Η Ελίζα Μπενβενίστε αποχαιρετά μελαγχολικά μια "χαρισάμενη εποχή" (για να θυμηθούμε τον Τάσο Αθανασιάδη) και μας εισάγει στις σκληρές πραγματικότητες μιας άλλης...
Της Ελίζας Μπενβενίστε
Στα ταμεία των σούπερ μάρκετ οφείλουμε να είμαστε υπομονετικοί. Με τις γλυκιές ηλικιωμένες κυρίες, που δεν μπορούν να τοποθετήσουν γρήγορα τα πράγματά τους στις σακούλες. Με τους άνδρες, που δεν έχουν ανακαλύψει ακόμα τον περίπλοκο κωδικό που ξεκολλάει τις πλαστικές σακούλες και ιδρώνουν πάνω από την ταμία με την αγωνία ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους. Με τις αγχωμένες μαμάδες, που με το ένα χέρι προσπαθούν να βάλουν τα πράγματα στο καρότσι, την ίδια στιγμή που το άλλο επανατοποθετεί στα ράφια καραμέλες και τσίχλες που έχει αρπάξει το παιδί τους. Με τη συγκεκριμένη κυρία, όμως, είχαμε αρχίσει όλοι να χάνουμε την υπομονή μας.
Ήταν ντυμένη στην τρίχα, με καλοραμμένο ταγιέρ και επώνυμες ψηλοτάκουνες γόβες. Τα μαλλιά της ήταν χτενισμένα σε ένα αριστοκρατικό και ανεπιτήδευτο σινιόν από εκείνα που μπορούν να πετύχουν μόνο οι καλά εκπαιδευμένες κομμώτριες των βορείων προαστίων. Φορούσε σετ χρυσών, εντυπωσιακών κοσμημάτων (σκουλαρίκια, κολιέ, βραχιόλι και δαχτυλίδι) που κάποτε θα φιγουράριζαν στη βιτρίνα γνωστού κοσμηματοπωλείου στο Σύνταγμα. Η μύτη της ήταν πολύ γαλλική για να είναι αληθινή και τα ψηλά ζυγωματικά της πρόδιδαν τις πολλές και ακριβές ώρες χειρουργείου που είχε υποστεί σε κάποια κλινική της Ελβετίας(;). Ήταν όμορφη, κομψή, χαριτωμένη και απελπιστικά εκτός τόπου και χρόνου!
Από τις κινήσεις της ήταν σαφές ή ότι το σούπερ μάρκετ ήταν μια καινούργια εμπειρία για εκείνη ή ότι ήταν θαμμένο σε μια μακρινή ανάμνηση της νεότητάς της. Έβγαζε τα πράγματα από το καρότσι με ρυθμό που θα έκανε και μια χελώνα να αγανακτήσει, τα ακουμπούσε στο ταμείο ζητώντας από την ταμία να της πει πόσο κάνουν και στη συνέχεια αποφάσιζε αν θα τα αγοράσει ή όχι. Ύφος δεν είχε. Μόνο μια τεράστια αμηχανία που όσο περνούσε η ώρα μετατρεπόταν σε αγωνία. Τα –όχι και τόσο διακριτικά σχόλια- των πελατών που περίμεναν στην τεράστια ουρά που είχε δημιουργήσει πίσω της, έδειχναν να της προκαλούν έναν ολοένα αυξανόμενο πανικό. Μα τι συνέβαινε; Τι δουλειά είχε σε ένα σούπερ μάρκετ κάποια που το μοναδικό αντικείμενο με ροδάκια που είχε σπρώξει στη ζωή της ήταν το (θρυλικό-κυρίως για την τιμή του) παιδικό καρότσι Bugaboo;
Μια πιο προσεκτική ματιά αποκάλυπτε αυτά που ήθελε να κρύψει η πρώτη εντύπωση: Τα παπούτσια δεν ήταν φετινής σεζόν, ούτε καν της περσινής. Αυτό θα μπορούσε να είναι και στιλ αν τα τακούνια δεν ήταν αδικαιόλογητα φθαρμένα σε μια πόλη που τα «Τακούνι Express» είναι τα νέα περίπτερα (ένα σε κάθε γωνιά). Στην ίδια περίπου κατάσταση ήταν και η τσάντα της, ενώ το πορτοφόλι της το οποίο κρατούσε ανοιχτό, αποκάλυπτε ένα μάλλον φτωχό περιεχόμενο, αναντίστοιχο της εικόνας που ήθελε να περάσει: μία μόνο πιστωτική κάρτα –κανονική, ούτε χρυσή ούτε platinum- και μερικά χαρτονομίσματα, τα οποία φυλλομετρούσε διαρκώς κάνοντας υπολογισμούς με το μυαλό της. Και τέλος, το πιο βασικό: δύο έντονες ρυτίδες ξεχώριζαν στο μεσόφρυδό της, πράγμα που σημαίνει ότι δεν υπήρχε ευρώ ούτε για δείγμα για μπότοξ και μεσοθεραπείες.
Ήταν πλέον κατανοητό, ότι η αγγαρεία του σούπερ μάρκετ ήταν προορισμένη για κάποια φιλιππινέζα που απολύθηκε ή παραιτήθηκε, ελλείψει ρευστού. Πιθανότατα στο σπίτι θα την περίμεναν δύο πλυντήρια άπλυτα και άλλα δύο για σιδέρωμα, τη στιγμή που δεν γνώριζε καλά καλά ούτε τα προγράμματα πλύσης του πλυντηρίου. Πιθανότατα, δεν ήταν καν σίγουρη αν είχαν νερό στο σπίτι, γιατί ο λογαριασμός της ΕΥΔΑΠ είχε να πληρωθεί από τον περασμένο Οκτώβριο –τότε που γέμισαν για τελευταία φορά την εσωτερική πισίνα. Πιθανότατα, τα τηλέφωνα θα χτυπούσαν όλη μέρα είτε από τις τράπεζες «για εκείνα τα υπόλοιπα των καταναλωτικών δανείων» είτε από τα ιδιωτικά σχολεία των παιδιών για τα ανεξόφλητα δίδακτρα, είτε από μεσίτες που προσπαθούσαν να πουλήσουν το υποθηκευμένο σπίτι της, για να της πουν ότι πρώτον οι πισίνες είναι πλέον ανεπιθύμητες και δεύτερον ότι κανείς δεν ενδιαφέρεται να το αγοράσει στην αρχική του τιμή. Αλίμονο! Το ήξερε ότι από την «εποχή του χρυσού» έχει περάσει στην «εποχή του νεκρού»: για να πουλήσει οτιδήποτε έπρεπε να το «σκοτώσει». Το ίδιο έκανε και πριν ένα μήνα με το 3λιτρο SUV της. Τώρα πια οδηγούσε το Daihatsu Cuore που είχαν παραχωρήσει στην παραιτηθείσα φιλιππινέζα.
Η γυναίκα αυτή αποτύπωνε με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο την πτώση μιας ολόκληρης οικονομικής τάξης που αναδείχθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’90, επιβίωσε με διάφορους τρόπους του κατακρημνισμού του χρηματιστηρίου, επένδυσε ξανά –ίσως στην οικοδομή- και ξέχασε προτού ανοιχτεί κι άλλο, να κλείσει τους παλιούς της λογαριασμούς. Νόμιζε ότι το χρήμα, άυλο όπως το αντιλαμβανόταν, θα έρεε άφθονο. Από επιχορηγήσεις, δουλειές με το δημόσιο, κοινοτικά προγράμματα, φοροδιαφυγές κλπ. Και μετά ήρθε η κρίση και αναγκάστηκε να δει και αυτή το άγριο πρόσωπο της ελεύθερης αγοράς, στην οποία τόσο πίστεψε τα προηγούμενα χρόνια.
Περιμέναμε ήδη μισή ώρα στην ουρά, όταν την είδαμε με έκπληξη να ζητάει από την ταμία να αφαιρέσει από το σύνολο τα κρέατα που είχε αφήσει τελευταία. Τι κρέατα δηλαδή; Λίγο κιμά και κάτι φιλέτα κοτόπουλου. Πλήρωσε το λογαριασμό και με τα μετρητά και με την κάρτα, πήρε το καρότσι της και προχώρησε προς το Cuore. Ο πακιστανός που τη στήνει έξω από το σούπερ μάρκετ για να μαζεύει τα ψιλά από τα καρότσια, προσφέρθηκε να τη βοηθήσει. Του χαμογέλασε ανακουφισμένη. Με το που στρίμωξαν τα ψώνια στο μικροσκοπικό πορτ μπαγκάζ, της άρπαξε το καρότσι για να το επιστρέψει στη θέση του και να τσεπώσει το νόμισμα. Εκείνη δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Κοιτούσε σαν χαμένη. Νόμιζε ότι ο πακιστανός ήταν απλώς ευγενικός. Μάλλον σκέφτηκε τα δύο ευρώ που έχασε από άγνοια. Μάλλον αναρωτήθηκε πώς έφτασε στο σημείο να νοιάζεται για δύο ευρώ.
Ε, ήταν να τη λυπάσαι. Αλλά για κάποιο λόγο (αίσθημα δικαίου ανάμεικτου με χαιρεκακία;) ο οίκτος μας είχε στεγνώσει.
(Πηγή: aixmi.gr)
Ήταν να τη λυπάσαι
Της Ελίζας Μπενβενίστε
Στα ταμεία των σούπερ μάρκετ οφείλουμε να είμαστε υπομονετικοί. Με τις γλυκιές ηλικιωμένες κυρίες, που δεν μπορούν να τοποθετήσουν γρήγορα τα πράγματά τους στις σακούλες. Με τους άνδρες, που δεν έχουν ανακαλύψει ακόμα τον περίπλοκο κωδικό που ξεκολλάει τις πλαστικές σακούλες και ιδρώνουν πάνω από την ταμία με την αγωνία ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους. Με τις αγχωμένες μαμάδες, που με το ένα χέρι προσπαθούν να βάλουν τα πράγματα στο καρότσι, την ίδια στιγμή που το άλλο επανατοποθετεί στα ράφια καραμέλες και τσίχλες που έχει αρπάξει το παιδί τους. Με τη συγκεκριμένη κυρία, όμως, είχαμε αρχίσει όλοι να χάνουμε την υπομονή μας.
Ήταν ντυμένη στην τρίχα, με καλοραμμένο ταγιέρ και επώνυμες ψηλοτάκουνες γόβες. Τα μαλλιά της ήταν χτενισμένα σε ένα αριστοκρατικό και ανεπιτήδευτο σινιόν από εκείνα που μπορούν να πετύχουν μόνο οι καλά εκπαιδευμένες κομμώτριες των βορείων προαστίων. Φορούσε σετ χρυσών, εντυπωσιακών κοσμημάτων (σκουλαρίκια, κολιέ, βραχιόλι και δαχτυλίδι) που κάποτε θα φιγουράριζαν στη βιτρίνα γνωστού κοσμηματοπωλείου στο Σύνταγμα. Η μύτη της ήταν πολύ γαλλική για να είναι αληθινή και τα ψηλά ζυγωματικά της πρόδιδαν τις πολλές και ακριβές ώρες χειρουργείου που είχε υποστεί σε κάποια κλινική της Ελβετίας(;). Ήταν όμορφη, κομψή, χαριτωμένη και απελπιστικά εκτός τόπου και χρόνου!
Από τις κινήσεις της ήταν σαφές ή ότι το σούπερ μάρκετ ήταν μια καινούργια εμπειρία για εκείνη ή ότι ήταν θαμμένο σε μια μακρινή ανάμνηση της νεότητάς της. Έβγαζε τα πράγματα από το καρότσι με ρυθμό που θα έκανε και μια χελώνα να αγανακτήσει, τα ακουμπούσε στο ταμείο ζητώντας από την ταμία να της πει πόσο κάνουν και στη συνέχεια αποφάσιζε αν θα τα αγοράσει ή όχι. Ύφος δεν είχε. Μόνο μια τεράστια αμηχανία που όσο περνούσε η ώρα μετατρεπόταν σε αγωνία. Τα –όχι και τόσο διακριτικά σχόλια- των πελατών που περίμεναν στην τεράστια ουρά που είχε δημιουργήσει πίσω της, έδειχναν να της προκαλούν έναν ολοένα αυξανόμενο πανικό. Μα τι συνέβαινε; Τι δουλειά είχε σε ένα σούπερ μάρκετ κάποια που το μοναδικό αντικείμενο με ροδάκια που είχε σπρώξει στη ζωή της ήταν το (θρυλικό-κυρίως για την τιμή του) παιδικό καρότσι Bugaboo;
Μια πιο προσεκτική ματιά αποκάλυπτε αυτά που ήθελε να κρύψει η πρώτη εντύπωση: Τα παπούτσια δεν ήταν φετινής σεζόν, ούτε καν της περσινής. Αυτό θα μπορούσε να είναι και στιλ αν τα τακούνια δεν ήταν αδικαιόλογητα φθαρμένα σε μια πόλη που τα «Τακούνι Express» είναι τα νέα περίπτερα (ένα σε κάθε γωνιά). Στην ίδια περίπου κατάσταση ήταν και η τσάντα της, ενώ το πορτοφόλι της το οποίο κρατούσε ανοιχτό, αποκάλυπτε ένα μάλλον φτωχό περιεχόμενο, αναντίστοιχο της εικόνας που ήθελε να περάσει: μία μόνο πιστωτική κάρτα –κανονική, ούτε χρυσή ούτε platinum- και μερικά χαρτονομίσματα, τα οποία φυλλομετρούσε διαρκώς κάνοντας υπολογισμούς με το μυαλό της. Και τέλος, το πιο βασικό: δύο έντονες ρυτίδες ξεχώριζαν στο μεσόφρυδό της, πράγμα που σημαίνει ότι δεν υπήρχε ευρώ ούτε για δείγμα για μπότοξ και μεσοθεραπείες.
Ήταν πλέον κατανοητό, ότι η αγγαρεία του σούπερ μάρκετ ήταν προορισμένη για κάποια φιλιππινέζα που απολύθηκε ή παραιτήθηκε, ελλείψει ρευστού. Πιθανότατα στο σπίτι θα την περίμεναν δύο πλυντήρια άπλυτα και άλλα δύο για σιδέρωμα, τη στιγμή που δεν γνώριζε καλά καλά ούτε τα προγράμματα πλύσης του πλυντηρίου. Πιθανότατα, δεν ήταν καν σίγουρη αν είχαν νερό στο σπίτι, γιατί ο λογαριασμός της ΕΥΔΑΠ είχε να πληρωθεί από τον περασμένο Οκτώβριο –τότε που γέμισαν για τελευταία φορά την εσωτερική πισίνα. Πιθανότατα, τα τηλέφωνα θα χτυπούσαν όλη μέρα είτε από τις τράπεζες «για εκείνα τα υπόλοιπα των καταναλωτικών δανείων» είτε από τα ιδιωτικά σχολεία των παιδιών για τα ανεξόφλητα δίδακτρα, είτε από μεσίτες που προσπαθούσαν να πουλήσουν το υποθηκευμένο σπίτι της, για να της πουν ότι πρώτον οι πισίνες είναι πλέον ανεπιθύμητες και δεύτερον ότι κανείς δεν ενδιαφέρεται να το αγοράσει στην αρχική του τιμή. Αλίμονο! Το ήξερε ότι από την «εποχή του χρυσού» έχει περάσει στην «εποχή του νεκρού»: για να πουλήσει οτιδήποτε έπρεπε να το «σκοτώσει». Το ίδιο έκανε και πριν ένα μήνα με το 3λιτρο SUV της. Τώρα πια οδηγούσε το Daihatsu Cuore που είχαν παραχωρήσει στην παραιτηθείσα φιλιππινέζα.
Η γυναίκα αυτή αποτύπωνε με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο την πτώση μιας ολόκληρης οικονομικής τάξης που αναδείχθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’90, επιβίωσε με διάφορους τρόπους του κατακρημνισμού του χρηματιστηρίου, επένδυσε ξανά –ίσως στην οικοδομή- και ξέχασε προτού ανοιχτεί κι άλλο, να κλείσει τους παλιούς της λογαριασμούς. Νόμιζε ότι το χρήμα, άυλο όπως το αντιλαμβανόταν, θα έρεε άφθονο. Από επιχορηγήσεις, δουλειές με το δημόσιο, κοινοτικά προγράμματα, φοροδιαφυγές κλπ. Και μετά ήρθε η κρίση και αναγκάστηκε να δει και αυτή το άγριο πρόσωπο της ελεύθερης αγοράς, στην οποία τόσο πίστεψε τα προηγούμενα χρόνια.
Περιμέναμε ήδη μισή ώρα στην ουρά, όταν την είδαμε με έκπληξη να ζητάει από την ταμία να αφαιρέσει από το σύνολο τα κρέατα που είχε αφήσει τελευταία. Τι κρέατα δηλαδή; Λίγο κιμά και κάτι φιλέτα κοτόπουλου. Πλήρωσε το λογαριασμό και με τα μετρητά και με την κάρτα, πήρε το καρότσι της και προχώρησε προς το Cuore. Ο πακιστανός που τη στήνει έξω από το σούπερ μάρκετ για να μαζεύει τα ψιλά από τα καρότσια, προσφέρθηκε να τη βοηθήσει. Του χαμογέλασε ανακουφισμένη. Με το που στρίμωξαν τα ψώνια στο μικροσκοπικό πορτ μπαγκάζ, της άρπαξε το καρότσι για να το επιστρέψει στη θέση του και να τσεπώσει το νόμισμα. Εκείνη δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Κοιτούσε σαν χαμένη. Νόμιζε ότι ο πακιστανός ήταν απλώς ευγενικός. Μάλλον σκέφτηκε τα δύο ευρώ που έχασε από άγνοια. Μάλλον αναρωτήθηκε πώς έφτασε στο σημείο να νοιάζεται για δύο ευρώ.
Ε, ήταν να τη λυπάσαι. Αλλά για κάποιο λόγο (αίσθημα δικαίου ανάμεικτου με χαιρεκακία;) ο οίκτος μας είχε στεγνώσει.
(Πηγή: aixmi.gr)