Σε πήρα πάλι σήμερα μα δεν το σήκωνες.Ήθελα να μιλήσω λίγο,ίσως να ‘ρθώ για λίγες μέρες να σε δωέτσι, να ξεχαστώ, να καταφύγωνα φάω λίγο μαγειρευτό φαΐ.Μα τη φωνή σου ακούω πια μόνο στον τηλεφωνητή.Γι’ αυτό αποφάσισα - κι ας μην το συνηθίζω -να σου μιλήσω σήμερα μ’ αυτόν.Ήθελα να σου πω για τη δουλειά.Όλα αβέβαια, κάποιους τους διώξαν ήδη.Εγώ είμαι πιο παλιός, ίσως να τη γλιτώσω...Είναι και η Μαρία.Της κόστισε πολύ που δεν το κάναμεεκείνο το ταξίδι, μα χρωστούσα.Ακούει και τους άλλους που καλοπερνούν...Πώς τα βολεύουν; Νιώθω σαν άχρηστος(ξέρω, «οι περιστάσεις» θα μου πεις εσύ«όμως δε χάνεται η αξία!»).Κι άμα με διώξουν;Μέχρι που σκέφτηκα πως, αν συμβεί...Μα είναι τα παιδιά, τι φταιν εκείνα;Το βράδυ πάλι ο ύπνος μου ανήσυχος.Λέει ο γιατρός πως έχω πίεση, να προσέχω!Να προσέχω...Μεγάλη απώλεια για το Σύμπαν, όσο να πεις.Έτσι που λέω καμιά φορά...Και θα τους μείνει κι η ασφάλεια,να πάψει να γκρινιάζει κι η Μαρία!Ξέρω, πάλι θα λες σε ψυχοπλάκωσα.Μα αλλού δεν έχω να τα πω...Α, χθες σου έβαλα την άλλη τη φωτογραφίαεκείνη που τραβήξαμε στον κήπο, με το μπλε το φόρεμα(η άλλη στη βεράντα δε μου άρεσε).Ήρθε κι ένας τεχνίτης και χαράξαμε τα γράμματα.Άντε, δυο χρόνια σου τα έκρυψα:του είπα «ετών ογδόντα».
(Ντίνος Πυργιώτης, ΝΑΥΑΓΗΜΑΤΑ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου