Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2014

Μάθημα ταπεινοφροσύνης…


Γράφει: Κώστας Παπαχρήστου

Το σωστό του όνομα κανείς δεν το γνώριζε, ή κι ίσως δεν το θυμόταν. Όλοι στο χωριό τον ήξεραν «Σκυφτο-Νικόλα». Έφταιγε η παράξενη περπατησιά του, πάντα με το κεφάλι κάτω, λες κι αναζητούσε κάτι που το ‘ψαχνε καιρό μα ποτέ δεν το ‘βρισκε!

Ο δάσκαλος, που κάτι παραπάνω ήξερε για τους ανθρώπους, έβγαλε μια μέρα το πόρισμα: «Το βάδισμα του Σκυφτο-Νικόλα προδίδει βαθύτατο αίσθημα ταπεινοφροσύνης. Ας γίνει ηθικό παράδειγμα προς μίμηση για όλους μας!»

Και, πράγματι, στο χωριό όλοι αγαπούσαν το Σκυφτο-Νικόλα. Μα πώς να μην τον αγαπούν; Ποιον δεν έτρεχε να βοηθήσει σαν είχε ανάγκη! Ποιον είδε πεινασμένο και δεν μοιράστηκε μ’ αυτόν το λιγοστό φαΐ του! Ποιον ένιωσε λυπημένο και δεν του ‘φτιαξε τη διάθεση με τον καλό το λόγο του!

Όμως, κανείς στο χωριό δεν πρόσεξε πως ο Σκυφτο-Νικόλας δεν ζητούσε τίποτα για τον εαυτό του. Όλοι το θεωρούσαν δεδομένο ότι ένας τόσο ταπεινόφρων άνθρωπος ήταν γεννημένος μόνο να δίνει, ποτέ να ζητά! Ο παπάς, μάλιστα, έλεγε πως αυτό το έκανε προσμένοντας ότι μια μέρα θα ανταμειβόταν γενναιόδωρα στους ουρανούς. Και όχι μόνο για τα λίγα χρόνια μιας γήινης ζωής, μα για μια ολόκληρη αιωνιότητα!

Τα χρόνια πέρασαν… Και, μια μέρα, ο Σκυφτο-Νικόλας κατάλαβε ότι είχε αρρωστήσει πολύ. Σε λίγο δεν θα μπορούσε πια να βγάζει τη μέρα χωρίς τη βοήθεια και τη φροντίδα των χωριανών του. Όμως, βάρος αυτός δεν ήθελε να γίνει σε κανέναν! Μια ζωή, είχε μάθει να δίνει μόνο… Εξάλλου, οι άνθρωποι είχαν τις δικές τους δουλειές, τις δικές τους έγνοιες. Ποιος θα έτρεχε να κοιτάξει, τώρα, έναν ανήμπορο που τίποτα πια δεν ήταν σε θέση να προσφέρει στην κοινωνία;

Μέρες πολλές το συλλογιζόταν… Κι ύστερα τ’ αποφάσισε! Με βήματα αργά, τυραννισμένα από τα χρόνια και την αρρώστια, ανέβηκε στο αντικρινό βουνό. Ακολουθώντας τα μονοπάτια μελλοντικών φιλοσόφων σε ένα δικό του, προσωπικό Ναραγιάμα, τρύπωσε στη σπηλιά που είχε εντοπίσει χρόνια πριν, σε κάποια μαθητική εκδρομή. Τότε που η ζωή έμοιαζε ακόμα τόσο αθώα πίσω από το πλανερό της χαμόγελο…

Σαν είχαν μέρες να τον δουν, στο χωριό άρχισαν να αναρωτιούνται… Ο δάσκαλος ήταν καθησυχαστικός: «Μην ανησυχείτε, καλά θα είναι! Οι ταπεινόφρονες άνθρωποι εμφανίζουν συχνά τάσεις εσωστρέφειας. Μένουν για λίγο μόνοι με τον εαυτό τους και αυτοκρίνονται, μελετώντας τα σφάλματά τους. Σε λίγο, με καθαρή πια τη συνείδηση, επιστρέφουν στην κοινωνία για να συνεχίσουν την προσφορά τους σε αυτήν!»

Το λόγο πήρε κι ο παπάς, που δεν διαφώνησε: «Καλά τα λέει ο δάσκαλος! Είμαι βέβαιος πως ο Σκυφτο-Νικόλας, έστω και αργά, ανακάλυψε τη δύναμη της προσευχής που εξαγνίζει την ψυχή του κάθε αμαρτωλού. Και, για να είμεθα ειλικρινείς, τώρα τελευταία έδειχνε σημάδια απόκλισης από το δρόμο της αρετής. Αποτραβηγμένος και μοναχικός, δεν έτρεχε πια με τον ίδιο ζήλο να προσφέρει τη βοήθειά του σ’ αυτούς που τη χρειάζονταν. Θα έλεγα, είχε αρχίσει να γίνεται κάπως εγωκεντρικός!»

Ο ενωμοτάρχης, όμως, της τοπικής χωροφυλακής δεν συμμεριζόταν τις αισιόδοξες σκέψεις του παπά και του δάσκαλου. Για εκείνον, ο Σκυφτο-Νικόλας ήταν εξαφανισμένος! Αποφάσισε, λοιπόν, να ανοίξει το σπίτι του, να δει μήπως κάτι του ‘χε συμβεί. Ξοπίσω του έτρεξε, με περιέργεια πολλή, όλο το χωριό…

Όπως ήταν φυσικό, βρήκαν το σπίτι άδειο. Μόνο πάνω στο γραφείο, ανάμεσα σε σκονισμένα βιβλία και αμέτρητα μισο-γραμμένα χαρτιά, ξεχώριζε ένα σημείωμα. Έγραφε κάτι που έμοιαζε με ποίημα:

Πάντα στο δρόμο με κοιτάς
που περπατώ σκυφτός.
Και εύκολη εξήγηση
σ’ αυτή μου τη συνήθεια δίνεις:
Πως είμαι το παράδειγμα
της ταπεινοφροσύνης!

Μα θέλω αλήθεια να σου πω
κι ας είναι την εικόνα μου
αυτό να αμαυρώσει:
Το δρόμο πρέπει να κοιτώ
γιατί σα στραβοπέσω
ξέρω κανείς δε θα βρεθεί
εκεί να με σηκώσει!

Ο δάσκαλος έμεινε εκστατικός: «Ώστε ήταν και ποιητής!» Το ίδιο κι ο παπάς: «Ευλογημένες λέξεις, με βαθιά ανθρώπινη σημασία! Περιγράφουν τη δυστυχία του σύγχρονου ανθρώπου που έχει απομακρυνθεί από την Εκκλησία!»

Ο καφετζής του χωριού, όμως, είχε τη δική του άποψη: «Αν ψάχνετε για τον τρελό, τον είδα που ανέβαινε κατά το βουνό. Κι ύστερα σου λένε, η τρέλα δεν πάει στα βουνά!»

Ο ενωμοτάρχης, μάλλον πιο ησυχασμένος τώρα, έκλεισε την πόρτα του σπιτιού και κίνησε για το σταθμό της χωροφυλακής, να συντάξει την έκθεση. Στην πλατεία του χωριού άρχιζαν οι ετοιμασίες για το τοπικό πανηγύρι…

(Αφιερωμένο σε όσους περπατούν σκυφτοί. Κοιτώντας μέσα τους, πριν σηκώσουν το κεφάλι να δούνε τ’ άστρα…)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου