα στην εκπαίδευση, έτσι είναι και απολύτως απαράδεκτο να στοχοποιείται συλλήβδην μία ολόκληρη τάξη εργαζομένων επειδή ένα κομμάτι της (αν θέλετε, όχι αμελητέο) οφείλει την ύπαρξή του σε διαχρονικές αμαρτωλές πολιτικές σκοπιμότητες ποικίλλων κομματικών αποχρώσεων.

Το να μιλά κανείς απαξιωτικά και αδιακρίτως για «πελάτες του συστήματος» αναφερόμενος σε ένα ευρύ (έστω, αδικαιολόγητα ευρύ!) τμήμα της κοινωνίας, προβάλλοντάς το σαν κοπάδι άχρηστων ζώων που ευτύχησαν να έχουν μια προνομιακή – είναι αλήθεια – σχέση εργασίας, αποτελεί ύβρη για εκείνους που υπηρετούν με ευσυνειδησία και συνέπεια το δημόσιο λειτούργημα που τους έχει ανατεθεί. Ακόμα και αν, όπως ισχυρίζονται κάποιοι, αυτοί αποτελούν τη μειοψηφία στο «κοπάδι»...

Δημόσιοι λειτουργοί δεν είναι μόνο κάποιοι αντικειμενικά υπεράριθμοι που αξιοποίησαν μια πολιτική γνωριμία για να βολευτούν σε κάποια θεσούλα στη δημόσια διοίκηση, ούτε μόνο οι τύραννοι των συντεχνιακών συμφερόντων που ταλαιπωρούν κάθε λίγο την κοινωνία. Ως «πελάτες» στοχοποιούνται (αφού ουδείς εννοιολογικός διαχωρισμός επιχειρείται από τους κριτές) και κάποιοι άλλοι εργαζόμενοι – κάθε άλλο παρά καλοπληρωμένοι – που αγωνίζονται, συχνά κάτω από αντίξοες συνθήκες, για να κρατήσουν την κοινωνία ζωντανή και τη χώρα όρθια. Άνθρωποι όπως γιατροί, εκπαιδευτικοί, μηχανικοί, στρατιωτικοί, αστυνομικοί, πυροσβέστες, και τόσοι άλλοι (εξαιρώ τους ασυνείδητους που, δυστυχώς, υπάρχουν σε κάθε τάξη εργαζομένων), των οποίων το έργο είναι τόσο ανεκτίμητο ώστε και αυτός τούτος ο μισθός να μην είναι παρά μια μορφή οφειλόμενης από την Πολιτεία συμβολικής «αποζημίωσης»!

Κατανοώ ότι η ακροαματικότητα μιας εκπομπής στα ΜΜΕ είναι ευθεία συνάρτηση του βαθμού στον οποίο ο λόγος της είναι αρεστός στον μέσο ακροατή ή θεατή. Υπάρχει όμως και μία ηθική προϋπόθεση: η ικανοποίηση ενός μέρους του κοινού να μην συνεπάγεται τον κανιβαλισμό εις βάρος ενός άλλου. Τούτο ισχύει ακόμα περισσότερο αν πρόκειται για δημοτικά (ή, εν γένει, δημόσια) ΜΜΕ, στη λειτουργία των οποίων συμβάλλουν όλοι οι φορολογούμενοι πολίτες, ανεξάρτητα από προσωπικά δεδομένα όπως η πολιτική ιδεολογία ή το είδος της εργασίας του καθενός.

Σε ό,τι αφορά ειδικά την ραδιοφωνική εκπομπή στην οποία αναφερθήκαμε, θα πρέπει να συστήσουμε μεγαλύτερη μετριοπάθεια στον ένα, τουλάχιστον, εκ των τριών παραγωγών, του οποίου ο εμπαθώς και με ιδιαίτερο φανατισμό εκφερόμενος λόγος υπονομεύει την αξιοπιστία των απόψεων που ο ίδιος διατυπώνει. Ακόμα και εκείνων των απόψεων με τις οποίες θα μπορούσε κάποιος να συμφωνήσει καταρχήν!

Και, τέλος, τα σεξιστικά καλαμπούρια – ιδιαίτερα εκείνα που παραβιάζουν κάθε έννοια ευπρέπειας και προσβάλλουν την αισθητική των ακροατών – είναι ιδανικά για την αντροπαρέα που χαλαρώνει στο μπαρ με μερικά «ποτάκια». Καλό θα ήταν, λοιπόν, να μένουν εκεί...

Aixmi.gr

Τετάρτη 25 Μαΐου 2016

Η αθέατη όψη της βουκαμβίλιας


Στην αίθουσα εκδηλώσεων του κεντρικού βιβλιοπωλείου είχε μαζευτεί κόσμος από νωρίς. Κάθε νέο βιβλίο του διάσημου συγγραφέα αποτελούσε φιλολογικό γεγονός, όμως τούτο το τελευταίο το τύλιγε ένα πέπλο μυστηρίου. Κανείς δεν γνώριζε τον τίτλο ή το θέμα, μα θα τα μάθαιναν όλα στην παρουσίαση που θα έκανε σε λίγο ο ίδιος ο συγγραφέας. Μάλιστα, οι προσκεκλημένοι θα λάβαιναν κι από μια κόπια του βιβλίου δωρεάν!

Η ξαφνική έξαψη στην αίθουσα φανέρωσε την άφιξη του συγγραφέα. Χωρίς τα συνηθισμένα χαμόγελα και τις γνώριμες χαιρετούρες, κινήθηκε μονομιάς προς το βήμα ενώ ταυτόχρονα μοιράζονταν οι κόπιες στο κοινό. Κίνησε να μιλήσει, μα κάποιος από κάτω τον διέκοψε με φωνή που πρόδιδε ευγένεια μαζί με δισταγμό: «Πριν ξεκινήσουμε, μήπως θα μπορούσα να έχω μια άλλη κόπια; Η δική μου είναι κακέκτυπη. Στο εξώφυλλο λείπει ο τίτλος, και όλες οι εσωτερικές σελίδες είναι λευκές!»

Τότε ένας άλλος απ’ το κοινό ακούστηκε να λέει: «Θέλω κι εγώ μια άλλη κόπια. Έχω το ίδιο πρόβλημα!» Σε λίγο το ίδιο είπε κι ένας τρίτος, κι ένας τέταρτος, ώσπου τελικά βρέθηκε πως όλοι στην αίθουσα είχαν πάρει ένα κακέκτυπο με κατάλευκες σελίδες!

Η απορία κι η αναστάτωση έφτασαν στο αποκορύφωμα σαν έγινε γνωστό πως οι κόπιες ήταν εξαρχής μετρημένες για το κοινό που είχε προσκληθεί, και άλλες δεν υπήρχαν. Ο συγγραφέας πήρε τότε το λόγο, ενώ στην αίθουσα είχε απλωθεί μια παγερή κι αμήχανη σιωπή...

«Αγαπητοί φίλοι, σας ευχαριστώ που με τιμήσατε με την παρουσία σας κι ελπίζω στο τέλος να μη σας απογοητεύσω.

Καθώς ερχόμουν εδώ, έκοψα δρόμο μέσα απ’ το πάρκο του Δημαρχείου. Έπεσε τότε το μάτι μου στις ολάνθιστες βουκαμβίλιες μ’ εκείνους τους υπέροχους φούξια χρωματισμούς τους που αιχμαλωτίζουν πάντα το βλέμμα του περαστικού. Σκέφτηκα τότε να σας μιλήσω σήμερα γι’ αυτή τη μοναδική ομορφιά της Φύσης που πριν λίγο είχα σταθεί τυχερός να αντικρίσω.

Μα γρήγορα άρχισε να με βασανίζει μια δεύτερη σκέψη. Ή μάλλον, ένα αίσθημα ενοχής για μια σχεδιαζόμενη εξαπάτηση του κοινού που θα μαζευόταν εδώ για να με ακούσει! Γιατί, η ομορφιά για την οποία θα μιλούσα είναι πρόσκαιρη, ζει και πεθαίνει μαζί με τα άνθη στο φράχτη του πάρκου. Τι νόημα έχει να μιλά κανείς για το ωραίο που είναι προορισμένο να αφανιστεί;

Όμως, το πιο σπουδαίο είναι αλλού: Ενώ θα εξήπτα τη φαντασία σας με εικόνες απόλυτου φυσικού κάλλους, θα απόφευγα παράλληλα, με κάθε προσοχή, να αναφερθώ στην άλλη, την κρυμμένη όψη της ομορφιάς. Και δεν θα έλεγα κουβέντα για την οδυνηρή εμπειρία μου σαν άγγιξα το φυτό χωρίς να προσέξω εκείνα τα φοβερά αγκάθια που κρύβονταν από κάτω!

Τελικά, αποφάσισα να σας μιλήσω γι’ αυτό που μου συνέβη, εκθέτοντας τόσο τις φωτεινές όσο και τις σκοτεινές πλευρές του. Κι ας διαλέξει ο καθένας από εσάς τι είναι γι’ αυτόν πιο σημαντικό. Εγώ πάντως νιώθω για πρώτη φορά τόσο ανάλαφρος μπροστά σας. Γιατί, είναι η πρώτη φορά που δεν σας εξαπάτησα. Κι όχι μόνο σε ό,τι έχει να κάνει με τις βουκαμβίλιες μα, ακόμα περισσότερο, σε σχέση με το βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας.

Όσο κι αν σας φανεί περίεργο, φίλοι μου, το βιβλίο αυτό δεν είναι κακέκτυπο, είναι απλά αληθινό. Θα έλεγα, είναι το μόνο αληθινό βιβλίο που έγραψα ποτέ! Γιατί, με κάθε προηγούμενο σας κορόιδεψα, σας ξεγέλασα, σας εξαπάτησα – κι εδώ τελειώνουν τα συνώνυμα που μου ‘ρχονται τούτη τη στιγμή στο μυαλό.

Όμως, ούτε κι ο ίδιος το είχα καλά-καλά συνειδητοποιήσει. Όλα ξεκίνησαν πριν λίγο καιρό, όταν έλαβα μια ανώνυμη επιστολή από κάποια αναγνώστρια που δεν άφηνε να φανεί το παραμικρό γύρω από την ταυτότητά της. Υπόγραφε μόνο στο τέλος με το όνομα ‘Ερινύα’. Το μόνο σίγουρο είναι πως με κάποιον τρόπο με γνώριζε προσωπικά, αφού αναφερόταν σε πράγματα απ’ τη ζωή μου που δεν θα μπορούσε αλλιώς να ξέρει.

Με σαρκασμό που τσάκιζε κόκαλα, ξήλωσε μεθοδικά και βασανιστικά ολόκληρο το πουλόβερ της δήθεν βαθιά ενσυνείδητης ιδεολογίας που σας πουλούσα επί τόσα χρόνια, κι αποδόμησε καρέ-καρέ την ψεύτικη εικόνα μου που σας έχτισα. Με έκανε έτσι να συνειδητοποιήσω ξαφνικά πως – για να το θέσω μεταφορικά – έγραφα πάντα για την ομορφιά της βουκαμβίλιας χωρίς να πω λέξη για τα αγκάθια που κρύβονταν πίσω της!

Και τι δεν μου θύμισε η άγνωστη αυτή Ερινύα...

Τις φορές που, νικημένος από την προκατάληψη, ή ακόμα και την ιδιοτέλεια, υπήρξα άδικος. Εγώ, που σε κάθε μου βιβλίο μιλούσα για την αδιαπραγμάτευτη αξία της δικαιοσύνης...

Τις φορές που, ωθούμενος από υπερτροφικό αίσθημα προσωπικής αξιοπρέπειας, έχασα την αυτοκυριαρχία και τον αυτοέλεγχό μου και συμπεριφέρθηκα με θυμό, ακόμα και με βία! Εγώ, που πρόβαλλα πάντα την αρετή της νηφαλιότητας κι έγραφα πως ο θυμός είναι η πιο αυτοκαταστροφική αρρώστια της ψυχής...

Τις στιγμές που, μεθυσμένος από το κρασί εφήμερων θριάμβων, νικήθηκα από τον πειρασμό της αλαζονείας και αφέθηκα στην ψεύτικη γοητεία του μεγαλείου. Εγώ που έγραφα πως, μετά την αχαριστία, η ματαιοδοξία είναι το πιο σιχαμερό από τα ανθρώπινα ελαττώματα...

Τις φορές που ο φόβος της μοιρασιάς ενός μέρους των κεκτημένων μου με οδήγησε να διεκδικήσω περισσότερα προνόμια και πιο πολλά δικαιώματα, σε σχέση με ανθρώπους του καθημερινού μόχθου που δεν ευτύχησαν να αποκτήσουν τα δικά μου διαπιστευτήρια μιας αμφίβολης, τελικά, μόρφωσης. Εγώ, που κήρυσσα σε κάθε μου έργο την ισότητα ανάμεσα στους ανθρώπους και δεν έκρυβα την απέχθειά μου για το φρικτό τέρας του κοινωνικού ρατσισμού, σε όλες τις εκφάνσεις του...

Τις φορές, τέλος, που η φωνή μου σκέπασε τη φωνή του διπλανού μου επειδή θεωρούσα πως οι απόψεις μου ήταν πιο σωστές και πιο σημαντικές από τις δικές του. Εγώ, που υμνούσα τον Βολταίρο μιλώντας για την ελευθερία του λόγου και για το αναφαίρετο δικαίωμα του ανθρώπου στην έκφραση γνώμης...

Η επιστολή της αναγνώστριας με έκανε ακόμα να συναισθανθώ πόσο ψεύτικο κι επιτηδευμένο ήταν το συναίσθημα που ανάδιναν τα συγγράμματά μου που αναφέρονταν στην ανθρώπινη ψυχή. Και πόσο υποκριτής υπήρξε ένας δήθεν ιδεολόγος που δεν ήταν τίποτα περισσότερο από έναν κυνικό, χυδαίο κι ιδιοτελή έμπορο συγκινήσεων!

Ο επίλογος της επιστολής μού έδειξε τελικά το δρόμο για την κάθαρση της λαβωμένης μου συνείδησης. Με προέτρεπε να υπάρξω για μία έστω φορά έντιμος κι αληθινός απέναντι στους αναγνώστες μου, δίνοντάς τους επιτέλους ένα έργο που δεν θα περιείχε το παραμικρό ψέμα. Σκέφτηκα τότε πως ένας μόνο τρόπος υπήρχε να πετύχω κάτι τέτοιο: να φτιάξω ένα βιβλίο δίχως λέξεις! Κι είναι αυτό που κρατάτε τώρα στα χέρια σας. Τα έξοδα της βιβλιοδεσίας τα κάλυψα μόνος μου και, όπως είναι φυσικό, οι κόπιες είναι μετρημένες.

Όμως, μην αφήσετε το δώρο που σας έκανα να πάει εντελώς χαμένο. Μπορείτε στις λευκές σελίδες του να καταγράφετε τις φορές που κάποτε προδώσατε, ή θα προδώσετε μελλοντικά, τις διακηρυγμένες αρχές σας. Γιατί, στο βάθος του ο καθένας κρύβει ένα μικρό, έστω, κομμάτι από το υποκριτικό τέρας που σας απευθύνθηκε σήμερα από τούτο εδώ το βήμα!»

Ο συγγραφέας μάζεψε βιαστικά τα χαρτιά του και βγήκε αμέσως από την αίθουσα εκδηλώσεων, χωρίς να δώσει στο εμβρόντητο κοινό την ευκαιρία για ερωτήσεις. Απομακρύνθηκε από το βιβλιοπωλείο με βήμα γοργό, ώσπου χάθηκε μέσα στο πλήθος στο πεζοδρόμιο της κεντρικής λεωφόρου. Κανείς δεν ξανάκουσε ύστερα γι’ αυτόν. Κάποιοι μάλιστα αμφισβητούν κι ότι ποτέ υπήρξε...

* Σ’ εκείνους που βρήκαν το θάρρος να αγγίξουν το κλωνάρι μιας βουκαμβίλιας...

Aixmi.gr

Πέμπτη 28 Απριλίου 2016

Γράμμα στην Έλεν…


Το σπίτι ήταν παλιό, όμως διατηρούσε κάτι από την περασμένη του αρχοντιά. Το τρίξιμο της σιδερένιας αυλόπορτας έκανε την Έλεν ν’ ανατριχιάσει κάπως (η γιαγιά είχε πάψει προ πολλού να ασχολείται με τέτοια μικρο-ζητήματα). Ανέβηκε με κάποιο δισταγμό τα πέντε-έξι σκαλιά της εισόδου και έβαλε, τελικά, το κλειδί στην πόρτα...

Ο χώρος έμοιαζε από καιρό αφρόντιστος κι η μυρωδιά της κλεισούρας δέσποζε παντού. Είχε καιρό, είναι αλήθεια, να επισκεφθεί τη γιαγιά και σκόπευε να το κάνει κάποια στιγμή το καλοκαίρι. Δικαιολογούσε τον εαυτό της λέγοντας μέσα της πως οι δυο τους ζούσαν τώρα σε διαφορετικές πολιτείες που βρίσκονταν σε απόσταση η μία από την άλλη. Η αλήθεια είναι πως δεν άντεχε να βλέπει τη διαπρεπή νομικό και άλλοτε «σιδηρά κυρία» του Κοινοβουλίου, που κατατρόπωνε με τους πύρινους λόγους της κάθε πολιτικό αντίπαλο, να παρακμάζει ολοένα και πιο πολύ από μια αρρώστια που, εκτός των άλλων, ρουφούσε άπληστα ό,τι είχε απομείνει από τη δύναμη του μυαλού της.

Και να που, μετά από χρόνια, βρισκόταν πάλι στο σπίτι της γιαγιάς. Αυτό που της άφησε κληρονομιά φεύγοντας για άλλες, συμπαντικές πολιτείες...

Σκέφτηκε με απόγνωση το χρόνο που θα της έπαιρνε να ξεδιαλέξει τα πράγματα που θα ‘πρεπε να πεταχτούν πριν αρχίσει η ανακαίνιση του παλιού αρχοντικού. Καθώς ψαχούλευε μηχανικά διάφορα μικροαντικείμενα, το μάτι της έπεσε σε ένα παλιό συρτάρι. Έκανε να το ανοίξει μα αυτό είχε σχεδόν κολλήσει από τη σκόνη και την πολυκαιρία. Στο τέλος τα κατάφερε. Ήταν το μέρος που η γιαγιά φύλαγε παλιές επιστολές. Οι περισσότερες ήταν γράμματα από φίλους και ευχετήριες κάρτες, μία όμως της τράβηξε την προσοχή.

Στο πάνω μέρος του κιτρινισμένου χαρτιού υπήρχε ευδιάκριτος ο λογότυπος του Τμήματος Νομικής ενός μεγάλου πανεπιστημίου που βρισκόταν σε κάποια πολιτεία στα βορειοανατολικά. Κάτω από την ιδιόχειρη υπογραφή, στο τέλος της επιστολής, ήταν τυπωμένο το όνομα ενός γνωστού καθηγητή της γιαγιάς από την εποχή που εκείνη σπούδαζε ακόμα νομικά στο πανεπιστήμιο.

Η περιέργεια νίκησε το άγχος για τον λιγοστό διαθέσιμο χρόνο, και η Έλεν ξεκίνησε να διαβάζει τα λόγια που απευθύνονταν κάποτε σε κάποια άλλη Έλεν, πάνω-κάτω στη δική της νεαρή ηλικία...

----------------------------------------

Αγαπημένη μου Έλεν,

Θα αφήσω αυτή την επιστολή στη γραμματεία του πανεπιστημίου, αφού δεν γνωρίζω πού αλλού να τη στείλω ώστε να σε βρει. Ελπίζω τούτη τη στιγμή να τη διαβάζεις ήδη.

Μη φανταστείς πως σου γράφω για να σε νουθετήσω ή να σε μαλώσω. Όχι, δεν έχω τέτοιες προθέσεις. Άλλωστε, σ’ εσάς τους μαθητές μου λέω πάντα πως πριν από κάθε άλλον οφείλει κανείς να κρίνει τον εαυτό του τον ίδιο!

Θέλω λοιπόν απλά να σου ζητήσω συγνώμη. Γιατί, φάνηκα λίγος για το καθήκον που μου ανατέθηκε όταν πήρα στα χέρια μου μια νεαρή, φιλόδοξη και άκρως ευφυή πρωτοετή φοιτήτρια με αποστολή να την καθοδηγήσω ως δάσκαλος μέχρι το τέλος της διαδρομής. Κι αυτό που αποδίδω πίσω στην κοινωνία είναι όχι μία νέα επιστήμων αλλά ένα άτομο απογοητευμένο, διαψευσμένο, παραιτημένο...

Αποδείχθηκα ανάξιος να σε πείσω για την ίδια σου την αξία, να σε θωρακίσω απέναντι σε κάθε κακόβουλη και άδικη κριτική, να σε δυναμώσω όσο χρειαζόταν για να αγνοήσεις τους μικρούς και τους δόλιους και να προχωρήσεις δίχως φόβο κι αμφιβολία στο σκοπό σου.

Φάνηκα μικρός, ελάχιστος, μπροστά στην πρόκληση που μου παρουσιάστηκε, που ήταν τύχη μαζί και ευλογία: Λίγο πριν το ξημέρωμα του εικοστού αιώνα, να είναι μια δική μου μαθήτρια η πρώτη γυναίκα που θα αποφοιτούσε ως νομικός από τούτο εδώ το παραδοσιακά ανδροκρατούμενο πανεπιστήμιο. Και – ποιος ξέρει; – ίσως κάποια μέρα ακόμα και η πρώτη γυναίκα πολιτικός σ’ αυτή την πολιτεία!

Πρέπει, εν τούτοις, να παραδεχθώ ότι πρόσφερες ανείπωτη χαρά στους συμφοιτητές σου. Έβλεπα χθες πόσο έλαμπαν τα πρόσωπά τους μόλις μαθεύτηκε η πρόθεσή σου να παραιτηθείς από τις σπουδές σου και να φύγεις από το πανεπιστήμιο. Τελικά, οφείλω να υποκλιθώ στη μεθοδικότητα και την αποτελεσματικότητά τους! Πέτυχαν να απαλλαγούν από μια ενοχλητική παρουσία και, ταυτόχρονα, να δικαιώσουν τη διάχυτη αμφισβήτηση που υπάρχει για την ικανότητα της γυναίκας να στέκει ορθή μπρος στις προκλήσεις και να φτάνει στην εκπλήρωση των στόχων της.

Ένα είναι βέβαιο: Θα σε καταγράψει η ιστορία σαν τη μοναδική περίπτωση γυναίκας που τόλμησε να χτυπήσει την πόρτα αυτού του πανεπιστημίου. Γιατί, σίγουρα δεν θα υπάρξει άλλη μετά τη φυγή σου. Και δεν λέω «μετά την αποτυχία σου», αφού ο αληθινά αποτυχημένος θα είμαι εγώ, ο δάσκαλός σου!

Να είσαι πάντα ευτυχισμένη όπου κι αν βρεθείς. Αν και στο βάθος ελπίζω ακόμα πως αύριο, μπαίνοντας στο αμφιθέατρο, θα σε βρω στη γνώριμη θέση σου, έτοιμη να μου δυσκολέψεις όπως πάντα τη ζωή με τις διαπεραστικές απορίες κι ερωτήσεις σου...

Ο δάσκαλός σου,
Καθηγητής C.J.P.

--------------------------------

Η Έλεν θυμήθηκε τότε τα αινιγματικά λόγια που της είχε πει κάποτε η γιαγιά της δίχως να δώσει άλλη εξήγηση:

«Αν ποτέ νιώσεις την ανάγκη να το βάλεις κάτω, θυμήσου τούτο: Όση αλήθεια κι αν βρίσκεται στο φως των αστεριών, υπάρχει πάντα μια μεγαλύτερη Αλήθεια που κρύβεται μέσα σου. Κι αν δεν μπορείς να τη δεις, αφέσου στα χέρια εκείνων που θα σου φωτίσουν το δρόμο!»

Δίπλωσε προσεχτικά το γράμμα και το έβαλε με μια αργή, σχεδόν τελετουργική κίνηση στην τσάντα της...

* Το κείμενο βασίζεται σε μια ιδέα του Αριστείδη Μαγουλά.

Aixmi.gr

Δευτέρα 18 Απριλίου 2016

Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016

Alejandro Casona: "Βάρκα δίχως ψαρά" (La barca sin pescador)

Το αριστουργηματικό θεατρικό έργο του Alejandro Casona (1903-1965), "Βάρκα δίχως ψαρά", σε ελληνική ραδιοφωνική διασκευή ως "ντουμπλάρισμα" σε ισπανική θεατρική παράσταση.

Σε ένα από τα κορυφαία έργα θεατρικής φιλοσοφίας του 20ού αιώνα, ο Αλεχάντρο Κασόνα εξετάζει το ζήτημα της ηθικής της πρόθεσης. Παραπέμπει στον Φάουστ αλλά "σκάβει" σε βαθύτερα και σκοτεινότερα ένστικτα του ανθρώπου που τον οδηγούν στο έγκλημα (και μάλιστα με τα ταπεινότερα των ελατηρίων) δίχως ίχνος ηθικής αναστολής. Ο Κασόνα, όμως, επιλέγει να κλείσει το δράμα με ένα αισιόδοξο μήνυμα: ότι, στο βάθος της ανθρώπινης συνείδησης υπάρχει πάντα - εν υπνώσει, έστω - το καλό. Κι αυτό είναι που στο τέλος θριαμβεύει!

Ο δημιουργός ισορροπεί επιδέξια ανάμεσα στο δράμα και την κωμωδία, με τη δεύτερη συνιστώσα να εκφράζεται με την αποθέωση του παράλογου: Ο ίδιος ο Διάβολος, σε ρόλο τέλειου ηθικολόγου, διδάσκει στον άνθρωπο το καλό και την αρετή, δίνοντάς του ένα ανεπανάληπτο μάθημα ηθικής!






Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2016

Μερικά καλοπροαίρετα ερωτήματα για το "Liantinis.org"

Έχοντας πρόσφατα υποστεί τις συνέπειες μιας άκρως μικροπρεπούς (και, κατά την άποψή μου, δόλια μεθοδευμένης) συμπεριφοράς από τον ιστότοπο liantinis.org, δικαιούμαι, πιστεύω, να διατυπώσω δημόσια (και όχι να διοχετεύσω υπόγεια...) κάποιες σκέψεις και κάποια ερωτήματά μου για το εν λόγω site, το οποίο υποτίθεται πως διαχειρίζονται άνθρωποι που διεκδικούν την πνευματική κληρονομιά του σημαντικού ακαδημαϊκού και φιλοσόφου Δημήτρη Λιαντίνη.

Μπαίνοντας στην ιστοσελίδα τους, διαβάζουμε:

"Το Liantinis.org αποτελεί μια διαδικτυακή προσπάθεια, αφιερωμένη όχι μόνο στον καθηγητή Δημήτρη Λιαντίνη, αλλά και στην ελεύθερη σκέψη."

Τι όμορφα λόγια... Αρκεί, βέβαια, η "ελεύθερη σκέψη" να βολεύει την ιδεολογία μας. Γιατί, γνωρίζουμε άριστα και την τεχνική της "δολοφονίας χαρακτήρων" για όσους τολμούν να κρίνουν (έστω και με ακαδημαϊκή ευπρέπεια κι εμπεριστατωμένο λόγο) τον ένα και μοναδικό "θεό" μας!

Οι υπερασπιστές της "ελεύθερης σκέψης" επί χρόνια πυροβολούν ένα σύντομο κείμενο γνώμης που έγραψα πριν χρόνια αμνημόνευτα, στο οποίο είχα το "θράσος" να ψελλίσω κάποιες ενστάσεις πάνω στις ιδέες που εκτίθενται στη "Γκέμμα". Και επειδή το κείμενο (δυστυχώς γι' αυτούς) ήταν καλά τεκμηριωμένο, κάποιοι ανήκοντες (ή, τουλάχιστον, εμφανώς ιδεολογικά προσκείμενοι) στο χώρο τους δεν δίστασαν (πάντα ανωνύμως, βεβαίως-βεβαίως!) να αποδυθούν ακόμα και σε προσωπικές επιθέσεις με όρους που κάθε άλλο παρά ευπρεπείς θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν...

Οι ιππότες της "ελευθερίας του λόγου" δεν αντέχουν ακόμα και τις αυταπόδεικτες αλήθειες όταν αυτές δεν υπηρετούν την υστεροφημία του "θεού" τους. Το διαπίστωσα (και) πρόσφατα όταν, με τρόπο απειλητικό και διόλου κομψό, μου ανακοινώθηκε από το YouTube η απαίτηση "κατόχου πνευματικών δικαιωμάτων" για απομάκρυνση ενός ολιγόλεπτου video που είχα πριν χρόνια αναρτήσει, το οποίο περιείχε απόσπασμα ομιλίας του Δ. Λιαντίνη όπου ο καθηγητής διατύπωνε μερικές μάλλον ατυχείς απόψεις περί καθιέρωσης του λατινικού αλφαβήτου στα ελληνικά γράμματα.

Την καταγγελία εναντίον μου έκανε (εντελώς ξαφνικά κι απροειδοποίητα, ύστερα από σχεδόν 4 χρόνια παρουσίας του video στο YouTube!) ο ιστότοπος liantinis.org, ο οποίος κατέχει τα "πνευματικά δικαιώματα" της βιντεοσκόπησης ολόκληρης της διάλεξης του Δ.Λ. Βέβαια, ο στόχος τους ήταν διπλός: Αφενός να με κάνουν να σιωπήσω οριστικά (αφού το θέμα θα είχε περάσει απαρατήρητο αν δεν το είχα ιδιαιτέρως αναδείξει) και αφετέρου, μέσω της καταγγελίας τους, να οδηγήσουν το YouTube στο κλείσιμο του λογαριασμού μου στο site αυτό. Τον δεύτερο στόχο δεν τον πέτυχαν, τους έκανα όμως τελικά το "χατήρι" και έκλεισα μόνος μου τον λογαριασμό μου στο YouTube! Ήταν καθαρά μια πράξη αυτοσεβασμού...

Σε εσωτερική ιστοσελίδα του site liantinis.org, διαβάζουμε:

"Το Liantinis.org δεν αποτελεί νομικό πρόσωπο και δεν ασκεί, ούτε και έχει σχέση με οιαδήποτε εμπορική δραστηριότητα οποιουδήποτε είδους. Επιπλέον, στις σελίδες του δεν περιέχονται διαφημιστικά πλαίσια κερδοσκοπικού χαρακτήρα ή σκοπού. Μοναδικός σκοπός του Liantinis.org είναι η ανάδειξη του έργου του Δημήτρη Λιαντίνη, καθώς και η κριτική σκέψη και ο στοχασμός πάνω σε αυτό."

Σε μια πρόσφατη επίσκεψη στις σελίδες των videos που έχει αναρτήσει το liantinis.org στο YouTube, είδα (όχι δίχως κάποιο αίσθημα έκπληξης, ομολογώ) την εμφάνιση διαφημιστικών μηνυμάτων, ενώ πίσω ή δίπλα απ' αυτά ο Δάσκαλος μιλούσε για την εμπορευματοποίηση των πάντων στον σύγχρονο κόσμο και αγωνιούσε για τον θάνατο της φιλοσοφίας και το τέλος του πολιτισμού... Το επιχείρημα "τις διαφημίσεις τις έβαλε η Google" δεν ευσταθεί: Η Google βάζει διαφημίσεις μόνο σε videos που αναρτώνται από χρήστες που δεν κατέχουν τα πνευματικά δικαιώματα των αναρτήσεων. Στην περίπτωση κατόχων πνευματικών δικαιωμάτων, οι διαφημίσεις μπαίνουν κατ' απαίτηση των ιδίων και έχουν, φυσικά, κερδοσκοπικό χαρακτήρα! Και το ότι το liantinis.org είναι (ή, τουλάχιστον, έχει κατορθώσει να αναγνωρίζεται ως) κάτοχος των πνευματικών δικαιωμάτων των videos που αναρτά, το έμαθα πρόσφατα - με οδυνηρό, μάλιστα, τρόπο...

Για να είμαστε αντικειμενικοί, τα κέρδη από τέτοια διαφημιστικά δικαιώματα είναι πράγματι ελάχιστα. Όμως, το θέμα εγείρει ένα σοβαρό ερώτημα σε επίπεδο ηθικού συμβολισμού: Οι "αφοσιωμένοι" μαθητές εμπορεύονται, άραγε, τη σοφία του δασκάλου τους - την οποία θα έπρεπε να δωρίζουν στον κόσμο ανιδιοτελώς, ακόμα και με δικές τους θυσίες αν χρειαστεί - έναντι ευτελούς τιμήματος; Εύχομαι κάτι να μου έχει διαφύγει και να έχω πέσει έξω. Εύχομαι η Google να "ανακάλυψε", ξαφνικά, πνευματικά συν-δικαιώματα κάποιου... εξωγήινου στα videos του liantinis.org και να επέβαλε η ίδια, με βάση την πάγια πολιτική της, την παρουσία διαφημίσεων! Μα δεν το ελπίζω τόσο...

Κλείνω με μια αναγκαία απόδοση δικαιοσύνης στον εαυτό μου (αφού είμαι ο μόνος που θα μπει στον κόπο να το κάνει...). Ό,τι κι αν έγραψα ή ανάρτησα για τον Δημήτρη Λιαντίνη, όσες ενστάσεις κι αν ήγειρα για κάποιες (πολύ συγκεκριμένες) θέσεις του, το έκανα μέσα σε πνεύμα ακαδημαϊκής ευπρέπειας κι εντιμότητας, με αναγνώριση της εξαιρετικής ιδιοφυΐας του και του τεράστιου μεγέθους του στο χώρο των ελληνικών γραμμάτων. Πάνω απ' όλα, το έκανα με απόλυτη ανιδιοτέλεια! Και ειλικρινά πιστεύω ότι το σύντομο video που δημοσίευσα κάποτε, για το οποίο τόσο στοχοποιήθηκα κι έγινα αποδέκτης λυσσώδους πολεμικής από το liantinis.org, έκανε πολύ μικρότερη ζημιά στην υστεροφημία του Δασκάλου σε σύγκριση με το βιβλίο που μοσχοπούλησε ο "αρχιερέας" του παραπάνω site, στο οποίο (βιβλίο) περιέχονται ιδιωτικές επιστολές και άλλα προσωπικά δεδομένα του Λιαντίνη που είναι άκρως αμφίβολο αν ο ίδιος θα ήθελε ποτέ να βγουν στο φως!

Εγώ, τουλάχιστον, τον Λιαντίνη ποτέ δεν τον εμπορεύτηκα! Μα ούτε καν αυτό μου αναγνωρίστηκε ως ελαφρυντικό από εκείνους και - κυρίως - εκείνες που με σταύρωσαν αγνοώντας ή παραβλέποντας κάτι πολύ σημαντικό: Πως, το χειρότερο που μπορεί να κάνει ένας ακαδημαϊκός σε έναν άλλο δεν είναι να τον κρίνει, μα να τον αγνοήσει!

Κ.Π.





Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2016

Για τον βιασμό της ελευθερίας του λόγου δεν υπάρχουν νόμοι...

Με λύπη (ομολογώ μεγάλη) αναγγέλλω στους συνδρομητές του καναλιού μου στον ιστότοπο YouTube το κλείσιμο του λογαριασμού μου και την κατάργηση του καναλιού αυτού. Έγινε με απόφαση δική μου (όχι του ίδιου του YouTube) για λόγους που σχετίζονται τόσο με το προσωπικό μου αίσθημα αξιοπρέπειας, όσο και με τη συνειδητοποίηση, πλέον, ότι στον εν λόγω ιστότοπο η ελευθερία του λόγου δέχεται χτυπήματα "κάτω από τη ζώνη"...

Αφορμή ήταν ένα εξευτελιστικό (και συνάμα απειλητικό) μήνυμα που έλαβα απόψε, ως "κεραυνό εν αιθρία", από το YouTube. Αλλά, ας πάρω τα πράγματα απ' την αρχή...

Πριν τέσσερα, περίπου, χρόνια ανάρτησα ένα πολύ μικρό απόσπασμα από μια μακράς διάρκειας ομιλία του Δ. Λιαντίνη με θέμα τη διαχρονική μορφή της "Ελένης". Η ομιλία αυτή διατίθεται ελεύθερα στο YouTube (δεν αποτελεί, δηλαδή, εμπορικό προϊόν, όπως π.χ. μια κινηματογραφική ταινία), έτσι ορθώς ο ιστότοπος δεν έθεσε εξαρχής, ούτε και κατά τη διάρκεια της τετραετίας που ακολούθησε, ζήτημα πνευματικών δικαιωμάτων. Εξάλλου, ο ιστότοπος liantinis.org, που είχε αναρτήσει το video της ομιλίας και ήταν, τυπικά, κάτοχος των πνευματικών δικαιωμάτων, γνώριζε εξαρχής την ύπαρξη του δικού μου αποσπάσματος. Είχε μάλιστα αναρτήσει και σχολιασμούς, τους οποίους καλοδέχτηκα στο κανάλι μου και ανταποκρίθηκα σ' αυτούς με καλοπιστία και ειλικρινή διάθεση διαλόγου. Κάθε φορά, δε, που έπεφταν στην αντίληψή μου τυχόν απρεπείς σχολιασμοί για τον Δ.Λ. από άλλους επισκέπτες της σελίδας μου, διέγραφα αμέσως τα σχόλια και, σε κάποιες περιπτώσεις, επέβαλα ακόμα και αποκλεισμούς χρηστών!

Βέβαια, οι "ταλιμπάν" του Λιαντίνη ποτέ δεν είδαν με καλό μάτι την ύπαρξη αυτού του σύντομου video, το οποίο έδινε έμφαση σε ένα απόσπασμα του λόγου του Δ.Λ. που θα προτιμούσαν να περάσει απαρατήρητο, αφού μάλιστα δεν αφορούσε καν το κύριο θέμα της ομιλίας. Συγκεκριμένα, ο Δάσκαλος είχε εκφράσει - μάλλον παρορμητικά και χωρίς την αναγκαία δεύτερη σκέψη - την ατυχή άποψη ότι το ελληνικό αλφάβητο θα έπρεπε να αντικατασταθεί από το λατινικό "για να μας διαβάζουν πιο εύκολα οι ξένοι". Σε όρους μοντέρνου λεξιλογίου, ο κορυφαίος των ελληνικών γραμμάτων του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα προπαγάνδιζε τη χρήση των διαβόητων, πλέον, greeklish!

Κι εδώ ξεδιπλώνεται όλος ο φασισμός και η έλλειψη δημοκρατικού ήθους από το liantinis.org! Εντελώς ξαφνικά και μετά από τέσσερα ολόκληρα χρόνια, χωρίς καν να έρθουν πρώτα σε επαφή μαζί μου και να συζητήσουν το ζήτημα, κατέθεσαν καταγγελία εναντίον μου στο YouTube για "παραβίαση πνευματικών δικαιωμάτων", αξιώνοντας την απόσυρση του αποσπάσματος της ομιλίας από το κανάλι μου! Από τη μεριά του, το YouTube θεώρησε καλό να συνοδεύσει την ικανοποίηση του αιτήματος με μία εξευτελιστική προειδοποίηση προς εμένα, σε ύφος δικαστού που απευθύνεται σε κατά συρροήν εγκληματία! Για τους φανατικούς του Λιαντίνη, βέβαια, ίσως ο χαρακτηρισμός αυτός δεν απέχει και πολύ απ' την πραγματικότητα...

Θα μπορούσα να αφήσω το περιστατικό να περάσει και να ξεχαστεί, χωρίς να δώσω σημασία. Όμως αισθάνθηκα πως η συνέχιση της συνεργασίας μου με το YouTube θα αποτελούσε πλέον περίπου πράξη αυτοχειρίας του ίδιου μου του αισθήματος αξιοπρέπειας! Έτσι, πήρα τη δύσκολη απόφαση να κλείσω τον λογαριασμό μου. Δύσκολη τόσο γιατί αισθάνομαι ότι προδίδω τους πολυάριθμους συνδρομητές του καναλιού, όσο και γιατί βγάζω από την κυκλοφορία, μεταξύ άλλων, και μερικά προσωπικά videos που έφτιαξα μέσα στα χρόνια αυτά με πολύ κόπο και μεγάλο μεράκι!

Όσο για τους οπαδούς του Δ. Λιαντίνη, θα πω τούτο: Αν το μόνο που θεωρείτε ότι σας δίδαξε ο Δάσκαλός σας είναι η με κάθε - τυπικά νόμιμο αλλά ηθικά απαράδεκτο - τρόπο φίμωση κάθε άποψης που δεν βολεύει την υστεροφημία του, τότε ΔΕΝ ΔΙΚΑΙΟΥΣΤΕ ΝΑ ΑΥΤΟΠΡΟΣΔΙΟΡΙΖΕΣΤΕ ΩΣ ΜΑΘΗΤΕΣ ΤΟΥ!

Ως υστερόγραφο: Η ομιλία του Δ.Λ. με θέμα την "Ελένη" έχει πράγματι ενδιαφέρον και αξίζει να την παρακολουθήσει κανείς. Και το γράφω αυτό όσο κι αν το όνομα ανασύρει από τη δική μου μνήμη πράξεις απρόκλητης εχθρότητας προς το πρόσωπό μου από φανατικές θαυμάστριες του Δασκάλου. Με γαληνεύει, εν τούτοις, η βάσιμη βεβαιότητα ότι οι δικοί μου μαθητές δεν θα λησμονήσουν ποτέ αυτό που πάντα τους δίδασκα και προσπαθώ να τους διδάσκω στην πράξη: Πως ο λόγος πεθαίνει σαν πάψει να 'ναι ελεύθερος!

Κ.Π.


Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2016

To γράμμα στην τσέπη του φύλακα


Ο ταχυδρόμος φαινόταν σαστισμένος. Το γράμμα δεν είχε όνομα αποστολέα, ενώ στη θέση του παραλήπτη έγραφε, απλά, «Σε προσοχή Λ.Χ.». Μα κι η ίδια η διεύθυνση δεν ξεκαθάριζε πολλά πράγματα. Στην πόρτα της παλιάς μονοκατοικίας υπήρχε πωλητήριο, ενώ η ηλικιωμένη κυρία στην οποία ανήκε το σπίτι είχε μόλις φύγει για την επαρχία. Έτσι ξαφνικά και για πάντα, όπως είπαν οι γείτονες.

«Τι να το κάνω το γράμμα;», με ρώτησε αμήχανα ο ταχυδρόμος. Ίσα για να τον βγάλω από την άβολη θέση, προσφέρθηκα να το κρατήσω εγώ, μήπως κι ερχόταν κάποιος να το ζητήσει.

Πέρασε καιρός, και ο φάκελος έμενε πάντα ακουμπισμένος αθόρυβα στο ίδιο ράφι της βιβλιοθήκης μου, σα λυπημένο αδέσποτο που μάταια περιμένει τον ιδιοκτήτη του να ‘ρθει να το μαζέψει. Σκέφτηκα να πετάξω το γράμμα, μα κάτι με σταμάτησε. Κάποια στιγμή, η περιέργεια με έκανε ν’ ανοίξω το φάκελο. Άλλωστε, αυτό δεν θα ‘ταν καν αδιακρισία, αφού καμία ταυτότητα δεν φανερωνόταν πουθενά. Ήταν σαν ένα γράμμα απ’ τον «κανένα» προς τον «κανένα»!

Ο γραφικός χαρακτήρας στην αρχή του κειμένου ανάδινε μια ήρεμη σοφία. Μα η γαλήνη αυτή σύντομα χανόταν, σαν μια ήσυχη πρωινή θάλασσα του καλοκαιριού που ξάφνου σήκωσε κύμα κι έγινε τρικυμία το μεσημέρι! Πάντως, φαινόταν από άνθρωπο με κάποιο επίπεδο. Άρχισα να διαβάζω, στην αρχή μάλλον με ουδέτερη διάθεση…

————————————————

Στέλνω το γράμμα στη διεύθυνση της θείας σου (στη δική σου, όπως καταλαβαίνεις, δεν θα τολμούσα). Ελπίζω να σου το δώσει. Άλλωστε, δεν προτίθεμαι να την ξαναενοχλήσω. Ούτε κι εσένα, φυσικά…

Νιώθω αμήχανος γιατί δεν ξέρω πώς να σε προσφωνήσω. Με τ’ όνομά σου; Δεν το έκανα ποτέ, ένα συνηθισμένο όνομα δεν μου έφτανε για να σε περιγράψω. Όσο για τις άλλες λέξεις που σου ‘λεγα, δεν έχω πια δικαίωμα να τις χρησιμοποιώ. Θα έμοιαζαν άδειες από περιεχόμενο, δίχως αντίκρισμα. Εξάλλου, τι νόημα έχουν οι λέξεις σαν χάνονται οι ιδιότητες; Γι’ αυτό, θα ξεκινήσω έτσι άκομψα, χωρίς προσφώνηση.

Αν τυχόν διέκρινες ένα αίσθημα απογοήτευσης ανάμεσα στις πρώτες αυτές γραμμές, σωστά το διέκρινες. Μα κι αν ακόμα δεν το ‘νιωσες, δεν θα σου είναι δύσκολο να το μαντέψεις. Σε προλαβαίνω: Μη νομίσεις ότι σε θεωρώ υπεύθυνη, πως για κάτι σε κατηγορώ. Κάθε άλλο: μάλλον ευγνωμοσύνη σου οφείλω! Γιατί, θα ήταν πολύ προβλέψιμη κι ανιαρή η ζωή αν τίποτα απ’ όσα πιστέψαμε δεν μας διέψευδε ποτέ…

Θυμάμαι κάποιες φορές να λες, με μια δόση φιλοσοφημένου κυνισμού, πως ίσως και να μην ταίριασαν οι χρόνοι μας. Ήθελες μάλλον να πεις πως δεν βρήκαμε την κατάλληλη εποχή να συναντηθούμε. Θα μπορούσα και να συμφωνήσω με τη φράση σου, μόνο που εγώ την εννοώ κάπως διαφορετικά: Για μένα, χρόνος δεν υπήρχε καν ως τη στιγμή που θα σε ξανάβλεπα. Για σένα, ήμουν ένα σχετικά ανεκτό συμπλήρωμα στον λιγοστό δικό σου άδειο χρόνο. Ρόλος, δηλαδή, όχι ατομικότητα…

Τι ειρωνεία… Ήταν ό,τι ακριβώς έλεγες πως μισούσες να βιώνεις απ’ τη μεριά σου, εσύ η γυναίκα η περήφανη, η ανεξάρτητη, η ανυπόταχτη. Που σιχαινόσουν τους ρόλους που καταπίνουν την προσωπικότητα (της γυναίκας, εννοείται), που έτρεμες μήπως ξεφύγει από καμιά χαραμάδα της ψυχής σου λίγο συναίσθημα, μη και φανείς αδύναμη, ευάλωτη, κατατεθειμένη, εξαρτημένη… Ναι, εσύ, η πιστή θαυμάστρια της Μελίνας. Ψέμα, δεν ήσουν καν θαυμάστρια: ήσουν η ίδια η Μελίνα!

Όμως, δεν σου ρίχνω ευθύνες, δεν θα φορτώσω πάνω σου το βάρος της δικής μου ελαφρότητας. Εισέπραξα, τελικά, απ’ τη ζωή αυτό που μου άξιζε. Εγώ που δίδασκα, με την αυτάρεσκη σιγουριά νικητή, την παντοδυναμία του νόμου της προσφοράς και της ζήτησης, βρέθηκα να τον επαληθεύω απ’ τη μεριά του ηττημένου στον έρωτα. Είχα πιστέψει πως ήμουν αναντικατάστατος. Ακόμα κι όταν, για λόγους ανεξάρτητους της θέλησής μου, ήρθα στην ανάγκη να μειοδοτήσω στην προσφορά. Οι προσωπικές δυσκολίες μου, που σχετίζονταν με υποχρεώσεις ανελαστικές, δεν θα μπορούσαν, σκέφτηκα, να με ακυρώσουν, να με αποδείξουν αναλώσιμο. Δεν είχα μετρήσει, όμως, σωστά το μέγεθος της σπουδαιότητάς μου. Ούτε τη σειρά των προτεραιοτήτων σου…

Παραδέχομαι πως άργησα να σου μιλήσω για όλα αυτά. Και, για να πω την αλήθεια, δεν ξέρω τι μ’ έπιασε τώρα και σου τα λέω! Πέρασε ήδη ένας χρόνος από εκείνη την τελευταία φορά. Μετά χάθηκες ξαφνικά, χωρίς μια εξήγηση. Μα τι να εξηγήσεις; Πως τα ανθρώπινα αισθήματα υπόκεινται κι αυτά στους αμείλικτους νόμους της αγοράς; Πως είχες το αυτονόητο δικαίωμα να αναζητήσεις αλλού αυτό που δεν μπορούσα τότε να σου προσφέρω εγώ; Πως δεν θα απαρνιόσουνα ποτέ τη «Στέλλα» που κουβαλούσες μέσα σου, πολύ περισσότερο για χάρη ενός ασήμαντου που δεν κρατούσε καν μαχαίρι;

Πάντως, ακόμα κι αν δεν σημαίνω (που σίγουρα δεν σημαίνω) τίποτα, εξακολουθώ να είμαι καλός συζητητής και το γούστο μου στον καφέ δεν έχει αλλάξει. Γι’ αυτό, σου γράφω παρακάτω το καινούργιο μου τηλέφωνο. Όπως θα καταλάβεις, έχω μετακομίσει σε άλλη περιοχή (ζω τώρα μόνος). Απ’ ό,τι είδα προχθές περνώντας τυχαία από κει, εκείνο το μικρό καφενεδάκι στην Πλάκα υπάρχει ακόμα…

Κλείνω ανάλογα όπως άρχισα, χωρίς τις γνώριμες εκφράσεις αποφώνησης. Άλλωστε, οι λέξεις δεν μου ανήκουν πια… Να ‘σαι καλά, λοιπόν!

————————————————

Στο κάτω μέρος του χαρτιού υπήρχε πράγματι ένας αριθμός τηλεφώνου. «Τι κρίμα που εκείνη δεν θα το διαβάσει ποτέ!», σκέφτηκα καθώς τοποθετούσα το φάκελο στη γνώριμη θέση του στο ράφι της βιβλιοθήκης…

Πέρασε καιρός, και το πωλητήριο στην πόρτα της γειτονικής παλιάς μονοκατοικίας έστεκε αγέρωχο στη θέση του. Κάποιο απόγευμα, καθώς γυρνούσα σπίτι, πρόσεξα μια γυναίκα να το περιεργάζεται με επιμονή και με μια ευδιάκριτη έκφραση απορίας στο πρόσωπό της. Λεπτή, απλά μα κομψά ντυμένη, αρκετά εντυπωσιακή… Τη ρώτησα, έτσι από αίσθημα καθήκοντος καλού γείτονα, αν ενδιαφερόταν για το σπίτι.

«Όχι, ήταν το σπίτι της θείας μου», απάντησε. Μου εξήγησε πως εδώ κι ένα χρόνο περίπου έλειπε στο εξωτερικό και, κάποια στιγμή, είχε χάσει επαφή με τη συγγενή της. Σίγουρα δεν περίμενε να τη βρει να έχει μετακομίσει οριστικά στο εξοχικό της στη Χαλκιδική!

Μου συστήθηκε: Λ.Χ. Βρήκα το θάρρος να της προτείνω έναν καφέ, κάπου εκεί κοντά. Παραδόξως δεν αρνήθηκε. Μάλλον της ενέπνευσα εμπιστοσύνη! Εκτός αυτού, έδειχνε καθαρά πως χρειαζόταν κάποιον για να μιλήσει. Μετά τις πρώτες γουλιές απ’ τον espresso της, άρχισε να ξεδιπλώνει τον εαυτό της…

Τρίτο παιδί μιας μεσοαστικής οικογένειας, με δύο μεγαλύτερα αδέλφια, αγόρια. Πατέρας υπερσυντηρητικός, κατά βάθος «φαλλοκράτης» (δική της έκφραση). Τα αγόρια θα μπορούσαν, αν ήθελαν, να σπουδάσουν, εκείνη όμως θα ‘πρεπε να μάθει καλά την τέχνη της καλής συζύγου! Έτσι, την πάντρεψαν από σχετικά μικρή ηλικία με ένα πιστό αντίγραφο του πατέρα της. Καλός οικογενειάρχης μα συντηρητικός κι εργασιομανής…

Κάποια στιγμή γνώρισε έναν διαφορετικό άνθρωπο. Ιδεαλιστής, φιλελεύθερος κι ευαίσθητος, είχε όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που χλεύαζε η οικογένειά της σαν τα ‘βλεπε σε έναν εκπρόσωπο του «ισχυρού» φύλου. Με ένα μόνο αλλά καθοριστικό, για κείνη, μειονέκτημα: είχε κι αυτός τις δικές του ανελαστικές προσωπικές δεσμεύσεις.

Οι καλά ριζωμένοι φόβοι της δεν την άφησαν να του δείξει τι πραγματικά σήμαινε για εκείνη. Φοβήθηκε ν’ αφήσει τα συναισθήματά της να έρθουν στο φως, δείλιασε να κατατεθεί αληθινά, μήπως και φανεί ευάλωτη, ψυχικά εξαρτημένη και, εν τέλει, «εκμεταλλεύσιμη». Έτρεμε στην ιδέα πως θα μπορούσε να διαψευστεί και να πληγωθεί!

Έτσι, έβγαλε προς τα έξω έναν εαυτό που δεν ήταν δικός της. Πρόβαλλε μπροστά σ’ εκείνον σα μια γυναίκα αυτόνομη και συναισθηματικά ανεξάρτητη (κάποιες φορές, ακόμα και σκληρή) που δεν θα μπορούσε ποτέ να κατατεθεί απόλυτα σε έναν άντρα – είδος που, ούτως ή άλλως, ελάχιστα έδειχνε να υπολήπτεται!

Τον αληθινό εαυτό της δεν πρόλαβε, τελικά, να του τον δείξει. Μια ξαφνική αδιαθεσία του άντρα της τους ανάγκασε να φύγουν αμέσως για την Αμερική, όπου ζούσε μόνιμα ο αδελφός του που, κατά καλή σύμπτωση, ήταν διευθυντής μιας μεγάλης κλινικής. Εκεί υπήρχαν όλα τα κατάλληλα μέσα για μια αποτελεσματική θεραπεία.

Στάθηκε δίπλα στον άντρα της με μεγάλη αφοσίωση για έναν ολόκληρο χρόνο, μέχρι που εκείνος ξανάγινε απόλυτα υγιής. Της πρότεινε τότε να μείνουν για πάντα στην Αμερική, κοντά στον αδελφό του που θα του εξασφάλιζε μια καλή θέση σε μεγάλη εταιρεία. Αρνήθηκε. Κάτι παραπάνω: του ομολόγησε πως δεν τον αγαπούσε πια και πως θα προτιμούσε να τραβήξει ο καθένας το δρόμο του. Δεν είχε άλλη επιλογή από το να της δώσει το διαζύγιο. Άλλωστε, ήταν το λιγότερο που της χρωστούσε!

Πίσω πάλι στην Ελλάδα, προσπαθούσε τώρα να ξανακολλήσει τα κομμάτια της ζωής της που άφησε πίσω φεύγοντας. Πάνω απ’ όλα, να ξανασυναντήσει εκείνον και να του εξηγήσει. Μα στάθηκε αδύνατο να τον βρει. Θα είχε αλλάξει τηλέφωνο, ίσως ακόμα και διεύθυνση, σκέφτηκε. Κι αν κάτι της είχε δώσει κίνητρο για ν’ αλλάξει εκείνη ολόκληρη τη ζωή της, ήταν αυτός. Έστω και μέσα στις δεσμεύσεις του, τις οποίες ήταν πια πρόθυμη να αποδεχθεί! Μα, πού να βρισκόταν τώρα; Πώς θα τον εύρισκε;

Τη ρώτησα ξάφνου αν θυμόταν το τέλος στην ταινία του Τζαβέλλα, «Μια ζωή την έχουμε». «Ναι», μου απάντησε. «Λες για τη σκηνή στο λιμάνι, την ώρα που φεύγει το πλοίο παίρνοντας μακριά της τον μόνο άνθρωπο που είχε αγαπήσει. Δίπλα της στάθηκε τυχαία εκείνος ο φύλακας, που ήταν ο μόνος που γνώριζε τη διεύθυνση του ανθρώπου αυτού στη χώρα που πήγαινε. Την είχε γραμμένη πρόχειρα πάνω σε ένα φάκελο. Όταν την άκουσε να λέει κλαίγοντας το όνομα του αγαπημένου της και ν’ αναρωτιέται πώς θα τον ξαναβρεί, ο φύλακας χαμογέλασε με νόημα, κι εκεί τελειώνει η ταινία…»

Με κοιτούσε απορημένη καθώς έμενα (με μεγάλη δυσκολία, ομολογώ) σιωπηλός κι ανέκφραστος. «Μα, τι σχέση έχει αυτό με την κουβέντα μας;» είπε στο τέλος με κάποια ένταση στη φωνή της. «Μπορεί και να ‘χει!», αποκρίθηκα, σκάζοντας σχεδόν σαδιστικά ένα αινιγματικό χαμόγελο που φάνηκε τώρα να την εκνευρίζει στ’ αλήθεια!

Video:  http://dai.ly/xje7yp

Aixmi.gr

Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2016

Γιατί μου άρεσε το «Ουζερί Τσιτσάνης»

Κριτική ταινίας

Ομολογώ ότι μπήκα στην αίθουσα έμπλεος αρνητικών προϊδεασμών. Είχα δώσει ιδιαίτερα μεγάλο βάρος στις περισπούδαστες αναλύσεις γνωστών κριτικών κινηματογράφου που μιλούσαν για οιονεί τηλεσκηνοθεσία, τόνιζαν κάποιες αδυναμίες στο μοντάζ και επεσήμαιναν ορισμένα προβλήματα στην απόδοση των διαλόγων. Σε γνωστό εβδομαδιαίο περιοδικό, μάλιστα, η ταινία περιγραφόταν ως περίπου ανάξια σχολιασμού!

Όμως, δεν είναι τα τεχνικά χαρακτηριστικά στα οποία θα ήθελα να σταθώ μιλώντας για το «Ουζερί Τσιτσάνης» του Μανούσου Μανουσάκη. Η πραγματική ατυχία του ήταν ότι συνέπεσε χρονικά με τη μετριότατη και αρκούντως λαϊκιστική, αλλά ασύγκριτα περισσότερο «πιασάρικη» ταινία ενός trendy νεαρού σκηνοθέτη που ξέρει καλά την τέχνη να δημιουργεί υψηλές συγκινήσεις με κατασκευασμένες πραγματικότητες…

Ο ελληνικός κινηματογράφος έχει πάμπολλες φορές καταπιαστεί με τα εγκλήματα του φασισμού. (Προσωπικά, θεωρώ το «Αυτοί που μίλησαν με τον θάνατο» του Γιάννη Δαλιανίδη ως μία από τις κορυφαίες ταινίες του είδους.) Κάποιες φορές, εν τούτοις, ο καταγγελτικός λόγος προσπαθεί να αυτο-τεκμηριωθεί αγιογραφώντας τα θύματα. Εθιστήκαμε να βλέπουμε ταινίες όπου περιγράφονται οι κακοπάθειες της εμφυλιακής και μετεμφυλιακής Αριστεράς, ήταν όμως πάντοτε ταμπού να προβάλλονται οι (αδιαμφισβήτητα υπαρκτές) αδικοπραξίες της.

Τη σκυτάλη της αγιογράφησης έχει πάρει στον σύγχρονο ελληνικό κινηματογράφο η μετανάστευση. «Πληροφορηθήκαμε» πρόσφατα ότι η Ελλάδα είναι ένας τόπος όπου εκατοντάδες φασιστών κυκλοφορούν ανεμπόδιστα στους δρόμους επιδιδόμενοι στο σπορ της δολοφονίας μεταναστών, σαν να πρόκειται για κοινούς χομπίστες που βγαίνουν παρέα στο δάσος για κυνήγι! Φυσικά, «κακοί» μετανάστες δεν υπήρξαν ποτέ σ’ αυτή τη χώρα. Ή, κι αν υπήρξαν, ποιος θα καθόταν τώρα να φτιάξει ολόκληρη ταινία με θέμα τον μαρτυρικό θάνατο ενός ηλικιωμένου για λίγα ευρώ…

Φτάσαμε στα μέσα της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα για να δούμε, επιτέλους, μια σοβαρή ιστορική προσέγγιση του ελληνικού σινεμά στο μεγαλύτερο έγκλημα του φασισμού (στην εκδοχή του ναζισμού): το εβραϊκό Ολοκαύτωμα! Τούτη τη φορά, τα θύματα ούτε ηρωοποιούνται ούτε καθαγιάζονται. Εξίσου με το αίσχος των Ελλήνων δωσίλογων, στο «Ουζερί Τσιτσάνης» δεν αποκρύπτονται και κάποιες δυσάρεστες αλήθειες για τους ίδιους τους Εβραίους, όπως ο θρησκευτικός τους ρατσισμός καθώς και το γεγονός ότι κάποιοι εξ αυτών συνεργάστηκαν με τον κατακτητή εναντίον του ίδιου τους του λαού.

Όπως ορθά παρατήρησε παρακαθήμενή μου ωραιοτάτη θεατής, ο Μανουσάκης αποφεύγει έξυπνα την παγίδα να κάνει την ταινία ένα «Τσιτσανικό» μιούζικαλ με φόντο, απλά, την κατοχική Θεσσαλονίκη (κάτι σαν μια ελληνική εκδοχή τού «Καμπαρέ»). Τα τραγούδια σκόπιμα ακούγονται αποσπασματικά, ίσα για να δώσουν τις απαραίτητες μουσικές πινελιές χωρίς να κλέψουν χρόνο από τα δρώμενα. Εξαιρετική και η διασκευή λαϊκών μουσικών θεμάτων από τον Θέμη Καραμουρατίδη για τις ανάγκες της πρωτότυπης μουσικής επένδυσης της ταινίας.

Όχι με διάθεση μιας αφ’ υψηλού σινεφίλ κριτικής, αλλά σαν απλός θεατής που βλέπει το σινεμά ως τέχνη που στοχεύει στην πνευματική και ψυχική ανύψωση, ομολογώ ότι η ταινία του Μανουσάκη, παρά τις όποιες τεχνικές αδυναμίες της, με οδήγησε στην έξοδο της αίθουσας με ένα αίσθημα υψηλής καλλιτεχνικής εμπειρίας. Κάτι που δεν συνέβη με τη νέα ταινία του ναρκισσευόμενου, σχετικά νεαρού σκηνοθέτη, που επιχείρησε να εκβιάσει το συναίσθημα του κοινού με λαϊκιστικές υπερβολές οι οποίες, κάποιες στιγμές, αγγίζουν τα όρια του κωμικού!

Και, μια και μιλάμε για το Ολοκαύτωμα: Το να δημιουργείς σκηνοθετικούς συνειρμούς παρομοιάζοντας μια σύγχρονη πολυεθνική με το Άουσβιτς, δεν είναι απλά λαϊκισμός. Είναι αληθινός εκχυδαϊσμός της Ιστορίας!

Aixmi.gr

Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2016

Αποκαθιστώντας τον Τσαϊκόφσκι!


Ο φίλος μου ο Ιλάν ανήκει αναμφίβολα στην αφρόκρεμα των διανοουμένων της χώρας (ουδόλως επηρεάζει την κρίση μου το γεγονός ότι είναι οπαδός της ΑΕΚ!). Λόγω της εξαιρετικής μουσικής του παιδείας, υπήρξε για πολλά χρόνια παραγωγός μιας ιδιαίτερα δημοφιλούς ραδιοφωνικής εκπομπής στο «Τρίτο Πρόγραμμα». Το γιατί δεν τον ακούμε σήμερα είναι κάτι που, ασφαλώς, δεν ανήκει στη δική του σφαίρα ευθύνης. Άλλωστε, η αξιοκρατία δεν ήταν ποτέ το δυνατό χαρτί του συστήματος σ’ αυτό τον τόπο.

Το περιστατικό σίγουρα θα το ‘χει πια ξεχασμένο... Περνώντας μια μέρα πριν χρόνια από την Κολοκοτρώνη, μπαίνω στο κατάστημα που διατηρούσε τότε ο Ιλάν στο κέντρο της Αθήνας. Τον βλέπω όπως πάντα σκυμμένο πάνω από ένα τεράστιο χαρτί, να σχεδιάζει και να οργανώνει σαν στρατηγός πριν τη μάχη, με ιδιαίτερη προσοχή και στην παραμικρή λεπτομέρεια, την εκπομπή της επόμενης μέρας στο «Τρίτο». Στο χέρι μου κρατούσα μια μικρή σακούλα με δύο CD που μόλις είχα αγοράσει από το Metropolis.

«Τι θα ‘λεγες να τους κουφάνεις με σονάτες για πιάνο του Βάγκνερ;», του λέω. Γνώριζα καλά ότι ο Βάγκνερ δεν ήταν ποτέ στην κορυφή της λίστας των συμπαθειών του Ιλάν, όμως δεν θα ‘λεγε ποτέ «όχι» σε μια ενδιαφέρουσα πρόταση! Η συζήτηση για τις σονάτες μάς παρέπεμψε, συνειρμικά, σε κάποια δύσκολα τεχνικά ζητήματα, και στο σημείο αυτό ο Ιλάν ζήτησε τη βοήθεια ενός μουσικού λεξικού. Ήταν χωρίς αμφιβολία ένα από τα πιο γνωστά και έγκυρα λεξικά του είδους. Στη θέα του, όμως, αναπήδησα με ένα αίσθημα φρίκης: «Πέτα το αυτό, Ιλάν, πέτα το!»

Με κοίταξε ξαφνιασμένος: «Το χρησιμοποιώ χρόνια. Τι πρόβλημα έχει;» Πήγα να του εξηγήσω μα μπήκαν πελάτες στο μαγαζί και η συζήτηση διακόπηκε. Μετά καταπιαστήκαμε με άλλα ζητήματα και το θέμα ξεχάστηκε. Το θυμήθηκα ξανά, πρόσφατα, με αφορμή ένα ιδιαίτερα «καυτό» ζήτημα των ημερών, στη δίνη του οποίου βρέθηκα λίγο κι εγώ λόγω ενός κειμένου μου στο «Βήμα»...

Να τι θα εκμυστηρευόμουν στο φίλο Ιλάν αν είχε συνεχιστεί, τότε, η κουβέντα: Ανάμεσα στα πολλά λεξικά μουσικής που αγόρασα στην Αμερική ήταν αυτό του Arthur Jacobs. Και ήταν, νομίζω, το μόνο βιβλίο που πέταξα ποτέ! Όχι ότι το εύρισκα ανεπαρκές ως βιβλίο αναφοράς. Κάθε άλλο: πρόκειται για ένα εκ των πλέον έγκριτων λεξικών του είδους. Αιτία ήταν ο σχεδόν χυδαίος, κατά τη γνώμη μου, τρόπος με τον οποίο ξεκινούσε το λήμμα που αφορούσε έναν αγαπημένο μου συνθέτη, τον Πιότρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκι.

Δεν αναφερόταν στο μουσικό του ταλέντο, ούτε στη συμβολή του στην ιστορία της μουσικής, αλλά (με κάποια διάθεση σαρκασμού) στις ερωτικές ιδιαιτερότητες του συνθέτη, δίνοντας μάλιστα έμφαση στο γεγονός ότι είχε εγκαταλείψει τη σύζυγό του λίγες μόλις μέρες μετά τον εικονικό γάμο τους. (Το ότι είχε επιχειρήσει, παράλληλα, να θέσει τέρμα στη ζωή του – πράγμα που τελικά πέτυχε πολύ αργότερα – είναι μια άλλη ιστορία...)

Δεν γνωρίζω αν μεταγενέστερες εκδόσεις του λεξικού διόρθωσαν αυτό το ολίσθημα. Ο Arthur Jacobs, πάντως, δεν ήταν ο μόνος που αντιμετώπισε τον Τσαϊκόφσκι πρωτίστως ως ψυχολογική ιδιαιτερότητα και δευτερευόντως ως σημαντικό μουσικοσυνθέτη. Πολλοί μουσικολόγοι ακόμα και σήμερα μιλούν για τις «υπέροχες, συναισθηματικά φορτισμένες μελωδίες» του μουσουργού, αρνούμενοι επίμονα, εν τούτοις, να αναγνωρίσουν σε όλη του την έκταση το χάρισμά του ως συμφωνιστή.

Για τους δυνάμενους να διακρίνουν τα δυσδιάκριτα, ακόμα και η κορυφαία όπερα του Τσαϊκόφσκι, η «Ντάμα Πίκα», είναι κατά βάση μια «συμφωνία» σε τρία μέρη (πράξεις) και επτά κινήσεις (σκηνές) που θυμίζει τις μεταγενέστερες, γιγάντιες Μαλερικές συμφωνικές δομές. Τα τρία βασικά μουσικά θέματα, που χρησιμοποιούνται κυκλικά σε όλη τη «συμφωνία», λειτουργούν ως λάιτ μοτίφ στο επίπεδο του μουσικού δράματος, αναπτυσσόμενα παράλληλα με τους χαρακτήρες και τις καταστάσεις επί σκηνής. Στο τέλος της δεύτερης πράξης, μάλιστα, ο Τσαϊκόφσκι πετυχαίνει με εντυπωσιακό τρόπο να περιγράψει μουσικά τον διχασμό προσωπικότητας ενός (περίπου) σχιζοφρενούς, βάζοντας την ορχήστρα να παίζει σε αντίστιξη το «θέμα της αγάπης» και το «θέμα των χαρτιών». Με τελικό νικητή, τραγικά, το δεύτερο...

Λατρεύω τον Μπραμς σχεδόν όσο και τον Βάγκνερ. Όμως, αλήθεια, ας βρεθεί ένας ειδικός να μου εξηγήσει γιατί, π.χ., η υπέροχη Τρίτη Συμφωνία του μεγάλου Γερμανού τεχνίτη θεωρείται «πιο συμφωνική» από την Πέμπτη του Ρώσου! Επιχειρώντας μια εξωμουσική ανάλυση στο ζήτημα, θα μπορούσε κάποιος να πει, αστειευόμενος, ότι στην υστεροφημία του Μπραμς φαίνεται πως δεν κόστισε, τελικά, το γεγονός ότι, όπως τουλάχιστον εκείνος ο ίδιος διέδωσε, ξεκίνησε τη μουσική καριέρα του παίζοντας πιάνο σε (χμμ...) όχι και τόσο «καλόφημα» σπίτια!

Ίσως ακουστεί εκκεντρικό αν πω ότι, αυτό που κυρίως με γοητεύει στη μουσική του Τσαϊκόφσκι δεν είναι η αισθητική ωραιότητά της αλλά ο τρόπος διαχείρισης του θεματικού υλικού από τον συνθέτη. Οι θεματικές μεταμορφώσεις του κάποιες φορές σε αφήνουν άφωνο – όπως, π.χ., στο τελευταίο μέρος της «Συμφωνίας Manfred» ή σε αυτό της «Σερενάτας Εγχόρδων», όπου το «νέο» θέμα του φινάλε αποδεικνύεται πως δεν ήταν παρά μια επιτυχής μεταμφίεση ενός βασικού θέματος της συμφωνικής δομής, το οποίο ο ακροατής έχει ήδη ακούσει σε προηγούμενα μέρη!

Η ικανότητα του Τσαϊκόφσκι να «μεταμφιέζει» τα θέματά του δεν είναι, ίσως, άσχετη με την εναγώνια προσπάθειά του να αποκρύψει στοιχεία της προσωπικής του ζωής και της ψυχοσύνθεσής του τα οποία, την εποχή εκείνη, θα μπορούσαν να αποβούν καταστροφικά για τη φήμη του και την κοινωνική του υπόσταση. Όμως, αυτή ακριβώς η δεξιότητα ως προς τη διαχείριση του μουσικού υλικού είναι ένα από τα βασικά γνωρίσματα των μεγάλων συμφωνιστών. Την είχε ήδη διδάξει με την Πέμπτη Συμφωνία του ένας Γερμανός Τιτάνας της κλασικής περιόδου, χτίζοντας μια ολόκληρη συμφωνική δομή πάνω σε ένα και μόνο θέμα – εκείνο το ανεπανάληπτο «παμ-παμ-παμ-πόοομ» – που περνά μέσα από απίστευτες μεταμορφώσεις ξεγελώντας το αυτί του ακροατή. Την δίδαξε λίγο αργότερα και ένας ευγενής της ρομαντικής σχολής: ο Φραντς Λιστ.

Είναι καιρός, λοιπόν, να δούμε τον Τσαϊκόφσκι από τη σωστή οπτική γωνία. Όχι απλά σαν έναν ρομαντικό αισθηματία με ερωτικές ιδιαιτερότητες, που γράφει ωραίες μελωδίες και στις όπερές του ταυτίζεται (υποτίθεται) με την ηρωίδα, αλλά σαν έναν εκ των κορυφαίων συμφωνιστών του δέκατου ένατου αιώνα, ίσως και όλων των εποχών! Μόνο που το χάρισμά του αυτό απαιτεί πολλαπλές ακροάσεις, καθώς και μια γενναία δόση καλής θέλησης κι απροκατάληπτης σκέψης, για να γίνει αντιληπτό...

Δεν γνωρίζω, πάντως, αν ο φίλος μου ο Ιλάν εξακολουθεί να χρησιμοποιεί εκείνο το λεξικό. Ομολογώ ότι πολλές φορές σκέφτηκα να του κάνω δώρο ένα άλλο, π.χ., αυτό του Michael Kennedy (παρεμπιπτόντως, έχει συγγράψει και μια εξαιρετική βιογραφία του Gustav Mahler). Αν το βρω μπροστά μου σε κάποιο βιβλιοπωλείο, δύσκολα θα αντισταθώ στον πειρασμό!

Aixmi.gr