Γράφει: Κώστας Παπαχρήστου
Άγριο μπούλινγκ - με υβριστικούς, μάλιστα, χαρακτηρισμούς - δέχθηκε από "προοδευτικούς" κύκλους ο γνωστός τραγουδιστής Μανώλης Μητσιάς, με αφορμή μια πρόσφατη τοποθέτησή του στο πλαίσιο τηλεοπτικής συνέντευξης:
"Δεν με πειράζει αν κάποιος είναι ομοφυλόφιλος, αρκεί να μην προκαλεί. Κάνε ό,τι θες στη ζωή, αλλά μην προκαλείς. Κανείς δεν πάει να εξετάσει το βράδυ με ποιον κοιμάται ο άλλος, ο καθένας έχει τη δική του ζωή και μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, (αρκεί όμως) να μην προκαλείς."
Πέραν από αυτονόητες αντιδράσεις από γνωστές "κοινότητες" και αυτόκλητους διαδικτυακούς "εισαγγελείς", υπήρξαν καυστικά σχόλια ακόμα και σε συστημικά μέσα ενημέρωσης. Αναφέρω, ενδεικτικά, ένα μάλλον εμπαθές κείμενο του Δημήτρη Ρηγόπουλου στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, με τον ειρωνικό τίτλο "Έσχατες παραχωρήσεις". Σταχυολογώ μερικά αποσπάσματα:
Ο Μανώλης Μητσιάς έγινε κομιστής ενός καραμπινάτου ομοφοβικού κλισέ, που συχνά διατυπώνεται ελαφρά τη καρδία επειδή αυτός που το ξεστομίζει πιστεύει ακράδαντα ότι λέει κάτι πολύ υποστηρικτικό και φιλελεύθερο. Ενώ συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Το «δεν έχω κανένα πρόβλημα μαζί τους αρκεί να μην προκαλούν» είναι η επιτομή ενός, ας πούμε, καλοσυνάτου, κεκαλυμμένου ρατσισμού, που τις περισσότερες φορές εκφέρεται αφελώς με το επένδυμα μιας έσχατης παραχώρησης.
Αυτός που το διατυπώνει θεωρεί ενδόμυχα ότι έχει κάνει κάποιου είδους υπερφυσικό, επώδυνο, εσωτερικό συμβιβασμό: δεν τους φτύνουμε στον δρόμο, δεν χασκογελάμε μπροστά τους, δεν τους πλακώνουμε στο ξύλο, αλλά ας μας κάνουν τη χάρη, ας δείξουν ότι αναγνωρίζουν τη γενναιοδωρία μας και τουλάχιστον ας μην «προκαλούν».
Δηλαδή να μην αγκαλιάζονται μπροστά σ’ εμάς και στα παιδιά μας, να μην επιβάλλουν την ενοχλητική τους παρουσία, να μη θέλουν να παντρευτούν ή να υιοθετήσουν παιδιά. Να ζουν όπως ο «Αχιλλέας από το Κάιρο» του ομότεχνου Κώστα Τουρνά· κρυμμένοι, αθέατοι και ακίνδυνοι στα σκοτεινά υπόγεια της δεκαετίας του ’70.
Κανείς από τους πρόθυμους κριτές δεν μπήκε στον κόπο να εξετάσει αν η τοποθέτηση του Μητσιά αφορούσε αποκλειστικά και μόνο τους φέροντες ερωτικές ιδιαιτερότητες (συγνώμη αν ενοχλεί ο όρος, αλλά τον θεωρώ απολύτως δόκιμο) ή αφορούσε κάτι πολύ γενικότερο: την προάσπιση του δικαιώματος στην ιδιωτικότητα για κάθε μορφή ερωτικής συμπεριφοράς! Γιατί, όταν αυτοθέλητα παραιτούμαστε από αυτό το δικαίωμα εκθέτοντας τις ερωτικές μας ανταλλαγές σε κοινή θέα, στρώνουμε το χαλί σε εκείνους που θα ήταν πρόθυμοι να μας το αμφισβητήσουν. Με άλλα λόγια, εκείνους που πιστεύουν ότι ο ιδιωτικός βίος είναι μάλλον παραχώρηση προς τον πολίτη, παρά κατοχυρωμένο, αδιαμφισβήτητο και αναφαίρετο δικαίωμά του!
Όχι για να υπερασπιστώ τον Μητσιά (δεν το έχει ανάγκη) αλλά για να συνεισφέρω μερικούς προβληματισμούς πάνω στο επίμαχο ζήτημα, παραθέτω ολόκληρο ένα άρθρο μου του 2015 στο ΒΗΜΑ:
------------------------------------------------
Σεξισμός και διαχείριση της διαφορετικότητας
Πάω πολλά χρόνια πίσω... Ένας συμφοιτητής και καλός φίλος από την παρέα τα «είχε φτιάξει» με μια κοπέλα μικρότερης ηλικίας. Καταπιεσμένοι κι οι δύο από τις συντηρητικές οικογένειές τους, βρήκαν έναν τρόπο να βγάλουν το άχτι τους στον γενικό συντηρητισμό της εποχής: Επέλεγαν τα δημόσια μέσα μεταφοράς ως τον πλέον δόκιμο χώρο για να εκφράσουν το «πάθος τους» με μακρόσυρτα φιλιά και περιπαθείς (στα όρια του επιτρεπτού) περιπτύξεις.
Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ότι, όπως ομολογούσε ο φίλος, απολάμβαναν και οι δύο τα ενοχλημένα βλέμματα των υπόλοιπων επιβατών. Θα έλεγε κανείς πως, με τον τρόπο τους, τιμωρούσαν την κοινωνία για την έλλειψη ανοχής απέναντι στη δημόσια έκθεση διαπροσωπικών καταστάσεων που, από τη φύση τους, θα έπρεπε – κατά την κοινωνία πάντα – να εκφράζονται με την δέουσα ιδιωτικότητα.
Σήμερα, τα όρια ανοχής έχουν διευρυνθεί σημαντικά. Τόσο ώστε η απροκάλυπτη εκδήλωση ερωτικών διαθέσεων σε κοινή θέα να μην είναι, πλέον, τρόπος αντίδρασης αλλά αποτέλεσμα ενσυνείδητης παραίτησης από το δικαίωμα στην ιδιωτικότητα. Μια παραίτηση που γίνεται ελαφρά τη καρδία, βέβαια, με δεδομένη την ευκολία με την οποία ο σύγχρονος άνθρωπος ακυρώνει το περιβάλλον του στεγανοποιώντας επιλεκτικά τη συνείδησή του...
Μια νέα πρόκληση, όμως, έρχεται να θέσει και πάλι σε δοκιμασία την κοινωνική ανεκτικότητα απέναντι στην απο-ιδιωτικοποίηση των ερωτικών σχέσεων. Τούτη τη φορά, μάλιστα, ο πήχης στέκει ψηλότερα, αφού ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας καλείται να συμφιλιωθεί με την εικόνα ανοικτής έκφρασης ερωτικών αισθημάτων ανάμεσα σε ομόφυλα άτομα. Κάποιοι θα χαρακτήριζαν τον μη-δυνάμενο να συμφιλιωθεί ως απλά συντηρητικό. Πολλοί, εν τούτοις, θα έσπευδαν να του κολλήσουν μια ακόμα χειρότερη ετικέτα: αυτή του «ρατσιστή». Ή, εν προκειμένω, του «σεξιστή».
Στη χώρα μας υπάρχουν πλέον νόμοι που προστατεύουν και διασφαλίζουν το δικαίωμα στη διαφορετικότητα. Θα έπρεπε, ίσως, να υπήρχαν και νόμοι που να προστατεύουν το δικαίωμα της ένστασης για τη διαχείριση της διαφορετικότητας από τους ίδιους τους φορείς της! Προϋπόθεση: Ο τρόπος έκφρασης της διαφωνίας να μην προσβάλλει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και να μην περιλαμβάνει ή υποκινεί συμπεριφορές που θα μπορούσαν αντικειμενικά να χαρακτηριστούν ως ρατσιστικές [1,2].
Αν το ζητούμενο για την κοινωνία είναι η αποκατάσταση της ισότητας και η δίκαιη κατανομή της ελευθερίας, τότε θα πρέπει να γίνει αποδεκτή από όλους η αμφίδρομη ισχύς ενός κοινωνικού δικαιώματος. Συγκεκριμένα, αν κάποιος διεκδικεί την απόλυτη ελευθερία στη δημόσια έκθεση προσωπικών του ιδιαιτεροτήτων, τότε και κάποιος άλλος μπορεί εξίσου να αξιώσει την ελευθερία στην έκφραση απαρέσκειας για συμπεριφορές προ των οποίων τίθεται και οι οποίες (για τους όποιους λόγους) τον ενοχλούν.
Για παράδειγμα, έχω δικαίωμα να αλλάξω θέση στο λεωφορείο αν πλάι μου τεκταίνεται κάτι που δεν είναι συμβατό με την προσωπική μου αισθητική, χωρίς καν να υποχρεούμαι να υποκριθώ, π.χ., ότι με ενοχλεί ο ήλιος ή ότι πρόκειται να κατέβω στην επόμενη στάση. Το ίδιο σε έναν κινηματογράφο, ακόμα και μέσα στο χώρο του Κοινοβουλίου! Όπως δικαιούμαι, εν γένει, να εκφράζω δημόσια τις αντιρρήσεις μου για μια κοινωνική συμπεριφορά με την οποία δεν συμφωνώ, αρκεί βέβαια να μην παραβιάζω τις αυτονόητες προϋποθέσεις σεβασμού της προσωπικότητας που τέθηκαν πιο πάνω.
Η (ρητορική ή έμπρακτη) ένστασή μου αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ρατσιστική, αφού ο ρατσισμός αφορά χαρακτηριστικά τα οποία δεν είναι αποτέλεσμα ελεύθερης επιλογής εκείνου που τα φέρει. Και η δημόσια συμπεριφορά είναι θέμα επιλογής του καθενός μας!
Έτσι, όσο ηθικά και νομικά καταδικαστέα είναι η πράξη της εξύβρισης ενός ανθρώπου λόγω των σεξουαλικών του προσανατολισμών, άλλο τόσο καταδικαστέα (θα πρέπει να) είναι η άκριτη επικόλληση υβριστικών ετικετών όπως «ρατσιστής», «σεξιστής» ή «φασίστας» σε όποιον τολμά να εκφράζει με τη δέουσα ευπρέπεια την αντίθεσή του στον τρόπο προβολής των ερωτικών ιδιαιτεροτήτων από τους φορείς τους.
Προς αποφυγή τυχόν παρεξηγήσεων, τονίζω ότι η επίλυση ενός χρονίζοντος νομικού προβλήματος με άμεσες κοινωνικές συνέπειες είναι κάτι που ασφαλώς οφείλουμε όλοι να χαιρετίσουμε. Οι θριαμβολογίες, όμως, όπως και κάποιες άκομψες προκλήσεις εκ μέρους των δικαιωθέντων, αποδυναμώνουν τις προοπτικές καθολικής αποδοχής των θέσεών τους και, εν τέλει, συμβάλλουν στη δημιουργία ενός ακόμα διχασμού στην κοινωνία.
Εκτός, βέβαια, αν η πρόκληση καθαυτή είναι το ζητούμενο, εν είδει τιμωρίας σε μια κοινωνία που δυσκολεύεται να αποδεχθεί και να ενσωματώσει κάποιες μορφές διαφορετικότητας. Κάτι σαν τα μάλλον συμπλεγματικά κίνητρα της ανώριμης συμπεριφοράς των φίλων των φοιτητικών χρόνων...
[1] Ρατσισμός: Εννοιολογική προσέγγιση μιας ετικέτας
[2] A conceptual approach to racism
ΤΟ ΒΗΜΑ