Κι εκεί που λέγαμ' η ζωή μας στέρεψε,
κι εκεί που ο ήλιος στέγνωσε
τις δύο τελευταίες μας σταγόνες,
ανάμεσα στις φυλλωσιές
μες στο στενό δρομάκι
μοναχική ξεπρόβαλε μια κρήνη.
Κι ως ξεδιψάσαμε
για μια στιγμή μονάχα κοιταχτήκαμε.
Κι απρόθυμα πάλι κινήσαμε
ψελλίζοντας, «ε και;»...
Σχόλιο:
Ακούγοντας τη λέξη «ευγνωμοσύνη», το μυαλό μας πηγαίνει σε κώδικες ευγένειας και τρόπους καλής συμπεριφοράς. Σ’ αυτό βοηθούν και τα ίδια τα λεξικά: «αναγνώριση από κάποιον της ευεργεσίας που του έκανε κάποιος άλλος, καθώς και έντονα φιλική διάθεση προς αυτόν». Το συμπέρασμα προκύπτει αβίαστα: Για κάποιον που ζει σε μια ερημιά μακριά απ’ τον κόσμο, το αίσθημα της ευγνωμοσύνης θα πρέπει να είναι ανύπαρκτο!
Όμως, αν υπερβούμε αυτή την απλουστευτική ανθρωποκεντρική προσέγγιση της έννοιας, θα αντιληφθούμε ότι η ευγνωμοσύνη δεν αφορά μόνο τη στενή σχέση μας με τον συνάνθρωπο ή την κοινωνία, αλλά, σε υψηλότερο επίπεδο, την υπερκόσμια σχέση μας με το Σύμπαν. Κι αν δεχθούμε (όπως κάποιοι πιστεύουν) ότι το Σύμπαν δεν είναι παρά απεικόνιση της ίδιας μας της συνειδητότητας (άσχετα αν – κατά το «γνώθι σαυτόν» – ελάχιστα την έχουμε εξερευνήσει…), θα οδηγηθούμε στο συμπέρασμα πως η ευγνωμοσύνη είναι κατά βάθος σχέση αυτοπάθειας: Επικοινωνώ θετικά με το Σύμπαν = επικοινωνώ θετικά με τον εαυτό μου. Ή, με διαφορετικά λόγια, το Σύμπαν είναι καθρέφτης της συνειδητότητάς μου και ανακλά πίσω σ’ εμένα τόσο τα καλά, όσο και τα κακά μου αισθήματα, και τα ανατροφοδοτεί.
Το «ευχαριστώ» που δεν είπαμε είναι εκείνο που θέτει σε αμφισβήτηση το δικαίωμά μας να κατέχουμε όλα εκείνα που θεωρούμε δεδομένα κι αυτονόητα...