Πέμπτη 28 Ιουνίου 2018

Η σονάτα του Κρόιτσερ


Γράφει: Κώστας Παπαχρήστου

Ο ιδιοκτήτης της βάρκας δεν πίστευε στα μάτια του. Τόσα λεφτά για ένα σχεδόν σάπιο σκαρί που καιρό τώρα έψαχνε τρόπο να ξεφορτωθεί! Ο αγοραστής δεν ήταν από εκείνους που λένε πολλές κουβέντες. Πλήρωσε χωρίς παζάρια και διαμαρτυρίες το ποσό που του είχε ζητηθεί, χαιρέτησε βιαστικά και μπήκε αμέσως στη βάρκα.

Καθώς ξανοιγόταν στο πέλαγος, «έπαιξε» για μία ακόμα φορά την ταινία της ζωής του τα τελευταία δύο χρόνια. Για μουσική υπόκρουση υπήρχε πάντα ο ήχος από τα κύματα. Και ό,τι έλειπε θα το συμπλήρωνε ο ίδιος – ήταν, εξ άλλου, μουσικός. Έπιασε το έργο από τους τίτλους της αρχής. Κι εκεί το όνομα του σκηνοθέτη δεν ήταν το δικό του. Ήταν αυτό της μοίρας. Με τη μορφή της γυναίκας...

Την είχε πρωτο-αντικρίσει στο Λυκαβηττό, σε μία από τις κοντινές, μικρές «αποδράσεις» του από το ιδιωτικό του στούντιο. Συνόδευε τους μαθητές κάποιου Λυκείου σε μια ημερήσια εκπαιδευτική εκδρομή. Ήταν καθηγήτρια φιλολογίας. Τον είχε ρωτήσει πώς θα βρουν το δρόμο για ένα πολιτιστικό κέντρο που βρισκόταν κάπου εκεί κοντά. Προσφέρθηκε να τους πάει ο ίδιος ως εκεί – δεν είχε, άλλωστε, πολλή δουλειά εκείνη τη μέρα.

Συζητώντας μαζί της στο δρόμο, έμαθε τα πρώτα πράγματα για κείνη. Αγαπούσε τη μουσική, αν και δεν είχε μουσικές γνώσεις. Και, όπως του εκμυστηρεύτηκε, είχε ένα διαχρονικό απωθημένο: να ακούσει τη «σονάτα του Κρόιτσερ», του Μπετόβεν. Της είχε μιλήσει κάποτε γι’ αυτήν ένας καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο, υπό την επίβλεψη του οποίου έκανε τότε μεταπτυχιακές σπουδές.

Είχε απορήσει κι ο ίδιος με το θάρρος του όταν της πρότεινε να περάσει κάποια μέρα από το στούντιό του εκεί στο Λυκαβηττό, να ακούσει επιτέλους τη φοβερή αυτή σονάτα που είχε στοιχειώσει τον Τολστόι! Κι εκείνη είχε δεχθεί αμέσως, με τον άδολο ενθουσιασμό ενός παιδιού.

Πήγε πολλές φορές στο στούντιο μέσα σ’ αυτά τα δύο χρόνια. Και κάθε συνάντησή τους ξεκινούσε με την ακρόαση της σονάτας του Κρόιτσερ, σαν απαραίτητος πρόλογος σε ένα σχεδόν μεταφυσικό τελετουργικό. Στο τέλος, πάνω στη χαλάρωση, μιλούσε για τον εαυτό της. Κι εκείνος ήταν πάντα πρόθυμος να ακούει...

Του είπε για τα οικογενειακά της προβλήματα και για μια ζωή αφυδατωμένη πια από συναισθήματα και συγκινήσεις. Ο γάμος της υπήρξε ένα είδος φυγής από φαντάσματα που την κυνηγούσαν από παλιά. Το πιο μεγάλο από αυτά, όμως, ήταν η μνήμη του καθηγητή. Ναι, θυμήθηκε την περίπτωση, ήταν πρώτο θέμα για καιρό στις εφημερίδες και την τηλεόραση. Καθηγητής της Φιλοσοφίας που είχε χαθεί με τρόπο μυστηριώδη στη θάλασσα. Είχε μόλις αγοράσει μια βάρκα και κάποιος τον είχε δει να ξανοίγεται στο πέλαγος. Η βάρκα δεν βρέθηκε ποτέ...

Κι έτσι πέρασαν δύο χρόνια γεμάτα μουσική, συγκινήσεις και εξομολογήσεις. Μα, όσο εκείνος δενόταν περισσότερο μαζί της, τόσο εκείνη απομακρυνόταν απ’ αυτόν. Οι επισκέψεις της γίνονταν όλο και πιο αραιές και βιαστικές, ενώ και η συγκίνηση απ’ τη μεριά της ολοένα λιγόστευε. Του μίλησε αόριστα για ένα «φορτωμένο πρόγραμμα» και για έναν νέο κύκλο μεταπτυχιακών σπουδών που είχε αποφασίσει να ξεκινήσει. Ώσπου, ξαφνικά, μια μέρα εκείνος βρήκε ένα γράμμα ριγμένο κάτω από την πόρτα του στούντιο.

Ήταν από εκείνη. Ο γραφικός χαρακτήρας δεν πρόδινε ταραχή, δεν φανέρωνε δισταγμό. Η γραφή ήταν σίγουρη, σαν από άτομο συνειδητοποιημένο, αποφασισμένο και ήρεμο. Σαν από άνθρωπο που δεν θα δίσταζε να πατήσει εν ψυχρώ τη σκανδάλη...

Αφού τον ευχαρίστησε (μάλλον τυπικά, ή έτσι του φάνηκε) για όσα «ωραία» είχαν μοιραστεί τα δύο αυτά χρόνια, του αποκάλυψε τους πραγματικούς λόγους που την είχαν φέρει σ’ εκείνον «κατά πρωτόγνωρη, για εκείνη, παράβαση των αρχών της». Ήταν το συναισθηματικό και υπαρξιακό κενό στο οποίο ζούσε εδώ και πολύ καιρό... Ήταν μια υποσυνείδητη ανάγκη εκδίκησης για κάποιον που χρόνια τώρα την καταπίεζε ενώ παράλληλα την υποτιμούσε σαν γυναίκα... Αλλά, πάνω απ’ όλα, ήταν το πάντα ανοιχτό τραύμα του ανεκπλήρωτου που άφησε πίσω της η σχεδόν μυθική μορφή ενός δασκάλου που εκείνη κάποτε πόθησε πολύ, μα δεν μπόρεσε (ίσως δεν πρόλαβε) να κατακτήσει. Τον κέρδισε, τελικά, η θάλασσα, στην οποία εκείνος αυτοθέλητα παρέδωσε ψυχή και σώμα...

Και η σονάτα του Κρόιτσερ, που άκουγαν μαζί σε κάθε τους συνάντηση στο στούντιο, ήταν μια υπερκόσμια γέφυρα που την πήγαινε σ’ εκείνον που της είχε πρωτομιλήσει κάποτε γι’ αυτό το μουσικό έργο. Μα, για να δώσει στον εαυτό της την ψευδαίσθηση της υλικής υπόστασης και της φυσικής παρουσίας του ανθρώπου που αντιπροσώπευε το ανεκπλήρωτο όνειρό της, είχε ανάγκη από ένα μέσο που θα σωματοποιούσε την ιδεατή μορφή του. Ένα εξ ορισμού και κατ’ ανάγκη υποδεέστερο υποκατάστατο, αφού κανείς δεν θα μπορούσε να συγκριθεί με έναν ημίθεο!

Έμεινε πολλές μέρες να κοιτάζει το γράμμα χωρίς να βρίσκει τη δύναμη να το ξαναδιαβάσει. Δεν είχε καν την αυταπάτη μιας υποτιθέμενης παρανόησης που συχνά συμβαίνει στην πρώτη ανάγνωση. Και δεν είχε την παραμικρή διάθεση να εργαστεί, λες και η έμπνευση τον είχε κι εκείνη εγκαταλείψει. Το καπάκι του πιάνου είχε μείνει ανοιχτό, όπως και η παρτιτούρα με τις σπουδές του Σοπέν πάνω στο αναλόγιο...

Όταν κατάφερε, τελικά, να συνέλθει κάπως, πήρε μία λευκή κόλλα χαρτί από το συρτάρι και κάθισε στο τραπέζι ξεβιδώνοντας την πένα του:

«Δεν πρόκειται να σε κατηγορήσω, είτε για τους λόγους που ήρθες, είτε για εκείνους που έφυγες. Αυτές τις μέρες διάβασα τα βιβλία του και κατάλαβα τι διδάχθηκες από εκείνον. Οφείλω να παραδεχθώ πως έχει δίκιο όταν μιλάει για την απόλυτα αδιαπραγμάτευτη ελευθερία και για τα ‘θέλω’ που παραμερίζουν τα ‘πρέπει’. Η βούληση ενός ανθρώπου δεν είναι ιδιοκτησία κανενός άλλου, και η αυτοδιαχείρισή της είναι αυτονόητο ατομικό δικαίωμα που δεν μπορεί να υπόκειται στον παραμικρό ηθικολογικό περιορισμό!

Κάποια στιγμή ένιωσες πως με χρειαζόσουν. Είτε για να ξεπεράσεις τα προσωπικά σου αδιέξοδα και να γεμίσεις το υπαρξιακό σου κενό, είτε για να ζήσεις την ψευδαίσθηση μιας ανεκπλήρωτης εμπειρίας που η ζωή δεν σε είχε αφήσει να γευτείς. Δεν γνωρίζω αν όλα αυτά δεν τα χρειάζεσαι πια, ή αν βρήκες τώρα κάποιον που σου τα εκπληρώνει περισσότερο. Αυτό δεν θα το μάθω ποτέ... Όμως, δεν έχω το δικαίωμα να σε κρίνω. Η ζωή είναι μία τεράστια αγορά προσφοράς και ζήτησης όπου όλα ανταλλάσσονται ελεύθερα με τους πιο συμφέροντες όρους και στην καλύτερη τιμή. Ακόμα και τα ανθρώπινα συναισθήματα. Αν υποτεθεί ότι το είδος υπάρχει ακόμα...

Σε κάποια παλιά ταινία, όπου ο ήρωας της ιστορίας δίνει άνιση μάχη να κερδίσει τη γυναίκα του με αντίπαλο το φάντασμα ενός – υποτίθεται πεθαμένου – παλιού εραστή, ο σύζυγος ομολογεί με απόγνωση ότι η μάχη αυτή είναι ήδη χαμένη. Γιατί, έναν πραγματικό άνθρωπο τον πολεμάς. Έχει αδυναμίες, έχει κακές πλευρές... Ένα όνειρο, όμως; Ένα φάντασμα πώς θα μπορέσεις να το πολεμήσεις; Είναι πιο ζωντανό απ’ την ίδια τη ζωή!

Εγώ αναμετρήθηκα με ένα όνειρο κι έχασα. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να γίνει αφού δεν ήμουν παρά ένα ασήμαντο υποκατάστατό του; Όμως, ακόμα κι έτσι, ίσως και για να περισώσω ό,τι έχει απομείνει – αν έχει απομείνει κάτι – από τον αυτοσεβασμό μου, ας έχω τουλάχιστον τη γενναιότητα να τραβήξω την αναλογία ως το τέλος της. Ο δρόμος για τη δική μου μηδαμινή αθανασία είναι, λοιπόν, ήδη χαραγμένος. Δεν χρειάζεται καν να τον ψάξω στο χάρτη...

Ξέχασα να σου πω, σκέφτηκα να αγοράσω μια βάρκα. Ο τόπος εδώ στη στεριά δεν με χωράει πια, ακόμα και ο Λυκαβηττός πέφτει πάνω μου και με πλακώνει! Βρήκα μία μεταχειρισμένη σε μάλλον καλή τιμή. Βέβαια, η τιμή δεν έχει, τελικά, και τόση σημασία...»

Ακούμπησε το γράμμα δίπλα στο δικό της κι απομακρύνθηκε απ’ το τραπέζι. Άλλωστε, δεν ήξερε διεύθυνση για να το στείλει. Μα, ακόμα κι αν ήξερε δεν θα ξέπεφτε ποτέ σε μια τέτοια μικροπρέπεια που βαθύτερο στόχο θα είχε να την εκθέσει. Άφησε ξεκλείδωτο το στούντιο φεύγοντας, χωρίς να ρίξει μια ματιά πίσω του...

Καθώς ξανοιγόταν τώρα όλο και πιο βαθιά στο πέλαγος, οι μνήμες ξεθώριαζαν, γίνονταν ένα με τις ακτές που ξεμάκραιναν. Ώσπου βίωσε, τελικά, την τρομαχτική εκείνη ηδονή της υπαρξιακής μοναδικότητας στη μέση του απέραντου...

Κανείς δεν ξανάκουσε γι’ αυτόν, κι ούτε η βάρκα του βρέθηκε ποτέ. Μόνο ο άνεμος είναι φορές που φυσά περίεργα σ’ εκείνα τα απόμακρα θαλασσινά τοπία, σχηματίζοντας ήχους απόκοσμους. Δεν παίρνω όρκο, μα κάποια στιγμή, περνώντας με το καράβι, ένιωσα πως άκουσα το σπαραχτικό θέμα του βιολιού απ' τη σονάτα του Κρόιτσερ του Λουδοβίκου Μπετόβεν...



Τετάρτη 6 Ιουνίου 2018

Εικόνες μιας πόλης που αντέχει στο χρόνο...

Athens: Garden at Zappion
Κήπος στο Ζάππειο

Athens: Syntagma Square
Πλατεία Συντάγματος

Athens: Syntagma Square
Πλατεία Συντάγματος

Athens: Kotzia Square
Πλατεία Κοτζιά

Acropolis: The Herodion
Ηρώδειο

Acropolis: The Herodion
Ηρώδειο

Acropolis: The Herodion
Ηρώδειο

A night view of Herodion
Ηρώδειο, τη νύχτα...

Constantin Carathéodory - Albert Einstein on a wall
Καραθεοδωρή - Αϊνστάιν. Σε έναν τοίχο στην Ιερά Οδό

The Lake in Nea Philadelphia
Πάρκο Νέας Φιλαδέλφειας

The Lake in Nea Philadelphia
Πάρκο Νέας Φιλαδέλφειας

Lake in Nea Philadelphia
Πάρκο Νέας Φιλαδέλφειας

Τρίτη 5 Ιουνίου 2018

Για έναν δάσκαλο που, ίσως, δεν υπήρξε ποτέ…


Πάνε είκοσι χρόνια, τώρα, που έφυγε από τη ζωή ένας δάσκαλος. Δεν είχα ακούσει ποτέ το όνομά του (ήταν σε επιστημονικό πεδίο εντελώς διαφορετικό από το δικό μου) ως τη μέρα, πρόσφατα, που βρέθηκα τυχαία σε μία διάλεξη με θέμα την εκπαίδευση. Κι εκεί μίλησε γι’ αυτόν ένας πρώην φοιτητής του στο Πανεπιστήμιο. Με μεγάλο θαυμασμό και απέραντη αγάπη για τον δάσκαλο, όμως δίχως την παραμικρή ένδειξη θεοποίησης και ειδωλολατρίας. Γιατί, όπως τόνισε ο ομιλητής, ο δάσκαλος είναι πάνω απ’ όλα άνθρωπος. Με γήινες ατέλειες κι αδυναμίες... 

Παραθέτω από μνήμης, με άτακτη σειρά, τα πιο σημαντικά πράγματα που άκουσα για τον άγνωστο σε εμένα δάσκαλο: 

Όταν δίδασκε δεν έκανε ποτέ μονόλογο από την κορυφή του Ολύμπου. Έκανε διάλογο με τους μαθητές του και τους ενθάρρυνε να τον διακόπτουν, όχι μόνο για να τον ρωτούν αλλά και για να τον διορθώνουν. Τους ζητούσε να τον αμφισβητούν διαρκώς, όπως και να αποδέχονται πάντα την αμφισβήτηση στο πρόσωπό του απ’ όπου κι αν αυτή προέρχεται. «Όποιος μας αμφισβητεί δεν είναι εχθρός μας», έλεγε, «αλλά μια καλή ευκαιρία να επανεξετάσουμε τις βεβαιότητές μας για το αλάνθαστο του εαυτού μας»

Το ακροατήριό του στο αμφιθέατρο δεν χρησίμευε σαν καθρέφτης για να αυτοθαυμάζεται, δεν ήταν μέσο για να τροφοδοτεί τον – ούτως ή άλλως ανύπαρκτο – ναρκισσισμό του. Ήταν όμως καθρέφτης για να αυτοκρίνεται, να αναγνωρίζει τις ατέλειές του και να βελτιώνεται σαν δάσκαλος και σαν άνθρωπος. Επιζητούσε και απολάμβανε την εκτίμηση και την αγάπη των μαθητών του, δεν τους επέτρεψε όμως ποτέ να γίνουν οπαδοί του διολισθαίνοντας στην προσωπολατρία. Και, για να αποτρέψει τούτο το ενδεχόμενο, δεν έκανε τον εαυτό του να φαντάζει στα μάτια τους σαν ιδανικό και αξεπέραστο πρότυπο, αφού συνειδητά δεν έκρυβε από αυτούς τις ανθρώπινες αδυναμίες του. 

Ήταν βαθιά και ουσιαστικά ταπεινόφρων, δεν δίδασκε απλά τη σημασία της ταπεινοφροσύνης χωρίς να τη βιώνει μέσα του. Ο στόμφος και η οίηση απουσίαζαν ολότελα από τον λόγο του. Αν και ευρυμαθής, δεν επιδιδόταν σε επίδειξη των γνώσεών του με σκοπό να εντυπωσιάσει το ακροατήριό του. Συχνά μάλιστα καμωνόταν πως δεν γνώριζε κάτι και οδηγούσε με τρόπο τους μαθητές του να το ανακαλύψουν μόνοι τους, λέγοντάς τους στο τέλος πως αποτελούσε γνώση που ήδη κατείχαν μέσα τους μα δεν γνώριζαν εξαρχής πως την κατείχαν! Πίστευε και δίδασκε πως στον πυρήνα της μάθησης βρίσκεται η αυτογνωσία. Το «γνώθι σαυτόν» ήταν το σταθερό παιδαγωγικό του αξίωμα. 

Πίστευε επίσης πως το καλό μνημονικό μικρή αξία έχει μπροστά στην ορθή κρίση και τη διάθεση για αναζήτηση. Ο επιστήμων και δάσκαλος, έλεγε, δεν είναι μία απέραντη αποθήκη ονομάτων, χρονολογιών και δεδομένων αλλά ένας νους που μεθοδικά αναζητά την αλήθεια, την αξιολογεί, την οργανώνει, την καταγράφει, και στο τέλος τη μεταλαμπαδεύει στους μαθητές του με τρόπο τόσο απλό και κατανοητό που η αλήθεια αυτή να μοιάζει αυτονόητη. 

Δίδαξε στους μαθητές του την αξία της ζωής και τους εμφύσησε την αγάπη γι’ αυτήν. Έλεγε πως ακόμα και ένας δοξασμένος θάνατος μικρή σημασία έχει αν πίσω του δεν αφήσει μία προσωπική πορεία βιωμένη στην πληρότητά της ως την τελευταία στιγμή. «Ζούμε για να ανακαλύπτουμε συνεχώς πόσο ψηλότερα μπορεί να φτάσει η συνειδητότητά μας», έλεγε, «όχι για να προετοιμάσουμε επιμελώς το τέλος μας τη στιγμή που δεν θα αντέχουμε άλλο το βάρος της ύπαρξής μας»

«Έφυγε» ταπεινά κι αθόρυβα, έτσι όπως έζησε. Όχι ως ισχυρός, αλλά με βαθιά επίγνωση του πεπερασμένου της ύπαρξής του. Ούτε όμως κι έρημος, αφού δεν ανέβηκε ποτέ σε μοναχικές βουνοκορφές για να βλέπει τους άλλους από ψηλά, σαν να ήταν επίγειος θεός. Ο θάνατός του δεν αποτέλεσε πρώτο θέμα στα media, δεν έγινε ιστορία μυστηρίου κι ούτε θρύλος που στοίχειωσε τη λαϊκή φαντασία. Άφησε πίσω του κληρονόμους και συνεχιστές της σκέψης του, όχι στενόμυαλους, σκληροπυρηνικούς και μισαλλόδοξους οπαδούς. Και άφησε τις φοιτήτριές του με τη γλυκιά ανάμνηση ενός σεμνού δασκάλου, όχι με αίσθημα οιονεί χηρείας για την απώλεια κάποιου αυτάρεσκου εν δυνάμει εραστή... 

Το τέλος της διάλεξης με βρήκε να αμφιβάλλω κατά πόσον αυτές οι ιδιότητες θα μπορούσαν πράγματι να αντιστοιχούν σε υπαρκτό πρόσωπο στον ακαδημαϊκό χώρο. Άραγε, μήπως ο δάσκαλος αυτός δεν ήταν παρά δημιούργημα της φαντασίας του ομιλητή, κάποιος που θα ‘θελε να είχε συναντήσει στα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα μα δεν το αξιώθηκε ποτέ; Ή μήπως είχε υπάρξει, όχι όμως στον κόσμο τούτο αλλά σε ένα Σύμπαν αντιύλης όπου τα αρνητικά γίνονται θετικά και τα δεξιόστροφα αριστερόστροφα; 

Μη θέλοντας, εν τούτοις, να καταστρέψω τη μαγεία που είχα βιώσει, αποφάσισα να μην καταφύγω σε μηχανές αναζήτησης στο Διαδίκτυο ενώ απέφυγα και να κάνω διερευνητικές ερωτήσεις στον βιβλιοπώλη μου. Εξ άλλου, τι κι αν ο δάσκαλος αυτός δεν είχε, τελικά, υπάρξει; Και τι θα απέκλειε το ενδεχόμενο να εμφανιστεί άξαφνα μια μέρα ένας σαν αυτόν σε κάποια αίθουσα διδασκαλίας, τη στιγμή ακριβώς που κανείς πια δεν θα ανέμενε τον ερχομό του; 

Βέβαια, έχουν περάσει αιώνες από τότε που ο τελευταίος δάσκαλος του είδους έφυγε από τη Γη, δηλώνοντας ως το τέλος ότι το μόνο που γνώριζε ήταν πως δεν γνώριζε τίποτα! Κάποιοι προσπάθησαν αργότερα να μιμηθούν το δικό του τέλος, πίνοντας ενδεχομένως παρόμοιο ποτό. Με μία διαφορά μόνο: εκείνοι γνώριζαν τα πάντα... 

Aixmi.gr