Ο ταχυδρόμος φαινόταν σαστισμένος. Το γράμμα δεν είχε όνομα αποστολέα, ενώ στη θέση του παραλήπτη έγραφε, απλά,
«Σε προσοχή Λ.Χ.». Μα κι η ίδια η διεύθυνση δεν ξεκαθάριζε πολλά πράγματα. Στην πόρτα της παλιάς μονοκατοικίας υπήρχε πωλητήριο, ενώ η ηλικιωμένη κυρία στην οποία ανήκε το σπίτι είχε μόλις φύγει για την επαρχία. Έτσι ξαφνικά και για πάντα, όπως είπαν οι γείτονες.
«Τι να το κάνω το γράμμα;», με ρώτησε αμήχανα ο ταχυδρόμος. Ίσα για να τον βγάλω από την άβολη θέση, προσφέρθηκα να το κρατήσω εγώ, μήπως κι ερχόταν κάποιος να το ζητήσει.
Πέρασε καιρός, και ο φάκελος έμενε πάντα ακουμπισμένος αθόρυβα στο ίδιο ράφι της βιβλιοθήκης μου, σα λυπημένο αδέσποτο που μάταια περιμένει τον ιδιοκτήτη του να ‘ρθει να το μαζέψει. Σκέφτηκα να πετάξω το γράμμα, μα κάτι με σταμάτησε. Κάποια στιγμή, η περιέργεια με έκανε ν’ ανοίξω το φάκελο. Άλλωστε, αυτό δεν θα ‘ταν καν αδιακρισία, αφού καμία ταυτότητα δεν φανερωνόταν πουθενά. Ήταν σαν ένα γράμμα απ’ τον «κανένα» προς τον «κανένα»!
Ο γραφικός χαρακτήρας στην αρχή του κειμένου ανάδινε μια ήρεμη σοφία. Μα η γαλήνη αυτή σύντομα χανόταν, σαν μια ήσυχη πρωινή θάλασσα του καλοκαιριού που ξάφνου σήκωσε κύμα κι έγινε τρικυμία το μεσημέρι! Πάντως, φαινόταν από άνθρωπο με κάποιο επίπεδο. Άρχισα να διαβάζω, στην αρχή μάλλον με ουδέτερη διάθεση…
————————————————
Στέλνω το γράμμα στη διεύθυνση της θείας σου (στη δική σου, όπως καταλαβαίνεις, δεν θα τολμούσα). Ελπίζω να σου το δώσει. Άλλωστε, δεν προτίθεμαι να την ξαναενοχλήσω. Ούτε κι εσένα, φυσικά…
Νιώθω αμήχανος γιατί δεν ξέρω πώς να σε προσφωνήσω. Με τ’ όνομά σου; Δεν το έκανα ποτέ, ένα συνηθισμένο όνομα δεν μου έφτανε για να σε περιγράψω. Όσο για τις άλλες λέξεις που σου ‘λεγα, δεν έχω πια δικαίωμα να τις χρησιμοποιώ. Θα έμοιαζαν άδειες από περιεχόμενο, δίχως αντίκρισμα. Εξάλλου, τι νόημα έχουν οι λέξεις σαν χάνονται οι ιδιότητες; Γι’ αυτό, θα ξεκινήσω έτσι άκομψα, χωρίς προσφώνηση.
Αν τυχόν διέκρινες ένα αίσθημα απογοήτευσης ανάμεσα στις πρώτες αυτές γραμμές, σωστά το διέκρινες. Μα κι αν ακόμα δεν το ‘νιωσες, δεν θα σου είναι δύσκολο να το μαντέψεις. Σε προλαβαίνω: Μη νομίσεις ότι σε θεωρώ υπεύθυνη, πως για κάτι σε κατηγορώ. Κάθε άλλο: μάλλον ευγνωμοσύνη σου οφείλω! Γιατί, θα ήταν πολύ προβλέψιμη κι ανιαρή η ζωή αν τίποτα απ’ όσα πιστέψαμε δεν μας διέψευδε ποτέ…
Θυμάμαι κάποιες φορές να λες, με μια δόση φιλοσοφημένου κυνισμού, πως ίσως και να μην ταίριασαν οι χρόνοι μας. Ήθελες μάλλον να πεις πως δεν βρήκαμε την κατάλληλη εποχή να συναντηθούμε. Θα μπορούσα και να συμφωνήσω με τη φράση σου, μόνο που εγώ την εννοώ κάπως διαφορετικά: Για μένα, χρόνος δεν υπήρχε καν ως τη στιγμή που θα σε ξανάβλεπα. Για σένα, ήμουν ένα σχετικά ανεκτό συμπλήρωμα στον λιγοστό δικό σου άδειο χρόνο. Ρόλος, δηλαδή, όχι ατομικότητα…
Τι ειρωνεία… Ήταν ό,τι ακριβώς έλεγες πως μισούσες να βιώνεις απ’ τη μεριά σου, εσύ η γυναίκα η περήφανη, η ανεξάρτητη, η ανυπόταχτη. Που σιχαινόσουν τους ρόλους που καταπίνουν την προσωπικότητα (της γυναίκας, εννοείται), που έτρεμες μήπως ξεφύγει από καμιά χαραμάδα της ψυχής σου λίγο συναίσθημα, μη και φανείς αδύναμη, ευάλωτη, κατατεθειμένη, εξαρτημένη… Ναι, εσύ, η πιστή θαυμάστρια της Μελίνας. Ψέμα, δεν ήσουν καν θαυμάστρια: ήσουν η ίδια η Μελίνα!
Όμως, δεν σου ρίχνω ευθύνες, δεν θα φορτώσω πάνω σου το βάρος της δικής μου ελαφρότητας. Εισέπραξα, τελικά, απ’ τη ζωή αυτό που μου άξιζε. Εγώ που δίδασκα, με την αυτάρεσκη σιγουριά νικητή, την παντοδυναμία του νόμου της προσφοράς και της ζήτησης, βρέθηκα να τον επαληθεύω απ’ τη μεριά του ηττημένου στον έρωτα. Είχα πιστέψει πως ήμουν αναντικατάστατος. Ακόμα κι όταν, για λόγους ανεξάρτητους της θέλησής μου, ήρθα στην ανάγκη να μειοδοτήσω στην προσφορά. Οι προσωπικές δυσκολίες μου, που σχετίζονταν με υποχρεώσεις ανελαστικές, δεν θα μπορούσαν, σκέφτηκα, να με ακυρώσουν, να με αποδείξουν αναλώσιμο. Δεν είχα μετρήσει, όμως, σωστά το μέγεθος της σπουδαιότητάς μου. Ούτε τη σειρά των προτεραιοτήτων σου…
Παραδέχομαι πως άργησα να σου μιλήσω για όλα αυτά. Και, για να πω την αλήθεια, δεν ξέρω τι μ’ έπιασε τώρα και σου τα λέω! Πέρασε ήδη ένας χρόνος από εκείνη την τελευταία φορά. Μετά χάθηκες ξαφνικά, χωρίς μια εξήγηση. Μα τι να εξηγήσεις; Πως τα ανθρώπινα αισθήματα υπόκεινται κι αυτά στους αμείλικτους νόμους της αγοράς; Πως είχες το αυτονόητο δικαίωμα να αναζητήσεις αλλού αυτό που δεν μπορούσα τότε να σου προσφέρω εγώ; Πως δεν θα απαρνιόσουνα ποτέ τη «Στέλλα» που κουβαλούσες μέσα σου, πολύ περισσότερο για χάρη ενός ασήμαντου που δεν κρατούσε καν μαχαίρι;
Πάντως, ακόμα κι αν δεν σημαίνω (που σίγουρα δεν σημαίνω) τίποτα, εξακολουθώ να είμαι καλός συζητητής και το γούστο μου στον καφέ δεν έχει αλλάξει. Γι’ αυτό, σου γράφω παρακάτω το καινούργιο μου τηλέφωνο. Όπως θα καταλάβεις, έχω μετακομίσει σε άλλη περιοχή (ζω τώρα μόνος). Απ’ ό,τι είδα προχθές περνώντας τυχαία από κει, εκείνο το μικρό καφενεδάκι στην Πλάκα υπάρχει ακόμα…
Κλείνω ανάλογα όπως άρχισα, χωρίς τις γνώριμες εκφράσεις αποφώνησης. Άλλωστε, οι λέξεις δεν μου ανήκουν πια… Να ‘σαι καλά, λοιπόν!
————————————————
Στο κάτω μέρος του χαρτιού υπήρχε πράγματι ένας αριθμός τηλεφώνου.
«Τι κρίμα που εκείνη δεν θα το διαβάσει ποτέ!», σκέφτηκα καθώς τοποθετούσα το φάκελο στη γνώριμη θέση του στο ράφι της βιβλιοθήκης…
Πέρασε καιρός, και το πωλητήριο στην πόρτα της γειτονικής παλιάς μονοκατοικίας έστεκε αγέρωχο στη θέση του. Κάποιο απόγευμα, καθώς γυρνούσα σπίτι, πρόσεξα μια γυναίκα να το περιεργάζεται με επιμονή και με μια ευδιάκριτη έκφραση απορίας στο πρόσωπό της. Λεπτή, απλά μα κομψά ντυμένη, αρκετά εντυπωσιακή… Τη ρώτησα, έτσι από αίσθημα καθήκοντος καλού γείτονα, αν ενδιαφερόταν για το σπίτι.
«Όχι, ήταν το σπίτι της θείας μου», απάντησε. Μου εξήγησε πως εδώ κι ένα χρόνο περίπου έλειπε στο εξωτερικό και, κάποια στιγμή, είχε χάσει επαφή με τη συγγενή της. Σίγουρα δεν περίμενε να τη βρει να έχει μετακομίσει οριστικά στο εξοχικό της στη Χαλκιδική!
Μου συστήθηκε: Λ.Χ. Βρήκα το θάρρος να της προτείνω έναν καφέ, κάπου εκεί κοντά. Παραδόξως δεν αρνήθηκε. Μάλλον της ενέπνευσα εμπιστοσύνη! Εκτός αυτού, έδειχνε καθαρά πως χρειαζόταν κάποιον για να μιλήσει. Μετά τις πρώτες γουλιές απ’ τον espresso της, άρχισε να ξεδιπλώνει τον εαυτό της…
Τρίτο παιδί μιας μεσοαστικής οικογένειας, με δύο μεγαλύτερα αδέλφια, αγόρια. Πατέρας υπερσυντηρητικός, κατά βάθος «φαλλοκράτης» (δική της έκφραση). Τα αγόρια θα μπορούσαν, αν ήθελαν, να σπουδάσουν, εκείνη όμως θα ‘πρεπε να μάθει καλά την τέχνη της καλής συζύγου! Έτσι, την πάντρεψαν από σχετικά μικρή ηλικία με ένα πιστό αντίγραφο του πατέρα της. Καλός οικογενειάρχης μα συντηρητικός κι εργασιομανής…
Κάποια στιγμή γνώρισε έναν διαφορετικό άνθρωπο. Ιδεαλιστής, φιλελεύθερος κι ευαίσθητος, είχε όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που χλεύαζε η οικογένειά της σαν τα ‘βλεπε σε έναν εκπρόσωπο του «ισχυρού» φύλου. Με ένα μόνο αλλά καθοριστικό, για κείνη, μειονέκτημα: είχε κι αυτός τις δικές του ανελαστικές προσωπικές δεσμεύσεις.
Οι καλά ριζωμένοι φόβοι της δεν την άφησαν να του δείξει τι πραγματικά σήμαινε για εκείνη. Φοβήθηκε ν’ αφήσει τα συναισθήματά της να έρθουν στο φως, δείλιασε να κατατεθεί αληθινά, μήπως και φανεί ευάλωτη, ψυχικά εξαρτημένη και, εν τέλει, «εκμεταλλεύσιμη». Έτρεμε στην ιδέα πως θα μπορούσε να διαψευστεί και να πληγωθεί!
Έτσι, έβγαλε προς τα έξω έναν εαυτό που δεν ήταν δικός της. Πρόβαλλε μπροστά σ’ εκείνον σα μια γυναίκα αυτόνομη και συναισθηματικά ανεξάρτητη (κάποιες φορές, ακόμα και σκληρή) που δεν θα μπορούσε ποτέ να κατατεθεί απόλυτα σε έναν άντρα – είδος που, ούτως ή άλλως, ελάχιστα έδειχνε να υπολήπτεται!
Τον αληθινό εαυτό της δεν πρόλαβε, τελικά, να του τον δείξει. Μια ξαφνική αδιαθεσία του άντρα της τους ανάγκασε να φύγουν αμέσως για την Αμερική, όπου ζούσε μόνιμα ο αδελφός του που, κατά καλή σύμπτωση, ήταν διευθυντής μιας μεγάλης κλινικής. Εκεί υπήρχαν όλα τα κατάλληλα μέσα για μια αποτελεσματική θεραπεία.
Στάθηκε δίπλα στον άντρα της με μεγάλη αφοσίωση για έναν ολόκληρο χρόνο, μέχρι που εκείνος ξανάγινε απόλυτα υγιής. Της πρότεινε τότε να μείνουν για πάντα στην Αμερική, κοντά στον αδελφό του που θα του εξασφάλιζε μια καλή θέση σε μεγάλη εταιρεία. Αρνήθηκε. Κάτι παραπάνω: του ομολόγησε πως δεν τον αγαπούσε πια και πως θα προτιμούσε να τραβήξει ο καθένας το δρόμο του. Δεν είχε άλλη επιλογή από το να της δώσει το διαζύγιο. Άλλωστε, ήταν το λιγότερο που της χρωστούσε!
Πίσω πάλι στην Ελλάδα, προσπαθούσε τώρα να ξανακολλήσει τα κομμάτια της ζωής της που άφησε πίσω φεύγοντας. Πάνω απ’ όλα, να ξανασυναντήσει εκείνον και να του εξηγήσει. Μα στάθηκε αδύνατο να τον βρει. Θα είχε αλλάξει τηλέφωνο, ίσως ακόμα και διεύθυνση, σκέφτηκε. Κι αν κάτι της είχε δώσει κίνητρο για ν’ αλλάξει εκείνη ολόκληρη τη ζωή της, ήταν αυτός. Έστω και μέσα στις δεσμεύσεις του, τις οποίες ήταν πια πρόθυμη να αποδεχθεί! Μα, πού να βρισκόταν τώρα; Πώς θα τον εύρισκε;
Τη ρώτησα ξάφνου αν θυμόταν το τέλος στην ταινία του Τζαβέλλα,
«Μια ζωή την έχουμε».
«Ναι», μου απάντησε.
«Λες για τη σκηνή στο λιμάνι, την ώρα που φεύγει το πλοίο παίρνοντας μακριά της τον μόνο άνθρωπο που είχε αγαπήσει. Δίπλα της στάθηκε τυχαία εκείνος ο φύλακας, που ήταν ο μόνος που γνώριζε τη διεύθυνση του ανθρώπου αυτού στη χώρα που πήγαινε. Την είχε γραμμένη πρόχειρα πάνω σε ένα φάκελο. Όταν την άκουσε να λέει κλαίγοντας το όνομα του αγαπημένου της και ν’ αναρωτιέται πώς θα τον ξαναβρεί, ο φύλακας χαμογέλασε με νόημα, κι εκεί τελειώνει η ταινία…»
Με κοιτούσε απορημένη καθώς έμενα (με μεγάλη δυσκολία, ομολογώ) σιωπηλός κι ανέκφραστος.
«Μα, τι σχέση έχει αυτό με την κουβέντα μας;» είπε στο τέλος με κάποια ένταση στη φωνή της.
«Μπορεί και να ‘χει!», αποκρίθηκα, σκάζοντας σχεδόν σαδιστικά ένα αινιγματικό χαμόγελο που φάνηκε τώρα να την εκνευρίζει στ’ αλήθεια!
Video: http://dai.ly/xje7yp
Aixmi.gr