Της Ελένης Αθανασούλη
Ήταν ένα μικρούλι ανοιχτοκάστανο κουταβάκι. Ο μπάρμπα Γιάννης, ο τσοπάνης μας, δεν ήθελε να το κρατήσει, γιατί η μάνα του, μια λύκαινα είχε ξενοπερπατήσει μ’ ένα συνηθισμένο παλιόσκυλο, κι αντί για πρώτης ράτσας σκύλο, τού ‘φερε τούτο το τιποτένιο κουτάβι. Μεγάλος μπελάς!. Αυτός ήταν φύλακας για κότες, δεν ήταν για κοπάδι.
Στο πρόβλημά του βρήκε τη λύση. Ήρθε επίσκεψη στο σπίτι, για να μας φέρει γάλα και τυρί, και με την ευκαιρία, έφερε στα παιδιά του αφεντικού κι ένα δώρο: το κουτάβι, που είχε για πέταμα! Η κυρά-Αρετή πήρε το τυρί, πήρε και το γάλα που είχε παραγγείλει για να φτιάξει τον τραχανά και τις χυλοπίτες της χρονιάς, κι ευχαρίστησε το μπάρμπα Γιάννη για τον κόπο του. Ο Νίκος, ο μεγαλύτερος από μας τα παιδιά, παρέλαβε το κουτάβι. Μας μάζεψε κοντά του για να μας κάνει επίδειξη. Εμείς σαστισμένα, με το καινούργιο «παιχνίδι» σταθήκαμε στην αράδα για να παρακολουθήσουμε. Ο Νίκος, σαν μεγαλύτερος που ήταν, είχε την ευθύνη για όλα, και οι κατευθύνσεις που θα έδινε αυτός ήταν υποχρεωτικός γνώμονας για όλους εμάς τους μικρότερους. Έτσι λοιπόν, για το καλωσόρισμα του κουταβιού, άρχισε αμέσως, να παίζει μαζί του και να το γυμνάζει, να του δίνει εντολές και να ελέγχει την υπακοή του. Ο Νίκος, δεν ήταν μόνο ο σοβαρός και υπεύθυνος καθοδηγητής μας, ήταν και παιχνιδιάρης και ζαβολιάρης. Έτσι, γυμνάζοντας το κουταβάκι, προσπαθούσε να το ξεγελάσει, να το μπερδέψει. Ετούτο το κακόμοιρο, που ήταν ορφανό και πεταμένο, έκανε τα πάντα αποζητώντας αγάπη κι επιδοκιμασία. Και την πέτυχε. Ήταν ένα εξαιρετικής ευφυΐας κουτάβι, που μας κέρδισε όλους, για τη χάρη με την οποία ξέφευγε από τις παγίδες, για το πώς συμμορφωνόταν κι εκτελούσε τις εντολές και το πόσο αποζητούσε από όλους μας την επιβράβευση ύστερα από τόσα και τόσα παιχνίδια και δουλειά. Δεν μπορούσες ποτέ να αρνηθείς την αγάπη σου σ’ αυτόν το σκύλο.
Ο Νίκος τον ονομάτισε Αζώρ. Τον είχαμε στην αυλή του σπιτιού. Ήξερε πολύ καλά το ρόλο και το έργο του. Ήταν συνήθως ελεύθερος. Δεν άφηνε ξένους να μπουν στην αυλή, γιατί αισθανόταν την παραβίαση. Αγαπούσε όμως όλους τους εργάτες της οικογένειας, τους οποίους γνώριζε πολύ καλά, κι αυτοί τον αγαπούσαν και τον χάιδευαν. Σ’ όλους ανεξαιρέτως κάτι είχε προσφέρει, χαρά ή προσωπική εκδούλευση.
Νεαρός σκύλος ακόμη, μια μέρα που βολτάριζε κοντά στο σπίτι, δεν ξέφυγε από το δόκανο του μπόγια, που γύριζε τα χωριά για να ελέγξει την αμέλεια των νοικοκυραίων. Έριχνε φόλες στ’ αδέσποτα, για να σωφρονίσει όσους δεν μεριμνούσαν για την αποφυγή κινδύνων από τους ελεύθερους σκύλους. Ο ελεύθερος Αζώρ, είδε τον μπόγια ως άγνωστο, τον γαύγισε, κι εκείνος τού 'ριξε τη φόλα. Ο καημένος ο Αζώρ την πήρε και την έφαγε. Σε λίγο αρρώστησε βαριά. Η μάνα μας, σαν τον είδε, κάλεσε και το Νίκο, τα κουβέντιασαν, κι αποφάσισαν να του δώσουν παστό χοιρινό με αρκετό λίπος για να του προκαλέσουν ναυτία. Αλλά ο σκύλος, αρνήθηκε να πάρει απείραχτο φαγητό. Ήταν συνηθισμένος να τρώει υπολείμματα φαγητού. Με το ζόρι, του κράτησαν το στόμα ανοιχτό και άδειασαν μέσα σ’ αυτό ένα μπουκάλι λάδι. Μετά από λίγο, εξέμεσε τη φόλα. Τον φροντίσαμε κι εβγήκε γερός από αυτή τη δοκιμασία. Όλοι μας ήμασταν χαρούμενοι που επέζησε, και προσπαθούσαμε να βρούμε τρόπους να τον προφυλάξουμε από κάθε κίνδυνο κι από κάθε κακό ενδεχόμενο.
Ο Νίκος έφυγε για την Αυστραλία, κι ο Αζώρ λυπήθηκε πολύ γι’ αυτήν την απουσία, όπως όλοι μας. Εγώ θεώρησα αυτήν την μετανάστευση ως το ισχυρότερο πλήγμα που είχα δεχθεί στην καρδιά μου μέχρι τότε. Ήμουν 13 χρονών. Η μαμά μου, μια γυναίκα, με σιδερένια υγεία και λιονταρίσια καρδιά, για πρώτη φορά στη ζωή της λιποθύμησε. Ο Μπαμπάς το πήρε κατάκαρδα, Ο άνθρωπος αυτός, που δεν είχε δουλέψει με τα χέρια του εδώ και 30 χρόνια, αποσύρθηκε στο καινούργιο χωράφι που είχε αγοράσει, και άρχισε, στα 55 του, να δουλεύει σκληρά για να κουράζει το σώμα του, ώστε να μην έχει η θλίψη αποκούμπι. Φοβόμασταν όλοι για την ψυχική του υγεία. Ήταν ένας άνθρωπος που είχε ζήσει σκληρά παιδικά χρόνια, είχε μεγάλες ατυχίες στη προσωπική και την επιχειρηματική του ζωή, και γι’ αυτό είχε εύθραυστη υγεία. Σε τούτη τη δύσκολη ώρα ο Αζώρ, ήταν ένας σύντροφος, που βρισκόταν μαζί του όλη μέρα. Ο Μπαμπάς, ήταν ένας άνθρωπος πολύ τρυφερός. Σ’ όλους μας, μιλούσε με χαϊδευτικά και υποκοριστικά. Έτσι μιλούσε και στον Αζώρ. Τον φώναζε Αζοράκο. Ποτέ δεν τον κάλεσε, ούτε τον μάλωσε αυστηρά. Πάντοτε μειλίχια και γλυκά έδινε τις εντολές ή επέβαλλε τις τιμωρίες, σαν αναγκαίο στάδιο για την εκπαίδευση και το σωφρονισμό. Αυτός ήταν ο δικός του ο τρόπος. Χαμηλόφωνα και με φωνή που δεν επιδέχεται αντιρρήσεις, «Αζοράκο, όχι, δεν έκανες καλά». «Αζοράκο, πήγαινε φέρ'το». «Αζοράκο άσ'το», και τελικά, «μπράβο Αζοράκο!», μ’ ένα γέλιο γλυκό γεμάτο κατάφαση και ικανοποίηση. Χαίρονταν οι δυο τους και σφυρηλατούσαν μια σχέση δυνατή, σχέση συντροφιάς, συνεργασίας, παρέας, συνύπαρξης. Έζησαν πολλά χρόνια μαζί.
Ο Μπαμπάς τον έπαιρνε μαζί του όταν έβγαινε με το δίκαννο για να κυνηγήσει. Οι φίλοι του τον κοροϊδεύανε, πως «τρέχει μαζί του στο κυνήγι έναν κοπρίτη». Αλλά ο Μπαμπάς, είχε διδάξει λίγα μυστικά στον Αζώρ. Κι εκείνος, με τη σειρά του, με την εξυπνάδα και τα χαρίσματά του, έμαθε πώς να ανιχνεύει τα πουλιά στις κρυψώνες τους. 1-2 τη φορά.
Όταν θερίζανε τα γεννήματα, μέσα στις καλαμιές κρύβονταν τα ορτύκια. Εκεί ξεκίνησαν τα γυμνάσια για το κυνήγι. Ο Μπαμπάς έπαιρνε τον Αζώρ και έβγαιναν στις καλαμιές. Ο Αζώρ μπροστά, ο Μπαμπάς ακολουθούσε με το δίκαννο προτεταμένο. Ο Αζώρ, στην αρχή, δεν ήξερε για ποιο λόγο διέσχιζε τις καλαμιές, αλλά όταν κάποια στιγμή είδε να ξεπετάγονται μέσα απ’ τις φωλιές τους οι ορτυκομάνες και όσα από τα μικρά τους μπορούσαν να πετάξουν, αυτός χαιρόταν κι ήθελε να παίξει μαζί τους, προσπαθούσε να τα φτάσει, αλλά ο κυνηγός έριχνε και ο Αζώρ κατάπληκτος έβλεπε το πουλί να πέφτει και το τρεχαλητό του για παιχνίδι έχανε το νόημα του! Ο κυνηγός χαρούμενος για τη στόχευσή του, φώναζε: «Αζώρ το ορτύκι!» κι ο Αζώρ κοίταζε σα χαμένος, μια το Μπαμπά, και μια κατά το μέρος που είχε πέσει το πουλί. Μετά από λίγο, με θλίψη στα μάτια, πήγαινε το 'παιρνε και το πήγαινε στο Μπαμπά. Ο Μπαμπάς, το 'παιρνε και καμάρωνε τον Αζώρ! Ο Αζώρ τριγύριζε γύρω-γύρω από το Μπαμπά και περίμενε το χάδι πάνω στο κεφαλάκι του.
Όταν πήγαιναν για κυνήγι, στην αρχή, ο Αζώρ ήταν πολύ χαρούμενος, κι έτρεχε, έτρεχε πολύ γρήγορα, κι ο μπαμπάς δεν τον πρόφταινε. Στο πέρασμά του όλα τα πουλιά που ήταν φωλιασμένα στις καλαμιές, πετάγονταν ξαφνιασμένα κι έφευγαν. Ο Μπαμπάς δεν έφτανε να χτυπήσει κανένα. Σιγά-σιγά ο Αζώρ έμαθε να προπορεύεται στη σωστή απόσταση και η κυνηγετική έξοδος ήταν αποδοτική, πάντα όμως μέσα στο αποδεκτό όριο: όχι πάνω από 1-2 θηράματα.
Με την υπομονή του Μπαμπά ο Αζώρ έγινε πολύ καλός ιχνηλάτης. Έμαθε να ιχνηλατεί αλάνθαστα, ορτύκια, μπεκάτσες, τρυγόνια, συκοφάγους κ.ά. Το σπουδαιότερο όμως ήταν το κυνήγι της πάπιας. Όχι μόνο στο ποτάμι αλλά και στη θάλασσα.
Αδυνατώ να θυμηθώ αν υπήρξε κάποια στιγμή που ο Αζώρ ζήτησε τη χαρά και την ευτυχία σε κάποια άλλη αγάπη, διαφορετική από τη δική μας. Ο Αζώρ μεγάλωσε κοντά μας, και ζούσε ευτυχισμένος. Δεν θυμάμαι να είχε κάποιο φλερτ, ή κάποιον έρωτα. Δεν τον θυμάμαι να ζευγάρωσε ποτέ. Ήταν ο σκύλος που χαρά του ήταν να μας υπηρετεί. Κι η δική μας αγάπη και περηφάνια για την εξυπνάδα και τη χάρη του, ήταν κάθε μέρα και μεγαλύτερη.
Ο Αζώρ ένοιωσε την αγάπη του Νίκου, του Μπαμπά και όλων μας. Ένοιωσε πως η αγάπη σ’ αυτό το σπίτι ήταν θεσμός. Ήταν αναγκαίος όρος. Ο Μπαμπάς, ήταν κάθε μέρα στο χωράφι με τα ζώα, και τις καλλιέργειές του. Συντροφιά του κρατούσε ο Αζώρ, που βγαίνανε παρέα και για κυνήγι, και μια γάτα. Η γάτα αυτή και ο Αζώρ έγιναν -μετά από επανειλημμένα μαθήματα αγάπης και αποδοχής- κολλητοί φίλοι. Έτρωγαν από το ίδιο πιάτο, κι αν για κάποιο λόγο έτρωγε κάποιος απ’ τους δύο πρώτος χωρίς να έχει φάει ο άλλος, η μερίδα του άλλου φυλασσόταν από τον πρώτο. Απλώς, ο καθένας έτρωγε το μισό. Ήταν πραγματικά απίστευτο, να βλέπεις να τρώνε από το ίδιο πιάτο ο σκύλος και η γάτα. Αγάπη και Δικαιοσύνη.
Σ’ ένα ξέφωτο αυτού του χωραφιού, σπαρμένο με κριθάρι, έβοσκαν ολημερίς οι κότες, υπό το άγρυπνο βλέμμα του Αζώρ. Δεν τολμούσε να εμφανιστεί καμμιά απειλή γι’ αυτές. Ο φύλακας αυτός θα τον εξουδετέρωνε. Στηριγμένος στα δυο του μπροστινά πόδια, με το κεφάλι ψηλά σαν το περισκόπιο του υποβρυχίου, περιώπτευε το τοπίο και έδινε σήμα στον Μπαμπά-κυνηγό οσάκις εμφανιζότανε αλεπού. Μια φορά μάλιστα, της έστησε καρτέρι κρυμμένος, και αμέσως ξεσήκωσε το Μπαμπά, ο οποίος την εξολόθρευσε.
Σταθμό στην αγάπη όλων μας για τον Αζώρ στάθηκε το ακόλουθο περιστατικό: Ένα βραδάκι ο Μπαμπάς αφού τέλειωσε τη μέρα του στο χωράφι, με τα ζώα και τις καλλιέργειες, επέστρεφε στο χωριό. Με το θόρυβο από το βηματισμό του αλόγου ο Μπαμπάς δεν αντιλήφθηκε ότι ακολουθούσε σιωπηλός και ο Αζώρ. Όταν κάποια στιγμή τον είδε, σταμάτησε, πήγε κοντά του, τον κοίταξε αυστηρά (και με παράπονο για την εγκατάλειψη του καθήκοντος) του είπε: «Αζοράκο, οι κότες μας τι θα γίνουν απόψε; Πίσω γρήγορα, στις κότες!». Ο Αζώρ, έσκυψε το κεφάλι, έριξε κάτω τ’ αυτιά, έβαλε και την ουρά στα σκέλια, και γύρισε αναντίρρητα πίσω στις κότες!
Κύκνειο άσμα για τον Αζώρ, στάθηκε η μέχρις εσχάτων εκτέλεση του καθήκοντος. Ας ιστορήσουμε το τελευταίο περιστατικό δράσης του Αζώρ, με την ακρίβεια που ταιριάζει στη μνήμη του πιο άξιου τετράποδου φίλου: Ήταν βαρύς χειμώνας. Η κοίτη του Ευρώτα είχε γεμίσει, και το νερό κυλούσε ορμητικό παρασέρνοντας στο διάβα του ό,τι έβρισκε. Είχε μπει σε περιβόλια κι είχε ξεριζώσει δένδρα. Είχε ξεριζώσει ακόμη κι από τις όχθες ψηλόκορμα δένδρα. Τα ξεριζωμένα δέντρα, μέσα στην κοίτη, όδευαν προς το τέρμα του ταξιδιού, τη θάλασσα. Με τέτοιο καιρό συνήθως κατεβαίνουν και πάπιες. Αγριόπαπιες. Οι πάπιες ακολουθούν τη ροή του ποταμού και φτάνουν, κι αυτές, μέχρι τη θάλασσα. Εκεί κοπάδια πια, πλέουν στην κυματισμένη θάλασσα. Βουτούν, τινάζονται, κρύβονται έρχονται, φεύγουν. Μεθυστικό το κυνήγι. Ο Αζώρ ορμά στο νερό, και φέρνει το σκοτωμένο θήραμα στο Μπαμπά.
Μια τέτοια μέρα ο Μπαμπάς πήρε τον Αζώρ και πήγαν στο ποτάμι για να κυνηγήσουν πάπιες. Ο Αζώρ είδε ότι μια χτυπημένη πάπια είχε πέσει πέρα από το μέσον της κοίτης. Μπήκε στο ποτάμι πήρε τη χτυπημένη πάπια και, όπως πάντα σε αντίστοιχες περιπτώσεις, την πέρασε απέναντι. Εκεί την άφησε, βούτηξε πάλι και γύρισε στο Μπαμπά μου. Ο Μπαμπάς τον μάλωσε: «Αζοράκο η πάπια είναι δική μας! Γρήγορα, την πάπια!». Ο Αζώρ, ξαναβούτηξε, πέρασε απέναντι, πήρε την πάπια και ξεκίνησε για να τη φέρει στο Μπαμπά μου. Όμως το ποτάμι ήταν «φουσκωμένο», και το ρεύμα πεισματάρικο, δυνατό. Ένας ξεριζωμένος, τσακισμένος, ευκάλυπτος έπλεε κατευθείαν για τη θάλασσα, αλλά, πάνω στην καμπή της κοίτης, στρίμωξε τον Αζώρ, που κρατούσε την πάπια στο στόμα. Ο κορμός του θεόρατου δένδρου φυλάκισε τον Αζώρ στη στροφή. Η ορμή του νερού κατάπιε και την τελευταία του αντίσταση, κι ο Αζώρ άφησε την τελευταία του πνοή στην προσπάθειά του να φέρει την πάπια πίσω. Κι αυτό έγινε, μπροστά στα μάτια του κατάπληκτου Μπαμπά, που δεν μπορούσε ούτε να βοηθήσει ούτε να βλέπει.
Θρηνήσαμε όλοι μας τον Αζώρ, που ορφανό κουταβάκι βρήκε κοντά μας αγάπη κι ευτυχία, και μας έδωσε χαρά κι υπερηφάνεια. Που έδωσε και τη ζωή του για να υπηρετήσει το αφεντικό του. Ήταν θυσία που χαράχτηκε στην καρδιά και τη μνήμη όλων μας. Κανένας άλλος σκύλος, ύστερα από αυτό, δεν θα μπορούσε να μπει στην καρδιά μας και να κερδίσει τέτοια αγάπη.
Ξαναδιαβάζοντας τούτη την ιστορία, για να διορθώσω τυχόν παραδρομές της μηχανής, βλέπω με κατάπληξη, ότι δεν υπάρχει μέσα της η ψυχή μου, με την αγάπη της γι' αυτό το φίλο, τον αγαπημένο. Βλέπω, πως δεν μπορεί ο αναγνώστης να καταλάβει τη θύελλα της τρυφερότητας και τη λαχτάρα μου για τη ζωή του Αζώρ όταν αυτός κινδύνεψε στ' αλήθεια να πεθάνει. Δεν μπορείτε να καταλάβετε το θρήνο που ρήμαξε την καρδιά μου όταν αυτός ο φίλος χάθηκε τόσο πονεμένα και αυτοθυσιαστικά. Γιατί αυτός ο θάνατος δεν ήταν μάταιος. Μου έδειξε τη σημασία της πίστης και τη σημασία της αφοσίωσης. Και τούτη την ώρα τα δάκρυά μου σ' αυτή τη μνήμη, μπορεί να φαίνονται περίεργα, είναι όμως βαθύτατο πένθος μιας αξεπέραστης απώλειας...