(Από το ημερολόγιο της Ελένης Αθανασούλη)
Η Βάσια είναι μια Μεγάλη Γυναίκα. Ζει πια μόνη.
Το πρόσωπό της λίγο μαραμένο από το χρόνο, μ' ακόμη πανέμορφο, τα μάτια της γελαστά κι ευτυχισμένα, το χαμόγελό της, κερασάκι ώριμο. Χαριτωμένη κώμη με φυσικούς κυματισμούς πλαισιώνει αυτή την ωραία μορφή. Ένας γεμάτος κι ευτυχισμένος άνθρωπος, πάντα προσηνής, πάντα “φωτεινή”. Λόγια, γέλιο, κινήσεις, απαιτήσεις, προσδοκίες, όλα με μέτρο. Το Άριστον.
Αυτή η ευφρόσυνη ύπαρξη, η Βάσια, δεν είναι ποτέ μόνη. Γιατί έζησε μια οικογενειακή ζωή με πληρότητα συναισθημάτων και αρετών. Είναι γεμάτη μνήμες αγάπης.
Ναύπλιο, λίγο μετά τον πόλεμο. Η μαμά, κυρία κι αρχόντισσα του σπιτιού, είναι μορφωμένη και πάντα γαλήνια. Μεγάλη καρδιά. Η επικοινωνία μαζί της ήταν μυσταγωγία, χαρά και διδασκαλία, αγάπη και φιλία. Αμεσότητα και ειλικρίνεια. Η Βάσια, μαθήτρια στο Γυμνάσιο, κι η μαμά την έβλεπε να μπουμπουκιάζει και ν' ανθίζει. Κι από κοντά οι νέοι να την πλησιάζουν και να τη φλερτάρουν. Όλα τα νεανικά μυστικά της η Βάσια τα φανέρωνε στη λατρεμένη της μητέρα. Κι εκείνη, μ' αγάπη για το παιδί της, μάνα και πατέρας μαζί (αφού ο μπαμπάς “έφυγε” στην κατοχή), δε σταματούσε να λέει: ό,τι και να γίνει, πρόσεχε το σχολειό σου. Πρώτα απ' όλα η μόρφωσή σου και μετά όλα τ' άλλα. Πρόσεχε τις παρέες σου, κι όποιος είναι μαζί σου θα έρχεται στο σπίτι μας.
Τελευταία χρονιά στο Γυμνάσιο. Ένας νέος, μαζί με το φίλο του συνοδεύουν από μακριά τη Βάσια, στο δρόμο της επιστροφής, από το σχολείο. Μέρες τώρα. Η μικρή Βάσια, κολακεύτηκε, ανησύχησε, κι η περιέργειά της άναψε. Μαζί με φόβο. Τη μια μέρα επιτάχυνε το βήμα. Την άλλη κοίταξε πίσω της, ανήσυχη. Η “παρακολούθηση” συνεχιζόταν. Οι νέοι, συμμαθητές από το δημοτικό σχολείο.
Προς το τέλος της σχολικής χρονιάς, η Βάσια, δεν βάσταξε άλλο. Γύρισε πίσω της για να λογαριαστεί με τους “υπόπτους”.
-Γιατί με παρακολουθείτε; τους ρώτησε.
-Δεν σε παρακολουθούμε! Της απάντησαν ευγενικά, και φιλικά, “μη φοβάσαι!” Της απάντησαν.
Όμως για μέρες αυτό συνεχιζόταν, κι εκείνη, μια μέρα, ρώτησε πάλι
-Γιατί εξακολουθείτε να με παρακολουθείτε; Το σπίτι μου είναι εδώ κοντά. Να εκεί! Είπε, σαν να 'θελε να πει “δίνω μια και μπαίνω μέσα και δεν θα με βλέπετε” , ή “αν τολμάτε ελάτε εκεί”.
Τότε, ο ένας νέος της είπε: “την επόμενη Κυριακή θα έρθω στο σπίτι σου”.
Την επόμενη Κυριακή, ο νέος, πήγε στο σπίτι της. Η ευγενέστατη μητέρα της τον δέχθηκε, τον ρώτησε γι' αυτόν, τον περιποιήθηκε, κι εκείνος, λίγο πριν τους αποχαιρετήσει τους είπε:
-Την επόμενη Κυριακή θα έρθω με τους γονείς μου.
Αποχαιρετίστηκαν κι έφυγε. Έτσι κι έγινε. Την επόμενη Κυριακή, πήγε με τους γονείς του, οι οικογένειες γνωρίστηκαν, οι γονείς του νέου ζήτησαν για το παιδί τους το χέρι της Βάσιας και διαβεβαίωσαν τη μητέρα της, πως η κόρη της θα ζήσει ευτυχής, χωρίς να της λείψει ποτέ το παραμικρό.
Η σοφή μαμά της, τους ευχαρίστησε, τους διαβεβαίωσε πως εκείνη έχει ήδη φροντίσει για να μη λείπει τίποτε (από όλα εκείνα τα πρακτικά και καθημερινά πράγματα) στην κόρη της. Αλληλοευχαριστήθηκαν, κι η οικογένεια του νέου αποχώρησε. Σ' ένα χρόνο έκαναν τον αρραβώνα και σ' ένα ακόμη χρόνο έκαναν το γάμο.
Η Βάσια έζησε μαζί με τον καλό της 48 ολόκληρα χρόνια ανέφελου και ειρηνικού βίου, μέχρι που εκείνον τον κάλεσε στους κόλπους του ο Κύριος της αγάπης. Σήμερα η καρδιά της είναι γεμάτη, χορτάτη. Η όψη της δείχνει γαλήνη και πληρότητα. Οι ανάγκες της δεν είναι του κόσμου τούτου, είναι των αγγέλων. Το πρόσωπό της καθρέφτης της εσωτερικής της ειρήνης, της γαλήνης της καρδιάς της. Της πλησμονής της ύπαρξής της όλης.
Μια μορφή ευγενής, μια ψυχή καθαρή, μια καρδιά γαλήνια. Ένας Άνθρωπος, “μορφωμένος” μέσα στην αγάπη.
Ευλογημένη Βασούλα!
Η Βάσια είναι μια Μεγάλη Γυναίκα. Ζει πια μόνη.
Το πρόσωπό της λίγο μαραμένο από το χρόνο, μ' ακόμη πανέμορφο, τα μάτια της γελαστά κι ευτυχισμένα, το χαμόγελό της, κερασάκι ώριμο. Χαριτωμένη κώμη με φυσικούς κυματισμούς πλαισιώνει αυτή την ωραία μορφή. Ένας γεμάτος κι ευτυχισμένος άνθρωπος, πάντα προσηνής, πάντα “φωτεινή”. Λόγια, γέλιο, κινήσεις, απαιτήσεις, προσδοκίες, όλα με μέτρο. Το Άριστον.
Αυτή η ευφρόσυνη ύπαρξη, η Βάσια, δεν είναι ποτέ μόνη. Γιατί έζησε μια οικογενειακή ζωή με πληρότητα συναισθημάτων και αρετών. Είναι γεμάτη μνήμες αγάπης.
Ναύπλιο, λίγο μετά τον πόλεμο. Η μαμά, κυρία κι αρχόντισσα του σπιτιού, είναι μορφωμένη και πάντα γαλήνια. Μεγάλη καρδιά. Η επικοινωνία μαζί της ήταν μυσταγωγία, χαρά και διδασκαλία, αγάπη και φιλία. Αμεσότητα και ειλικρίνεια. Η Βάσια, μαθήτρια στο Γυμνάσιο, κι η μαμά την έβλεπε να μπουμπουκιάζει και ν' ανθίζει. Κι από κοντά οι νέοι να την πλησιάζουν και να τη φλερτάρουν. Όλα τα νεανικά μυστικά της η Βάσια τα φανέρωνε στη λατρεμένη της μητέρα. Κι εκείνη, μ' αγάπη για το παιδί της, μάνα και πατέρας μαζί (αφού ο μπαμπάς “έφυγε” στην κατοχή), δε σταματούσε να λέει: ό,τι και να γίνει, πρόσεχε το σχολειό σου. Πρώτα απ' όλα η μόρφωσή σου και μετά όλα τ' άλλα. Πρόσεχε τις παρέες σου, κι όποιος είναι μαζί σου θα έρχεται στο σπίτι μας.
Τελευταία χρονιά στο Γυμνάσιο. Ένας νέος, μαζί με το φίλο του συνοδεύουν από μακριά τη Βάσια, στο δρόμο της επιστροφής, από το σχολείο. Μέρες τώρα. Η μικρή Βάσια, κολακεύτηκε, ανησύχησε, κι η περιέργειά της άναψε. Μαζί με φόβο. Τη μια μέρα επιτάχυνε το βήμα. Την άλλη κοίταξε πίσω της, ανήσυχη. Η “παρακολούθηση” συνεχιζόταν. Οι νέοι, συμμαθητές από το δημοτικό σχολείο.
Προς το τέλος της σχολικής χρονιάς, η Βάσια, δεν βάσταξε άλλο. Γύρισε πίσω της για να λογαριαστεί με τους “υπόπτους”.
-Γιατί με παρακολουθείτε; τους ρώτησε.
-Δεν σε παρακολουθούμε! Της απάντησαν ευγενικά, και φιλικά, “μη φοβάσαι!” Της απάντησαν.
Όμως για μέρες αυτό συνεχιζόταν, κι εκείνη, μια μέρα, ρώτησε πάλι
-Γιατί εξακολουθείτε να με παρακολουθείτε; Το σπίτι μου είναι εδώ κοντά. Να εκεί! Είπε, σαν να 'θελε να πει “δίνω μια και μπαίνω μέσα και δεν θα με βλέπετε” , ή “αν τολμάτε ελάτε εκεί”.
Τότε, ο ένας νέος της είπε: “την επόμενη Κυριακή θα έρθω στο σπίτι σου”.
Την επόμενη Κυριακή, ο νέος, πήγε στο σπίτι της. Η ευγενέστατη μητέρα της τον δέχθηκε, τον ρώτησε γι' αυτόν, τον περιποιήθηκε, κι εκείνος, λίγο πριν τους αποχαιρετήσει τους είπε:
-Την επόμενη Κυριακή θα έρθω με τους γονείς μου.
Αποχαιρετίστηκαν κι έφυγε. Έτσι κι έγινε. Την επόμενη Κυριακή, πήγε με τους γονείς του, οι οικογένειες γνωρίστηκαν, οι γονείς του νέου ζήτησαν για το παιδί τους το χέρι της Βάσιας και διαβεβαίωσαν τη μητέρα της, πως η κόρη της θα ζήσει ευτυχής, χωρίς να της λείψει ποτέ το παραμικρό.
Η σοφή μαμά της, τους ευχαρίστησε, τους διαβεβαίωσε πως εκείνη έχει ήδη φροντίσει για να μη λείπει τίποτε (από όλα εκείνα τα πρακτικά και καθημερινά πράγματα) στην κόρη της. Αλληλοευχαριστήθηκαν, κι η οικογένεια του νέου αποχώρησε. Σ' ένα χρόνο έκαναν τον αρραβώνα και σ' ένα ακόμη χρόνο έκαναν το γάμο.
Η Βάσια έζησε μαζί με τον καλό της 48 ολόκληρα χρόνια ανέφελου και ειρηνικού βίου, μέχρι που εκείνον τον κάλεσε στους κόλπους του ο Κύριος της αγάπης. Σήμερα η καρδιά της είναι γεμάτη, χορτάτη. Η όψη της δείχνει γαλήνη και πληρότητα. Οι ανάγκες της δεν είναι του κόσμου τούτου, είναι των αγγέλων. Το πρόσωπό της καθρέφτης της εσωτερικής της ειρήνης, της γαλήνης της καρδιάς της. Της πλησμονής της ύπαρξής της όλης.
Μια μορφή ευγενής, μια ψυχή καθαρή, μια καρδιά γαλήνια. Ένας Άνθρωπος, “μορφωμένος” μέσα στην αγάπη.
Ευλογημένη Βασούλα!